Γράφει η Μαρία Κ. Σπανού
Η Κορόπη, τόπος με πανάρχαια αναφορά στο χρόνο, στο ΒΔ τμήμα του μυχού του Παγασητικού κόλπου, είναι ταυτισμένος με μία από τις αρχαίες πόλεις των Μαγνήτων. H αρχαία Κορόπη επιβεβαιώνεται τόσο από την αρχαιολογική σκαπάνη και τα αντίστοιχα ευρήματα όσο και από τις γραπτές πηγές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, ξένων περιηγητών, αρχαιολόγων και ερευνητών της ιστορίας.
Η περιοχή της Κορόπης, που στη νεότερη εποχή αποτελεί το επίνειο των Μηλεών, ανήκουσα σήμερα στο Δήμο Νοτίου Πηλίου, απλώνεται νοτιοανατολικά του χωριού και κατεβαίνει ήρεμα μέχρι τη θάλασσα. Η πεδινή αυτή λεκάνη, μεγάλη σε έκταση, έχει για τοιχώματα τα χαμηλότερα υψώματα του μηλιώτικου βουνού, που φέρουν τοπωνύμια, όπως Καραούλι, του Πασά το δέντρο, Σκοίνια, Φανερωμένη, Πετράλωνα, Πουρνάρα, Μπούφες, Αγιά Σωτήρα, περιοχές που φωτίζονται από τις ανταύγειες της θάλασσας με «θώρι εξαίρετο».
Η Μπούφα, γιατί έτσι είναι περισσότερο γνωστή η Κορόπη, πήρε το όνομά της από την εκλαϊκευμένη ονομασία του πτηνού βύα («μπούφος»), που απ’ ότι φαίνεται σύχναζε τις νύχτες στις όχθες του ομώνυμου τοπικού ποταμού. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει ο αείμνηστος Μηλιώτης ιστοριοδίφης, Ρήγας Καμηλάρης (1869-1954). Οι Ιταλοί βέβαια λένε μπούφο τον γελωτοποιό, έχουν και την «όπερα Μπούφα».
Η Κορόπη σίγουρα είναι ένας τόπος προικισμένος. Με άπειρα φυσικά αγαθά και προτερήματα. Σε μια καίρια θέση, στους πρόποδες του Πηλίου, στο μέσον σχεδόν της παράκτιας οριογραμμής του Παγασητικού, σε απόσταση αναπνοής από τα γειτονικά παραθαλάσσια και ορεινά χωριά του κεντρικού Πηλίου, μόλις 21 χιλιόμετρα από τον Βόλο και λίγο μακρύτερα από το Αιγαίο και τα «πίσω χωριά», όπως συνήθιζαν να λένε οι παλιοί, τα χωριά του ανατολικού Πηλίου.
Ο οικισμός της, ηλιόλουστος, χαρούμενος και ζωντανός, στο μέσον της εύφορης κοιλάδας, απλώνεται ευρύχωρα ανάμεσα στους πυκνούς ελαιώνες και τους εναπομείναντες οπωρώνες, με κύριο άξονα την αμαξιτή οδό και μέχρι τη θάλασσα. Μια θάλασσα ακύμαντη με πλατιά αμμουδερή παραλία, η οποία εκτείνεται μεταξύ των δύο υδάτινων αεραγωγών της, που οριοθετούν και το μήκος της. Για τους δυο μεγάλους χειμάρρους-ποτάμια που περικλείουν την Κορόπη, το πρώτο καθώς προσεγγίζουμε τον οικισμό, ο Μπελεγρίνος (σημαίνει σταυροφόρος προσκυνητής) και το δεύτερο της Μπούφας, που λέγεται και Πλατανόρεμα ή ρέμα του Κατελάνου, αξίζει ιδιαίτερη αναφορά.
Οι φιλήσυχοι, εργατικοί και δραστήριοι κάτοικοί της, 398 οι μόνιμοι σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, ολημερίς δέχονται την ευεργετική θαλάσσια αύρα της και το βράδυ απολαμβάνουν το αεράκι του βουνού, που πίσω τους στοργικά τους αγκαλιάζει, ενώ από τη Χορεύτρα αφήνεται ένα πέρασμα, έτσι για να γλιστρά και ο αέρας του Αιγαίου και να τους δροσίζει κι αυτός. Ένα από τα ωραιότερα κείμενα που γράφτηκαν για τον τόπο αυτό είναι του, επίσης, Μηλιώτη ερευνητή Στάθη Κωνσταντάκη: «Στο χώρο που είναι σήμερα οι Μηλιές κάτω από το ανατολικό μέρος του μεγάλου υψηλού όγκου του, που τον σκεπάζει η οξιά, το Πήλιο έστρωσε τα ομορφότερα κράσπεδά του προς τον Παγασητικό Κόλπο. Ομαλά, μακρινά, σκεπασμένα από άλση δέντρων και πλούσια χλωρίδα γύρω από τα δυο αξιολογότερα ποτάμια του, τον Μπελεγρίνο δυτικά και τη Μπούφα ανατολικά, με τα οποία τα στόλισε σα να ήθελε με αυτά εδώ μπροστά από το πλατύτερο και πιο ανοικτό μέρος του αγαπημένου του Παγασητικού, που τόσο δοξάστηκε με την Αργώ του Ιάσονος για την οποία έδωσε την καλύτερη ξυλεία του να ρίχνει σ’ αυτόν τα περισσότερα νερά του-καταλήγουν σε ένα όμορφο πεδινό μέρος με μια συνεχή ακρογιαλιά, την οποία ο Παγασητικός στόλισε με πλούσια αμμουδιά».
