Τα τελευταία Χριστούγεννα του παπά-Φώτη (Μια υπέροχη ιστοριούλα για όλους)

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ

Μία ιστορία με άρωμα Χριστουγέννων αλλά και Πίστης έγραψε ο μαθητής της Α’ Γυμνασίου του Β’ Γυμνασίου Αλμυρού Απόστολος Σ. Ευαγγελόπουλος, την οποία μοιράστηκε με όλον τον κόσμο μέσω του «Εσταυρωμένου».

Η ιστορία έχει ως εξής:

«Ξημερώνει Σάββατο και απομένουν 15 ημέρες για τα Χριστούγεννα. Σε μια κωμόπολη, κοντά στον Βόλο, ετοιμάζονται, όπως κάθε χρόνο, για την εορτή των Χριστουγέννων. Όλοι οι μαθητές έχουν μαζευτεί στο κατηχητικό το σχολείο της ενορίας τους για την πρόβα της γιορτής. Ο παπα-Φώτης διοργανώνει το καλύτερο μπαζάρ για να συγκεντρώσει χρήματα για την ενίσχυση της Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Οι καθηγητές οργάνωσαν μια χορωδία για τα κάλαντα. Οι κόρες του ιερέα, η Ευλογία και η Ευσεβία, έφτιαξαν τα νοστιμότερα γλυκά που υπήρχαν στην πόλη και τα διακόσμησαν με μεράκι και αγάπη. Κι όμως, κανείς δεν έδειξε ενδιαφέρον για το μπαζάρ και κανένας δεν τους τίμησε.

Οι μέρες πέρασαν και ήρθε του Αγίου Ελευθερίου, του Αγίου Διονυσίου και η παραμονή των Χριστουγέννων. Ο παπά-Φώτης στεναχωρημένος και λυπημένος όπως ήταν δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του την σκέψη ότι δεν κατάφερε να προσφέρει κάτι παραπάνω στην Εκκλησία του. Τα παιδιά βγήκαν για τραγούδι και το ποσό των χρημάτων που συγκέντρωσαν, το προσέφεραν ως δώρο στον αγαπημένο τους παππούλη. Πόρτα με πόρτα τα λεφτά μαζεύτηκαν. Τα χαρτονομίσματα ξεχείλισαν από τις σάκες τους. Μεγάλη ευλογία! Τα παιδιά σκεφτόντουσαν την αποτυχία του μπαζάρ, αλλά και το θλιμμένο βλέμμα του παπά-Φώτη, ο οποίος μιλιά δεν έβγαζε. Κι όμως, μιλούσαν τα δάκρυα που κυλούσαν από τα γεροντικά του μάτια. Μπροστά σ’ αυτή την εικόνα ράγισαν οι καρδούλες των παιδιών, αλλά και των μεγάλων.

Στην αρχή ο παππούλης δεν δέχτηκε τα χρήματα των παιδιών, αλλά στο τέλος, και μετά από πολύ πίεση τα δέχτηκε λέγοντας: «Αυτή την πράξη σας, παιδιά μου, θα την ανταμείψει ο Θεός. Να θυμάστε πως σας αγαπώ πολύ». Αυτά είπε συγκινημένος, ο καλός τους εφημέριος, κι εκείνη τη στιγμή ήχησε δυνατά η καμπάνα του Ναού καλώντας τους πιστούς στον Εσπερινό. Η ακολουθία τελέστηκε με κατάνυξη. Απέμειναν 12 ώρες για την τέλεση της Χριστουγεννιάτικης Θείας Λειτουργίας.

