Της Σοφίας Νικολάου κοινωνιολόγου
Ο «Γαλατάς», το νέο βιβλίο της Anna Burns, που πρόσφατα εκδόθηκε από τη σειρά Aldina, των εκ. Gutenberg είναι ένα βιβλίο που βραβεύτηκε με το Booker 2018 επαξίως. Ένα πυκνογραμμένο σε νοήματα μυθιστόρημα κοινωνικό-πολιτικού χαρακτήρα, δυσκολοχώνευτο, διαβάζεται αργά με την πρέπουσα προσοχή για την κατανόηση ακριβώς των πολλαπλών νοημάτων του.
Το βιβλίο αποτελεί μια απόπειρα μετασχηματισμού του βλέμματος διά μέσου του οποίου κατασκευάζεται ο κοινωνικός κόσμος. Απαντά νομίζω στην ισχυρή κοινωνική ζήτηση για μια πραγματικά κριτική σκέψη. Η ιδιόρρυθμη ματιά της συγγραφέως στα γεγονότα και ο τρόπος που τα διηγείται είναι που το καθιστά ενδιαφέρον. Ο τρόπος γραφής αναδεικνύει την ανάδυση του ανέκφραστου, την παραγωγή μιας προσωπικής γνώμης και αντιμετώπισης τρομακτικών γεγονότων. Είναι ένα βιβλίο ευαίσθητο και λεπτολόγο με τη σαφήνεια μιας γλώσσας κατανοητής, αλλά δεν είναι εύκολο, λόγω του συνεχούς παρεκβατικού λόγου που απλώνεται σαν πολυβόλο στις σελίδες μέσα από μακρόσυρτες φράσεις και συνδετικές προτάσεις δίχως τέλος. Αγωνιώδης και ασθμαίνων ο λόγος αφήνει άφωνο τον αναγνώστη.
Ο «Γαλατάς» αναπαριστά με μαστοριά την ιστορία ενός εμφυλίου πολέμου. Διηγείται μια τραυματική ιστορία, να μεγαλώνεις την εποχή των Ταραχών, των Troubles, της δεκαετίας του ’70 στο Μπέλφαστ, τόπος καταγωγής της συγγραφέως, το οποίο βέβαια, δεν κατονομάζεται ρητώς. Αντιθέτως, στο βιβλίο βρισκόμαστε σε μια άγνωστη πόλη, σε μια άγνωστη περιοχή, που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε πόλη του πλανήτη. Οι αναφορές στην Κέιτ Μπους, στην Σιγκούρνει Γουίβερ και στον Φρέντυ Μέρκιουρι μας δίνουν λίγο το στίγμα του χωροχρόνου.
Μια σιωπηρή υποβόσκουσα ένταση τυλίγει μια κοινότητα, όπου όλοι υποπτεύονται τους πάντες για να μην κολλήσουν την «μολυσματική» ασθένεια «της κολλητικής επανάστασης», η αθωότητα πεθαίνει προτού καν οριστεί, ενώ ελεύθερες οι φήμες και οι επιπτώσεις τους δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα και όπου ακόμα και το «υπερβολικό χιούμορ είναι ύποπτο». Η αφηγήτρια, μια νεαρή κοπέλα, ολισθαίνει γρήγορα στην κατάσταση του θύματος αυτής της ζοφερής ατμόσφαιρας. Ο αναγνώστης αισθάνεται γοητευμένος από το κορίτσι που διαβάζει περπατώντας, και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά της από τους υπόλοιπους, μυθιστορήματά του 19ου αιώνα γιατί ο 20ος φαντάζει στα μάτια της αποτρόπαιος. Συνάμα, ο τρόπος που διαβάζει είναι ο τρόπος αντίστασής της, μια πράξη επαναστατική απέναντι στον σκοτεινό κόσμο που την περιβάλλει και προσπαθεί να την εγκλωβίσει στον κανονιστικό του τρόπο, όπου ακόμη και τα αισθήματα απαγορεύονται ή περνούν από κόσκινο – τι είναι επιτρεπτό και τι όχι -, ενώ εκείνη, ως άλλη Αντιγόνη, θα θάψει το κεφαλάκι μιας γάτας αποκεφαλισμένης από βομβιστική επίθεση. Άρα και εκείνη ανήκει «στους σαλεμένους, κοινωνικά απόβλητους, προβληματικούς τύπους της κοινότητας».
