Επί χάρτου βρίσκονται ακόμη στη χώρα μας τα σχέδια διαχείρισης υδάτων – λεκανών απορροής και κινδύνων πλημμύρας, που άρχισε να υλοποιεί η χώρα μας από το 2014 μετά από πίεση της Ε.Ε. και παρά τις δύο αναθεωρήσεις, καθώς δεν προχωρήσαμε στο εφαρμοστικό σχέδιο με χρονοδιάγραμμα, πόρους και πολιτική βούληση τριών κυβερνήσεων. Ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας κ. Κουρέτας έχει αντιληφθεί τη σοβαρότητα του προβλήματος και πήρε πρωτοβουλίες να συστρατευτούν όλοι οι φορείς και να πειστεί το αθηνοκεντρικό κράτος για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις από την κλιματική κρίση.
Σύμφωνα με τον Κώστα Γκούμα, πρώην διευθυντή Εγγείων Βελτιώσεων, πρώην πρόεδρο του Παραρτήματος Κεντρικής Ελλάδας του ΓΕΩΤΕΕ και σύμβουλο υδάτων του περιφερειάρχη Δημ. Κουρέτα, που μίλησε στο Ράδιο ΕΝΑ και τον Δημήτρη Καρεκλίδη, χρειάζεται σοβαρότητα, ειδικά σε μια περιοχή όπως η Θεσσαλία, όπου η οικονομία στον μεγαλύτερο βαθμό συναρτάται από τον πρωτογενή τομέα και τα αποτελέσματα διαχέονται σε όλους τους κλάδους και θα έπρεπε να είναι πρωταρχικό μέλημα και όλοι οι φορείς της Θεσσαλίας να διεκδικούν αυτά που προβλέπει το ΣΔΑΠ, μεταξύ των οποίων είναι και η μεταφορά νερού από τον άνω ρου του Αχελώου, ενώ εξαρτάται και ένα από τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά έργα της Θεσσαλίας, ο ταμιευτήρας Κάρλας.
Ο κ. Γκούμας τόνισε ότι ο Οργανισμός Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας, παρόλο που έχει κάποια προβλήματα από τη δημιουργία του, είναι καταδικασμένος να πετύχει, γιατί χωρίς αυτόν θα επανέλθουμε στο προβληματικό πεδίο με δεκάδες υπηρεσίες, αρμοδιότητες αλληλοσυγκρουόμενες και τα γνωστά προβλήματα που αντιμετωπίσαμε στις πλημμύρες, όσο και στις λειψυδρίες.
Όπως είπε, το εγκεκριμένο σχέδιο διαχείρισης υδάτων και λεκανών απορροής και το σχέδιο διαχείρισης κινδύνων πλημμύρας, είναι δύο σημαντικά εργαλεία, τα οποία η χώρα μας άρχισε να υλοποιεί με καθυστέρηση και πάντα υπό την πίεση της Ε.Ε. και δύο αντίστοιχων οδηγιών για το νερό και σε μια εποχή σήμερα που η κλιματική κρίση δείχνει τα δόντια της στις πλημμύρες και τη λειψυδρία.
«Παρότι το πρώτο σχέδιο εγκρίθηκε το 2014, αναθεωρήθηκε το 2017 επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και το 2024 έγινε η δεύτερη αναθεώρησή του, κύκλοι που προβλέπονται από την οδηγία της ΕΕ, αλλά ενώ καταρτίσαμε τα σχέδια αυτά τα έχουμε και τα βλέπουμε, καθώς δεν προχωρήσαμε στο μάστερ πλαν που είναι το εφαρμοστικό σχέδιο με χρονοδιάγραμμα, πόρους και πολιτική βούληση», ανέφερε ο κ. Γκούμας.
Ο περιφερειακός σύμβουλος τόνισε ότι την ευθύνη σήμερα έχει η κυβέρνηση (αλλά και οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ το 2014 και το 2017 αντίστοιχα), η οποία με πράξη υπουργικού συμβουλίου ενέκρινε το σχέδιο αυτό τον Ιούνιο 2024.
