Τα φυσικά ισοζυγία (Φ.Ι./ γεννήσεις – θάνατοι) από το 1951 έως το 2010 στη χώρα μας, αν εξαιρέσουμε μια σύντομη περίοδο (1998-2003) κατά την οποία οι γεννήσεις ήταν λίγο λιγότερες από τους θανάτους, παρέμειναν θετικά αν και φθίνοντα (98 χιλ. περισσότερες γεννήσεις το 1951, από 1,0 -ελάχιστο- έως 10,5 χιλ. -μέγιστο- περισσότερες το 2004-2010).
Τα παραπάνω προκύπτουν από την εξέλιξη των φυσικών ισοζυγίων στην Ελλάδα σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο από το 1980 μέχρι σήμερα, με βάση έρευνα του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών, του καθηγητή του Π.Θ. Βύρωνα Κοτζαμάνη.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 οι θάνατοι είναι σταθερά περισσότεροι από τις γεννήσεις (+4,3 χιλ. το 2011, +58,5 χιλ. το 2024) και θα συνεχίσουν να είναι, ακόμη και αν η πτωτική πορεία των γεννήσεων ανακοπεί, και τις αμέσως επόμενες δεκαετίες. Τα αρνητικά μετά το 2010 φυσικά ισοζύγια (συνολικά 510 χιλ. θάνατοι περισσότεροι από γεννήσεις την περίοδο 2011-2024) συνέβαλαν στην μείωση του συνολικού πληθυσμού της χώρας μας, μια μείωση καθ’ όλα σημαντική -715 χιλ. βάσει των εκτιμήσεων της ΕΛΣΤΑΤ).
Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνεται και στους αδρούς δείκτες γεννητικότητάς (ΑΔΓ) και θνησιμότητας (ΑΔΘ), δείκτες που δίδουν γεννήσεις και θανάτους ανά χίλιους κάτοικους. Έτσι εάν το 1951 είχαμε 20,3 γεννήσεις και 7,5 θανάτους ανά 1000 κάτοικους και ένα θετικό φυσικό ισοζύγιο12,8 ο/οο (20,3- 7,5ο/οο) , το 2024 είχαμε 6,6 γεννήσεις και 12,2 θανάτους ανά χίλιους κάτοικους (δηλαδή 5,6 περισσοτέρους θανάτους από γεννήσεις ανά 1000 κατοίκους).
Η μεταβολή του πρόσημου των Φ.Ι από θετικά σε μονίμως αρνητικά οφείλεται σε δυο λογούς:
1) οι θάνατοι, αν και κερδίσαμε σχεδόν 17 χρονιά ζωής ανάμεσα στο 1951 και το 2024 αυξάνονται συνεχώς, λόγω της γήρανσης (της αύξησης δηλαδή του πλήθους των 65 ετών και άνω που από 520 χιλ. το 1951 εγγίζουν τα 2,5 εκατομ. σήμερα -και προφανώς και του ποσοστού τους στον συνολικό πληθυσμό από 6,8 στο 23% -, και
2) οι γεννήσεις που τις τελευταίες δεκαετίες, παρόλες τις όποιες διακυμάνσεις τους μειώθηκαν σημαντικά (148 χιλ. το 1980, 68,5 το 2024) καθώς οι γυναίκες που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1955 και το 1985 από τις οποίες προέρχεται το σύνολο σχεδόν των γεννήσεων μετά το 1980 κάνουν όλο και λίγο λιγότερα παιδιά και σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία : γύρω από τα 2 παιδιά κατά μέσο ορό όσες γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1940 και το 1960, αλλά λιγότερα από 1,5 όσες γεννήθηκαν γύρω από το 1985.
Η πορεία γεννήσεων και θανάτων σε εθνικό επίπεδο καθώς και οι επιπτώσεις της, άμεσες και απώτερες, έχουν προκαλέσει έντονο προβληματισμό και η «υπογεννητικότητα» κυριαρχεί την τελευταία δεκαετία στον δημόσιο διάλογο. Ελάχιστα όμως μέχρι σήμερα μας έχει προβληματίσει η σημαντικά διαφοροποιημένη πορεία γεννήσεων, θανάτων και φυσικών ισοζυγίων σε χαμηλότερα χωρικά επίπεδα.
Στο σύντομο αυτό κείμενο θα αναδείξουμε τις διαφοροποιήσεις αυτές εξετάζοντας την περίοδο 1980 -2024 για την οποία διαθέτουμε δεδομένα για γεννήσεις και θανάτους τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Για την ανάδειξή τους υπολογίσαμε τον αριθμό των ετών με αρνητικά Φυσικά Ισοζυγία την περίοδο 1980-2024 στους 51 νομούς.

Όπως διαπιστώνεται, ενώ σε εθνικό επίπεδο καταγράφονται περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις στα 20 από τα 45 εξεταζόμενα έτη, σε περιφερειακό επίπεδο έχουμε στο ένα άκρο 15 νομούς στους οποίους καταγράφονται από το 1980 ως και το 2024 αρνητικά φυσικά ισοζυγία για 41 ή και περισσότερα έτη (!!!) ενώ στο άλλο άκρο σε 3 (Ρέθυμνο, Δωδεκάνησα και Ηράκλειο) καταγράφονται αρνητικά φυσικά ισοζύγια για 1, 2 και 4 αντίστοιχα μόνον χρόνια. Έξι νομοί κυμαίνονται γύρω από τον μέσο εθνικό όρο (αρνητικά Φ.Ι για 15 – 24 από τα εξεταζόμενα 45 έτη), ενώ σε 19 οι θάνατοι υπερτερούν των γεννήσεων για 30 έως και 39 έτη. Ο Ν. Μαγνησίας βρίσκεται στην 20ή θέση με 31 έτη αρνητικά φυσικά ισοζύγια.
Η διαφορά δε ανάμεσα στις ακραίες περιπτώσεις είναι συνταρακτική: σε 6 νομούς (Αρκαδία, Λακωνία, Λευκάδα, Μεσσηνία, Φωκίδα και Λέσβο) καταγράφονται περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις για όλη την εξεταζόμενη περίοδο (για 45 συνεχή χρόνια) ενώ στο Ρέθυμνο για ένα μόνον έτος.