Η συγγραφέας μας διηγείται τη βία των χρόνων στο Μπέλφαστ, ο διχασμός των Ιρλανδών ανάμεσα στην ανεξαρτησία και την ένωση με την Αγγλία. Συλλήψεις χωρίς κατηγορητήριο, Νομοθεσία καταπίεσης. Ιστορική αδικία. Υποστήριξη της διαφθοράς. Περιορισμοί και απαγορεύσεις. Απαγόρευση συναντήσεων και συγκεντρώσεων. Επίκαιρο αυτό το μυθιστόρημα της Burns. Σε έναν εμφύλιο πόλεμο η προδοσία μοιάζει να έρχεται από παντού. Κάθε στιγμή μπορεί να υπάρξει προδότης, σαν μια ύπαρξη περιθωριοποιημένη από την κοινότητα. Αλλά ο Γαλατάς δεν διηγείται μόνο αυτή την ιστορία αλλά την ιστορία μιας αναγνώστριας. Το κορίτσι που διαβάζει περπατώντας έχει ένα φίλο, δουλεύει, μαθαίνει γαλλικά, και μας διηγείται την ιστορία του από τη στιγμή που ο Γαλατάς ένας παραστρατιωτικός αποφασίζει να ασχοληθεί μαζί του. Από εκείνη τη στιγμή η ζωή του κοριτσιού θα αλλάξει, τίποτε δεν θα είναι το ίδιο.
Κλου του μυθιστορήματος, οι ήρωες που δεν έχουν ονόματα, αλλά παρατσούκλια. Το παρατσούκλι μας δίνει την ιδιότητα του ήρωα. Και όλη η αφήγηση είναι δομημένη πάνω σ’ αυτή την ανωνυμία. Υπάρχει ένα φοβερό πράγμα μέσα σ’ αυτό το βιβλίο που το καθιστά άλλωστε και τόσο επίκαιρο. Το χάσιμο της κοινής λογικής. Δεν σκέφτονται πλέον οι άνθρωποι δεν κάνουν συλλογισμούς που τους οδηγούν σε σωστά συμπεράσματα. Δεν υπάρχουν παρά μονάχα οι φήμες που ακούγονται αριστερά και δεξιά. Παραλογισμός. Ο τίτλος του βιβλίου «Γαλατάς» συνοψίζει όλο το μυστήριο που κρύβει το βιβλίο. Υπάρχουν δυο Γαλατάδες ο πραγματικός δηλαδή αυτός που μοιράζει το γάλα και ο Γαλατάς ο παραστρατιωτικός που φέρει αυτό το παρατσούκλι. Και οι δυο θα παίξουν καταλυτικό ρόλο στην ιστορία της ηρωίδας. Ο τίτλος είναι λοιπόν ένα σύμβολο κλειδί της ανάγνωσης και της ερμηνείας του.
Νομίζω ότι η σαγήνη του έγκειται στα θέματα που υφέρπουν στο βιβλίο, και καταδεικνύουν πόσο αφύσικη είναι η διάχυτη βία, που μοιάζει με ομαλότητα και τυλίγει την κοινότητα, ενώ ομοιάζει με Πανοπτικό σύστημα (α λα Φουκώ) που καταδυναστεύει ολόκληρη την κοινωνική δομή. Το παιχνίδι με τα ονόματα παρατσούκλια, δίνει μια δυστοπική, φουτουριστική ποιότητα στο βιβλίο, καθώς και ένα παραμυθένιο υπόβαθρο που έχει τη ρίζα του στους ιρλανδικούς μύθους των ξωτικών ή τις ιστορίες του Τόλκιν γιατί υπάρχουν μας λέει στη σελίδα 43 οι φύλακες της απαγορευμένης λίστας των ονομάτων, γεγονός που μας παραπέμπει ακόμη και στον Πλατωνικό Κρατύλο, «τα ονόματα σημαίνουν». Το ό,τι αναφέρετε στη χώρα πέρα από τα νερά με παραπέμπει στις ιστορίες του Τόλκιν στο Σιλμαρίλλιον. Ο Γαλατάς εκτός της γοητείας των μύθων και των θρύλων των Ιρλανδών, που έχουν διεισδύσει και στην ποπ κουλτούρα για το σμαραγδένιο Νησί, και ίσως να είναι ένα από τα στοιχεία που το κάνουν εκρηκτικά σαγηνευτικό, έχει στόχο να καταδείξει το ρόλο της πειθαρχικής εξουσίας που θέλει να θέσει υπό αυστηρότερο έλεγχο και πειθαρχία «την ζωή, τον θάνατο, τις δραστηριότητες, την εργασία, τις λύπες και τις χαρές του ανθρώπου» καθώς και την ηθική και ψυχική υγεία του, τις σεξουαλικές πρακτικές και την οικογενειακή ζωή του. Είναι νομίζω το μυθιστόρημα της χρονιάς.


