Κάπου στα μεσάνυχτα ξύπνησε ο μικρός Αρσένης, που είχε κι αυτός κάνει μια καλή πράξη, γιατί ήρθε στο όνειρό του, ο Χριστός, ο οποίος τον ευλόγησε και πάνω από όλα του έδωσε δύναμη. Ο ταπεινός Αρσένης έσκυψε το κεφαλάκι του και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του. Ενώ είχε τελειώσει το όνειρό του, εκείνος συνέχιζε να κλαίει από χαρά γιατί ένοιωθε ζωντανή την παρουσία του Χριστού ως φως ουράνιο που στην αρχή ήταν δυνατό και στο τέλος άρχισε σιγά σιγά να σβήνει. Εκείνη τη στιγμή άκουσε τη φωνή της μητέρα να του λέει: «Σήκω, παιδί μου για να ντυθείς. Θα πάμε στην Εκκλησία. Η καμπάνα ήδη χτύπησε. Είναι πέντε η ώρα».

Όταν έφτασαν στο Ναό ο παπά-Φώτης έψελνε το: «Η γέννησή Σου Χριστέ ο Θεός ημών… Κύριε δόξα σοι». Ο Χρήστος και ο Παναγιώτης, οι αναγνώστες που υπηρετούν στο άγιο βήμα τον ιερέα, ευχήθηκαν σ’ όλους χρόνια πολλά και καλά Χριστούγεννα και πέρασαν μια όμορφη μέρα. Τα παιδιά ευχήθηκαν χρόνια πολλά και στον κυρ. Χρήστο, που γιόρταζε την ονομαστική του εορτή: «Κύριε Χρήστο, να χαίρεσαι το όνομα σου. Να είσαι πάντα καλά».

 

 

Από πολύ νωρίς άρχισαν να πέφτουν στο δρόμο νιφάδες χιονιού. Τα ξημερώματα το χιόνι είχε φθάσει τα δύο μέτρα. Η χαρά των παιδιών ήταν μεγάλη. Βέβαια, οι γονείς δεν ήταν και τόσο χαρούμενοι γιατί σκεπτότανε τον κόπο του ξεχιονίσματος της αυλής και του δρόμου. Όλα γύρω ήταν κατάλευκα από το χιόνι και το κρύο ήταν τσουχτερό. Ο παπα- Φώτης χαρούμενος και ενθουσιασμένος άνοιξε τα μεγάλα και δυνατά καλοριφέρ του Ναού για να παραμείνει ζεστός ο Ναός.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, η Αγάπη, η θυγατέρα του Αναστάση, του μπακάλη, βγήκε από το σπίτι της για να τραγουδήσει τα κάλαντα, αλλά κάποιοι δεν άνοιγαν την πόρτα του σπιτιού τους. Ήταν πολύ στεναχωρημένη και λυπημένη. Οι σκέψεις την είχαν καταβάλει και αποκοιμήθηκε νωρίς. Όταν ξύπνησε συνειδητοποίησε ότι το τσαντάκι της είχε γέμισε από λεφτά! Παράξενο! Είχε διδαχτεί από τους γονείς της να κάνει ελεημοσύνες. Να προσφέρει στους φτωχούς, να μοιράζετε αυτά που έχει. ‘Έφτιαξε, λοιπόν, βαζάκια με τις καραμέλες που αγόρασε και όταν οι θείοι της πήγαν να εξομολογηθούν τα προσέφερε η ίδια στον πνευματικό της πατέρα για να τα δώσει εκείνος στα φτωχά παιδάκια και στους ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Ασφαλώς, έδωσε χρήματα και στον παπά-Φώτη, οποίος τα δέχτηκε ως ελεημοσύνη και της υποσχέθηκε πως θα πράξει εκείνο πρέπει.

Οι μέρες περνούσαν. Πέρασε η ημέρα του Μ. Βασιλείου και του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ και ήρθε η παραμονή των Θεοφανίων και του Αι-Γιάννη. Ο καλοκάγαθος εφημέριος, τελειώνοντας τη Θεία Λειτουργία, αμπάρωσε την πόρτα του ναού και ξαφνικά ένιωσε κάποια αδιαθεσία και πέφτει καταγής! Από εκείνη τη στιγμή δεν συνήλθε ποτέ πιά. Πέθανε μπροστά στην είσοδο την Εκκλησίας.