Να πειστεί το κράτος να εφαρμόσει το σχέδιο
Ο κ. Γκούμας είπε ότι χρειάζεται σοβαρότητα, ειδικά σε μια περιοχή όπως η Θεσσαλία, όπου η οικονομία στον μεγαλύτερο βαθμό συναρτάται από τον πρωτογενή τομέα και τα αποτελέσματα διαχέονται σε όλους τους κλάδους και θα έπρεπε να είναι πρωταρχικό μέλημα και όλοι οι φορείς της Θεσσαλίας να διεκδικούν αυτά που προβλέπει το ΣΔΑΠ, μεταξύ των οποίων είναι και η μεταφορά νερού από τον άνω ρου του Αχελώου, ενώ εξαρτάται και ένα από τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά έργα της Θεσσαλίας, ο ταμιευτήρας Κάρλας.
Ο περιφερειακός σύμβουλος ανέφερε ότι θα μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε τα σχέδια αυτά, γιατί πολλά έργα που μπορούν να προστατέψουν από τις πλημμύρες, μπορούν να έχουν συνιστώσα για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας και αντίστροφα, κάτι που θα γίνει για να αποθηκεύουμε νερό, μπορεί σε μια περίοδο πλημμύρας να κρατήσει ένα σημαντικό μέρος νερού και να μειώσει τις επιπτώσεις.
Ωστόσο, για να γίνουν αυτά χρειάζεται σοβαρότητα, προγραμματισμός, οικονομικοί πόροι και ένα σχέδιο και εδώ υπάρχουν τα εγγενή προβλήματα του ελληνικού δημοσίου, τόσο στον προγραμματισμό, όσο και στο σύστημα παραγωγής μελετών και έργων.
Σύμφωνα με τον κ. Γκούμα, ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας κ. Κουρέτας έχει αντιληφθεί τη σοβαρότητα του προβλήματος και πήρε πρωτοβουλίες να συστρατευτούν όλοι οι φορείς και να πειστεί το αθηνοκεντρικό κράτος για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις από την κλιματική κρίση.
Αναφορικά με την εκτροπή του άνω Αχελώου, ο κ. Γκούμας είπε ότι η Περιφέρεια έχει πάρει θέση και τόνισε ότι σήμερα χρειαζόμαστε το νερό του Αχελώου (250 εκ. m3) που προβλέπουν τα σχέδια, για να προστατέψουμε το περιβάλλον. Για την άρδευση, με κάποια επιμέρους έργα, με υπόγεια δίκτυα, εκσυγχρονισμούς κλπ. και με μια εξοικονόμηση θα μπορέσουμε να τα βγάλουμε πέρα. Όμως ο Πηνειός, τα τελευταία χρόνια εξαρτάται τους καλοκαιρινούς μήνες από μια ενίσχυση που έρχεται από τη λίμνη Πλαστήρα, που όμως δεν έχει τη δυνατότητα να τον ενισχύει συνεχώς, όταν οι ανάγκες είναι μεγάλες για το περιβάλλον και την τροφοδοσία των υπόγειων φορέων και την άρδευση κατά μήκος της εκβολής του.
Ο κ. Γκούμας τόνισε ότι η λίμνη Πλαστήρα χρειάζεται περίπου 120 εκ. m3 εισροές και σήμερα διαθέτει μόλις 50 εκ. m3, συνεπώς είναι στο 50%, το έργο του Σμοκόβου έχει μόνο τον νεκρό όγκο και δεν έβαλε νερό που θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άρδευση, διαθέτοντας 5 εκ. m3 από τα 60 που χρειάζεται, οπότε πάμε σε μια δύσκολη καλοκαιρινή περίοδο και δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στον καιρό για να βρέξει.
«Υπάρχει το πακέτο των έργων και των παρεμβάσεων, πρέπει να τα αξιολογήσουμε προσεκτικά, να δούμε τι οικονομικές δυνατότητες έχουμε, με σοβαρότητα να προγραμματίσουμε και να αρχίσουμε να προγραμματίζουμε και να υλοποιούμε», επισήμανε ο κ. Γκούμας.
Απόδοση ραδιοφωνικής συνέντευξης Ντίνος Στεργιόπουλος





