Παλιά, παρότι η Μπούφα είναι θαλασσόβρεχτη και ο όρμος της- Πουρνάρι η παλιότερη ονομασία του- διέθετε και σκάλα, εν τούτοις οι κάτοικοί της δεν ήταν και τόσο εξοικειωμένοι μαζί της. Λίγοι ασχολούνταν μαζί της, δηλαδή με το ψάρεμα, και τις θαλάσσιες επαγγελματικές ασχολίες.Ακόμη λιγότεροι απολάμβαναν τα θαλασσινά μπάνια. Μόνον οι γυναίκες κατέβαιναν μια φορά τον χρόνο, κατά παρέες, για να πλύνουν τα μάλλινα και να τα χτυπήσουν στον αφρό. Γενικότερα τα μπάνια ως τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο δεν συνηθίζονταν στην Ελλάδα. Ο κόσμος επισκέπτονταν τις ακρογιαλιές επιλέγοντας σκιερά μέρη. Τις γιορτινές ημέρες, όπως της Αναλήψεως και του Αγίου Πνεύματος, περνούσαν λίγες ώρες στη θάλασσα, βουτώντας μόνο τα πόδια τους στο νερό, με τη φροντίδα να κρατήσουν την αλμύρα για θεραπευτικούς σκοπούς. Καμιά φορά μαζί τους έβαζαν και τα ζώα που έπρεπε να μπουν ως τα γόνατα για να φύγουν τα κακά. Καθαρτική η θάλασσα. Χρειάστηκε καιρός για τη διάδοση της ευεργετικής θαλασσοθεραπείας. Αργότερα, οι περισσότεροι ξεθάρρεψαν. Μετά τη δεκαετία του 1960 άρχισε το καλοκαίρι να δημιουργείται μια μικρή κίνηση από τους παραθεριστές-μουσαφίρηδες, που φιλοξενούνταν στους συγγενείς τους για να απολαύσουν την παρθένα θάλασσα. Η υποτονική αυτή κίνηση που σταδιακά αυξανόταν, οδήγησε αρκετούς ήδη από τη δεκαετία του 1970 να εστιάσουν το ενδιαφέρον τους στην τουριστική αξιοποίηση των σπιτιών τους ή στην κατασκευή μικρών καταλυμάτων για τη φιλοξενία του πρώτου κύματος τουριστών, κυρίως, από την περιοχή της Θεσσαλίας και την Αθήνα.
Στην πρώτη εκείνη περίοδο, που έλειπαν οι υποδομές, οι ιδιοκτήτες των ενοικιαζομένων δωματίων προσέφεραν τα πάντα στους «πελάτες τους» για να ευχαριστηθούν και να ξανάρθουν. Όλα σε επίπεδο φιλικής εξυπηρέτησης. Aργότερα τα πράγματα άλλαξαν. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, ο τουρισμός και ο τομέας υπηρεσιών διεκδικούν μια όλο και περισσότερο σημαντική θέση της οικονομίας. Τα υπάρχοντα τουριστικά καταλύματα εκσυγχρονίζονται και γίνονται νέα. Σήμερα, αρκετές σύγχρονες υποδομές, ξενοδοχεία και διάφορης μορφής καλαίσθητα καταλύματα, παραθαλάσσια και μη, συνθέτουν το παζλ της τουριστικής διαμονής στην Κορόπη, ενώ άλλες, εξίσου ιδιαίτερες και ποιοτικές φροντίζουν τον τομέα της εστίασης και της ψυχαγωγίας, τόσο επί του κεντρικού δρόμου στο κέντρο του οικισμού, όσο και επί της οργανωμένης παραλίας, σημείο αναφοράς, όχι μόνο για τους επισκέπτες της μιας μέρας που αποζητούν μπάνιο, σε όμορφο και προσεγμένο αισθητικά περιβάλλον αλλά γενικά τους τουρίστες και βεβαίως τους έτσι και αλλιώς λάτρεις της περιοχής.
Η φύση της Κορόπης-Μπούφας, το γαλήνιο και γοητευτικό τοπίο που μοιράζεται συναρπαστικά ανάμεσα στους χαμηλούς λιόφυτους λόφους, τα καρπερά ισιώματα και την απλόχερη ακρογιαλιά, το καλό οδικό δίκτυο που διασχίζει τον οικισμό και οι αξιόλογες υποδομές της υποδέχονται Έλληνες και ξένους επισκέπτες. Η Κορόπη, ακόμα και μέσα στο κατακαλόκαιρο, κρύβει μυστικές γωνιές που επιτρέπουν στον καθένα να βρει το δικό του ιδιαίτερο παράδεισο. Η γαλαζοπράσινη Μπούφα με το ωραίο της ηλιοβασίλεμα, το ωραιότερο στον Παγασητικό, τα κατακάθαρα νερά και την ασημένια της ανταύγεια, λόγω της ελιάς που παραμένει το κυρίαρχο είδος της χλωρίδας, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα πρόταση για διακοπές, χειμερινές και καλοκαιρινές, ακόμη και για μόνιμη διαμονή. Αρκεί να υιοθετηθούν εναλλακτικές πλέον μορφές τουρισμού, που στις μέρες μας ορίζονται ως μία επιλογή διακοπών που θα συνδέεται απόλυτα με τις κοινωνικές, περιβαλλοντικές και πολιτισμικές αξίες του τόπου, με στόχο να επικοινωνήσει ο επισκέπτης και να μοιραστεί με τους κατοίκους τις εμπειρίες του τοπικού τρόπου ζωής για όσον καιρό επιθυμεί.