Η νεωκόρος του Ναού, όταν πήγε το απόγευμα στο ναό για να τον προετοιμάσει για την ακολουθία, ν’ ανάψει τα καντήλια και να σφουγγαρίσει, τρόμαξε μόλις ανέβηκε το πρώτο σκαλοπάτι τη εισόδου. Είδε πεσμένο στο πάτωμα τον παπά-Φώτη. Έτρεξε όσο γρήγορα μπορούσε και ακούμπησε το αυτί της πάνω στην καρδιά του αναίσθητου ιερέα. Τότε συνειδητοποίησε πως δεν ανέπνεε. Κάλεσε αμέσως ένα ασθενοφόρο και οι γιατροί διαπίστωσαν τον θάνατό του. Κτύπησε πένθιμα η καμπάνα του ναού και όλοι οι κάτοικοι του χωριού πληροφορήθηκαν το θλιβερό γεγονός. Απ’ όλα τα πρόσωπα τα δάκρυα έτρεχαν σαν ποτάμι. Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία του παππούλη. Όλοι οι κάτοικοι πήγαν στο ναό, ασπαστήκαν για τελευταία φορά το χέρι του παππά τους και τον συνόδευσαν στο κοιμητήριο.

Μετά ο θάνατο του ιερέα ήρθε στη θέση του ο παπά Ιωάννης, αλλά δεν ήταν το ίδιο με τον μακαρίτη τον παπά Φώτη που ήταν καλοκάγαθος και τους συμβούλευε με αγάπη. Κι έτσι κυλούσε γρήγορα ο χρόνος στο χωριό. Οι κάτοικοι είχαν αφήσει πίσω τους μια μεγάλη υπόσχεση και ήρθε ο καιρός να το τηρήσουν. Πέρασαν τρία χρόνια και ήρθε η μεγάλη ώρα να τελέσουν το μνημόσυνο του παλιού ιερέα τους. Τότε ξύπνησαν όλες οι αναμνήσεις.

Δυστυχώς, εκείνη την περίοδο κηρύχτηκε πόλεμος ανάμεσα σε Τουρκιά και Ελλάδα. Κι ένα πρωινό, γύρω στις 6, ο κ. Πέτρος έβγαλε από την τσέπη του τα κλειδιά του ναού και άνοιξε τη βαριά πόρτα. Τότε βρέθηκε μπροστά σ’ ένα θαυμαστό γεγονός: Είδε μπροστά του ολοζώντανο τον παπα-Φώτη να στέκετε όρθιος και να κρατάει στο χέρι το κομποσκοίνι να τους σταυρώνει χωρίς να μιλάει. Όλοι οι πιστοί που είδαν αυτή την εικόνα ξαφνιάστηκαν. Γονάτισαν μπροστά του και σιγά σιγά ο καλός τους ιερέας απομακρύνονταν λέγοντάς τους: «σας αγαπάω». Όλοι συγκινήθηκαν με το γεγονός αυτό και θυμήθηκαν εκείνα τα Χριστούγεννα που τον είχανε κοντά τους.

Και αν ποτέ νομίσουμε ότι κάτι δεν πήγε καλά στη ζωή μας ας θυμηθούμε εκείνη την μικρή ενορία που με τις μικρές προσφορές των ανθρώπων της έφεραν πολλές ευλογίες και χαμόγελα στους φτωχούς. Ένα σεβαστός και καλός ιερέας, ο παπα-Φώτης, κατάφερε να διδάξει πολλά στους χωριανούς και πως αν έφυγε από την ζωή αυτή ποτέ δεν τους ξέχασε. Είναι πάντα δίπλα τους και τους σκεπάζει με τις ευχές του.

Και κάπως έτσι ο καλός Θεός βρίσκει τόπο και τρόπο να ξαναγεννηθεί αρκεί να υπάρχει αγάπη μεταξύ των ανθρώπων που ζουν πάντα Χριστούγεννα μέσα στην καρδιά τους.

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ».

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.
Γίνετε μέλος στο κανάλι Magnesianews στο Messenger για όλες τις τελευταίες ειδήσεις.