Δρ. Λευτέρης Κιοσές: «Αναμένουμε… συνέχεια των ανατιμήσεων στο λιανεμπόριο»

Ο Γενικός Διευθυντής του ΙΕΛΚΑ εκτιμά στη ΜΑΓΝΗΣΙΑ, τι μέλλει γενέσθαι με τις αλυσιδωτές αυξήσεις τιμών

Για μια δύσκολη οικονομική κατάσταση στον κλάδο του λιανεμπορίου και των καταναλωτικών αγαθών, λόγω των αυξήσεων, η οποία επιβαρύνεται περισσότερο λόγω του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, έκανε λόγο ο Δρ. Λευτέρης Κιοσές στο Ράδιο ΕΝΑ και στη «ΜΑΓΝΗΣΙΑ». Ο Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου και Καταναλωτικών Αγαθών ( ΙΕΛΚΑ ) εκτιμά ότι οι μεταβολές των τιμών προς τα πάνω είναι κάτι δεδομένο, ειδικά δε, όταν γίνεται λόγος για προϊόντα που σχετίζονται με την Ουκρανία. Μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στην αλυσιδωτή αύξηση πολλών άλλων προϊόντων, ενώ τονίζει ότι η υπάρχουσα κατάσταση αφορά όλο τον διεθνή κόσμο και όχι μόνο τη χώρα μας.

Συνέντευξη στον ΗΛΙΑ ΚΟΥΤΣΕΡΗ

Κ. Κιοσέ, ποια είναι η κατάσταση και ποια η εικόνα που έχει διαμορφωθεί αυτή την περίοδο στον κλάδο του λιανεμπορίου και των καταναλωτικών αγαθών;

Δεν είναι καλή η εικόνα και ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν βοηθάει καθόλου την κατάσταση, η οποία επιβαρύνεται ολοένα και περισσότερο. Μάλιστα, ο πόλεμος «πήγε πίσω» τον εκτιμώμενο χρόνο εξομάλυνσης της γενικότερης εικόνας. Δεν γνωρίζουμε ακόμα το μέγεθος της επίδρασης που θα έχει στην αγορά και τον τρόπο που θα την επηρεάσει. Λογικά, τα προϊόντα που σχετίζονται με την παραγωγή της Ουκρανίας θα επηρεαστούν περισσότερο, όπως είναι τα σιτηρά, τα δημητριακά και τα φυτικά έλαια. Όλες αυτές τις αυξήσεις με την ταυτόχρονη αύξηση του πετρελαίου, θα τις βρούμε μπροστά μας το επόμενο διάστημα. Το νούμερο ένα πρόβλημα στην αγορά άλλωστε, παραμένει το κόστος της ενέργειας και ειδικά στις επιχειρήσεις. Είναι πολύ δυσάρεστο να μεταφέρουμε τέτοιου είδους ειδήσεις, αλλά, δυστυχώς, αυτή είναι η κατάσταση.

Οι επιπτώσεις εκτιμάτε ότι θα είναι αλυσιδωτές, επηρεάζοντας ο ένας τομέας τον άλλον;

Ακριβώς! Η οικονομία είναι μια αλυσίδα και το ένα προϊόν θα συμπαρασύρει το άλλο. Ακόμα κι αν δεν αγοράσουμε σιτηρά από την Ουκρανία, θα αγοράσουμε από κάπου αλλού που θα πουλάει και σε άλλες χώρες, φυσικά με υψηλότερη τιμή. Είναι ο λεγόμενος νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Η αυξημένη τιμή θα μετακυλήσει και σε άλλα προϊόντα, τα οποία σχετίζονται με τα σιτηρά και το πετρέλαιο. Μην ξεχνάμε ότι το πετρέλαιο σε μεγάλο βαθμό επηρεάζει, σχεδόν, τα πάντα.

