Αυτά μου έλεγες για βραδινό χαιρετισμό με κείνο το γλυκό χαμόγελό σου κάθε φορά που τέλειωνε η βόλτα μας, «να μη χαθούμε!», έλεγες , «να μη χαθούμε!»
Σαν βγαίναμε σχεδόν κάθε απόγευμα να σεργιανίσουμε μέσα στα Λεχώνια, πριν από μερικά χρόνια, και συ ακάθεκτος να θέλεις να μου γνωρίσεις τον όμορφο τόπο, τους ανθρώπους και την ιστορία τους, να μου εξιστορείς συμβάντα και περιστατικά αλλοτινών χρόνων για κάθε στενό και γύρισμα δρόμου, κάθε ψηλό δέντρο, να , έλεγες, αυτός ο πλάτανος είναι ο αιωνόβιος του χωριού και κείνο το πεύκο στα ανθοπωλεία, το σπίτι εκείνο το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί στην κατοχή, εκεί γλεντούσαν κι άκουγα τα βράδια μουσική, τη διάσημη Μαρλέν…Ύστερα έπαιρνες βαθιά ανάσα και συνέχιζες σε σοβαρό τόνο την ιστορία επί κατοχής για τις Τοπάλαινες, την κρεμάλα στα δέντρα της πλατείας, την αλληλοσφαγή ανάμεσα στις αντίθετες ομάδες, την κόκκινη και τη λευκή βία… Και σαν έπεφτε το μούχρωμα γυρίζαμε τελειώνοντας τη βόλτα μας και τότε χαιρετούσες με τα ίδια πάντα λόγια:
«Τώρα που βρεθήκαμε, να μη χαθούμε»!
Ναι, αγαπημένε μου, φίλε, «να μη χαθούμε»! Όμως δεν κράτησες το λόγο σου, κι έφυγες για το ανεπίστροφο ταξίδι στους ουρανούς…Έτσι αδόκητα, ξαφνικά μέσα στο δειλό ξαγνάντισμα της Άνοιξης, 12 του Μάρτη. Άφησες πίσω τη γυναίκα σου Βάσω, τις δυο κοπέλες Αθηνά και Λίνα, τον εγγονό Γιάννο και τον μπαμπά του Δημήτρη με την απορία στα μάτια κι ένα «γιατί;» στα χείλη. Και όλοι οι φίλοι σου μείναμε να σε μνημονεύουμε και να σ΄ αναζητούμε, γιατί πλημμύριζες πάντα την κουβέντα μας με το ήθος και την καλοσύνη σου, την ευγένεια και το χιούμορ, το χαμόγελο και τη γνώση της τοπικής κοινωνίας.
Ο ίδιος σημειώνεις στο βιογραφικό σου με το δικό σου ύφος γραφής: «Κάτοικος
Κάτω Λεχωνίων μια ζωή και γεννηθείς στις 19.7.33(!), ο Γιάννης Μαντίδης έκανε
τις… εγκύκλιες σπουδές του στο δημοτικό σχολείο του χωριού του επί Κατοχής και στο πάλαι ποτέ αυστηρό και δυσπρόσιτο Β΄ Γυμνάσιο Βόλου επί Εμφυλίου Πολέμου.Αθέλητος εθελοντής στο στράτευμα (τότε για να βρεις δουλειά έπρεπε νάχεις απολυτήριο στρατού…) έγινε έφεδρος αξιωματικός, χωρίς να γίνει μόνιμος “εθνικόφρων»!. Με τη δημοσιογραφία γνωρίστηκε όλως τυχαίως το 1958, σαν λινοτύπης, στην παραλιακή τότε «Θεσσαλία», για να κληθεί αργότερα (1969) στις τάξεις των συντακτών της, αν και ορισμένα απ’ τα καλύτερά του κείμενα (ταξιδιωτικά, πολιτιστικά, χρονογραφήματα κ.ά) τα είχε συντάξει ήδη σαν
«συνεργάτης» της εφημερίδας στα χρόνια της λινοτυπίας…»
Ο Γιάννης ήταν γείτονάς μου και πολύτιμος φίλος, δημοσιογράφος με ξεχωριστό στιλ γραφής (στις εφημερίδες Θεσσαλία, Ταχυδρόμος, Πρώτη), αγαπητός συνομιλητής και συμπολίτης. Και μαζί με τον αλησμόνητο Κώστα Λιάπη με στήριξαν στα πρώτα βήματα της ίδρυσης και της λειτουργίας του Κέντρου Βιβλίου Μαγνησιωτών Συγγραφέων. Και τους οφείλω πολλά.
Ευχάριστος στην παρέα, δεινός ερευνητής και ακάματος «γραφιάς», άφησε πίσω του τέσσερα πνευματικά του παιδιά, τέσσερα βιβλία του, που καθηλώνουν τον αναγνώστη ως αφηγηματικά, κοινωνιολογικά και ιστορικά κείμενα: Από πού πάνε στον πολιτισμό (2005), Όταν ο Ωνάσης συγγένευε με το Πήλιο, οι δυο ζωές της άγνωστης ανεψιάς του (2009), Γιαννάκο, το σταυρό σου (2014), Σοφίκα Τοπάλη, θηλιά στη μνήμη (2016).
Καλά αυτά τα έχουμε, αλλά κι εκείνα τα άλλα που μου ΄δειχνες και μου ΄λεγες με
τόσο ενθουσιασμό για «τo ταξίδι της ζωής σου», (όπως έλεγες) και τις περιπέτειές σου στη Βραζιλία, που ένα μέρος είχαν δημοσιευθεί και κάποια φύλλα μου έδωσες και διάβασα για να σου πω τη γνώμη μου, τι έγιναν; Πού μένουν θαμμένα;Ταξιδιωτικά κείμενα, νεανικές εντυπώσεις και ενδιαφέρουσες αφηγήσεις και, θα έλεγα, το πρώτο ξεκίνημά σου στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή…
Αχ, Γιάννη, αγαπημένε φίλε μου βιάστηκες…βιάστηκες…
Και λείπεις… και μας λείπεις…
ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΣΟΥ
Κάτω Λεχώνια, 27/4/25
Β.Δ.Αναγνωστόπουλος,
ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου Θεσσαλίας

