Κάνατε πρόσφατα μια έρευνα και η οποία έλεγε ότι οι αυξήσεις θα συνεχίσουν στις διεθνείς τιμές πρώτων υλών, που αυτές με τη σειρά τους έμμεσα επηρεάζουν τις τιμές των δικών μας προϊόντων…

Σωστά! Η έρευνα είχε πραγματοποιηθεί τον Ιανουάριο, πριν ξεσπάσει ο πόλεμος μεταξύ Ρωσία και Ουκρανίας. Οι τιμές των πρώτων υλών ήδη είχαν πάρει την ανιούσα από το καλοκαίρι σε σχέση με τα προηγούμενα, σε ένα ποσοστό της τάξης του 15%. Εκτός από τις αυξήσεις αυτές, τώρα εμφανίστηκε, επίσης, το πρόβλημα του πολέμου. Αναμέναμε έτσι κι αλλιώς συνέχεια στην προβληματική κατάσταση των αυξήσεων των τιμών, πόσο δε μάλλον τώρα, καθώς το πρόβλημα θα ενταθεί.

Η δικής μας χώρα, σε σχέση με τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς μέσους όρους τιμών, διατηρεί ικανοποιητική θέση ή είμαστε σε ποιο δεινή θέση;

Σε γενικές γραμμές ακολουθούμε τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους τιμών και δεν έχουμε μεγάλη απόκλιση. Αυτό διαμορφώνεται μήνα με τον μήνα. Κάποιους μήνες θα είναι αυξημένος ο μέσος όρος και κάποιους άλλους μειωμένος. Οι μικρές αποκλίσεις από χώρα σε χώρα δείχνει ότι το πρόβλημα είναι διεθνές και όχι μόνο δικό μας. Επηρεάζει, δυστυχώς, όλο τον δυτικό κόσμο.

Η δαπάνη των νοικοκυριών για τις αγορές, κυρίως στα supermarket, μιας που το λιανεμπόριο έχει άμεση σχέση, παρατηρείτε να έχει μειωθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα;

Δεν έχουμε ακόμα επίσημα στοιχεία, αλλά αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στο λιανεμπόριο έχει μειωθεί και λόγω του κόστους της ενέργειας. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι τα συγκεκριμένα προϊόντα έχουν ανελαστική ζήτηση, δεν περιμένουμε μεγάλη αλλαγή στη συνολική δαπάνη των νοικοκυριών στο λιανεμπόριο. Ενδεχομένως, με τα ίδια χρήματα απλώς να αγοράζουν λιγότερα πράγματα.

Θα ακολουθήσουν νέες έρευνες το επόμενο διάστημα, ύστερα κιόλας από τη νέα συνθήκη του πολέμου;

Ναι, φυσικά! Έχουμε σχεδιάσει διάφορα πράγματα. Το «κακό» είναι ότι μας προλαβαίνουν οι εξελίξεις και επανασχεδιάζουμε τα πλάνα μας. Ήταν γρήγορες οι εξελίξεις όταν βρισκόμασταν εν μέσω πανδημίας, τώρα έχουμε νέες εξελίξεις σε σχέση με τον πόλεμο, οπότε πρέπει να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα, ώστε να δώσουμε στους ενδιαφερόμενους τα σωστά δεδομένα.

Που έφθασαν οι αυξήσεις σε δημητριακά,

έλαια, κρέας, γαλακτοκομικά και ζάχαρη

Αποκαλυπτικά είναι στο μεταξύ, τα στοιχεία της έρευνας (η οποία ολοκληρώθηκε ωστόσο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία) και τα οποία δείχνουν ότι οι αυξήσεις στις τιμές προϊόντων, «τραβούν συνεχώς… την ανηφόρα».

Στο πλαίσιο των μελετών του ΙΕΛΚΑ (Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών) σε σχέση με την εξέλιξη των τιμών στο λιανεμπόριο τροφίμων, το ΙΕΛΚΑ εκπόνησε την έκθεση για τις διεθνείς εξελίξεις σε σχέση με τις τιμές των τροφίμων κατά την περίοδο της πανδημίας COVID-19. Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι οι αυξητικές πιέσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών συνεχίζονται και το 2022, αλλά παράλληλα η Ελλάδα διατηρεί μία ικανοποιητική θέση σε σχέση με τους Ευρωπαϊκούς μέσους όρους στις τελικές τιμές.

Σε σχέση με τις διεθνείς τιμές πρώτων υλών, εξακολουθούν να καταγράφονται αρνητικές εξελίξεις από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO)[1]. Ο δείκτης έφτασε τον Ιανουάριο του 2022 στις 135,7 μονάδες 32% μονάδες αυξημένος σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2020 και κατά 19% σε σχέση με τον Ιανουάριο 2021. Όλοι οι επιμέρους δείκτες παρουσιάζουν αυξήσεις (δημητριακά, έλαια, κρέας, γαλακτοκομικά, ζάχαρη). Συγκεκριμένα, σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, τον Ιανουάριο 2021 οι τιμές του κρέατος είναι αυξημένες κατά 17%, των γαλακτοκομικών κατά 19%, των δημητριακών κατά 12%, των ελαίων κατά 34% και της ζάχαρης κατά 20%. Οι αυξήσεις οφείλονται κυρίως στην αποδοτικότητα της παραγωγής στις μεγάλες παραγωγούς χώρες και στην αύξηση της ζήτησης από τις χώρες της Ασίας. Αρκετές από αυτές τις μεταβολές επηρεάζουν την παραγωγή τροφίμων στην Ελλάδα λόγω των εισαγόμενων πρώτων υλών, αλλά και τις εισαγωγές τελικών τροφίμων και ποτών από τις διεθνείς αγορές.

Όπως καταγράφεται στο σχήμα 2, αυτή είναι και η εικόνα που έχει η πλειοψηφία των καταναλωτών. Όπως αποτυπώνεται στην έρευνα καταναλωτών του ΙΕΛΚΑ που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο 2021, η πλειοψηφία των καταναλωτών σε ποσοστό 53% αποδίδει τις ανατιμήσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών, ακολουθεί η πανδημία COVID-19 με ποσοστό 32%, τα κόστη της βιομηχανικής παραγωγής με 28%, η φορολογία ΦΠΑ με 27% και τα κόστη λιανικής διάθεσης με 22%. Ιδιαίτερα έντονη είναι η μετακίνηση της γνώμης του κοινού από τον Ιούλιο του 2021 ως τον Δεκέμβριο του 2022 για την απόδοση των ανατιμήσεων από την πανδημία στις διεθνείς εξελίξεις. Τον Ιούλιο του 2021, όταν και οι ανατιμήσεις έκαναν την εμφάνιση τους, οι καταναλωτές τις απέδιδαν στην πανδημία σε ποσοστό 49%, ποσοστό που έπεσε στο 32%, ενώ αντίθετα το 36% απέδιδε τις ανατιμήσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών, ποσοστό που αυξήθηκε στο 53%.

[1] Ο δείκτης τιμών τροφίμων FAO, ή FAO Food Price Index (FFPI), μετράει τη μηνιαία μεταβολή στις διεθνείς τιμές ενός καλαθιού πρώτων υλών.

Όπως καταγράφεται στον δείκτη τιμών λιανεμπορίου τροφίμων (grocery price index[1]) στη βάση δεδομένων του numbeo (το numbeo είναι crowd-sourced global database για τιμές καταναλωτή παγκοσμίως, με στοιχεία από το 2009), ο οποίος πρακτικά αποτελεί ένδειξη σε σχέση με το επίπεδο τιμών τροφίμων και ειδών παντοπωλείου ανά χώρα συνολικά σε όλους τους τύπους σημείων πώλησης ανεξαρτήτως μεγέθους, με βάση στοιχεία των τελευταίων 12 μηνών, από τις 175 πόλεις που καταγράφονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι 5 Ελληνικές βρίσκονται στην 107η θέση (Αθήνα), 120η (Θεσσαλονίκη), 109η (Ηράκλειο) και 129η (Πάτρα) και 132η (Λάρισα) έχοντας χαμηλότερη τιμή από τον Ευρωπαϊκό Μέσο Όρο κατά -9%, -16%, -11%, -19% και -21% αντίστοιχα (πίνακας 1).

Παράλληλα όπως καταγράφεται στον πίνακα 2, συνολικά η Ελλάδα στον συγκεκριμένο δείκτη βρίσκεται στην 15η θέση ανάμεσα στις 26 χώρες, χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι τρεις ακριβότερες χώρες είναι το Λουξεμβούργο, η Γαλλία και η Δανία. Οι τρεις φθηνότερες χώρες είναι η Ρουμανία, η Πολωνία και η Βουλγαρία.

Σε σχέση με τα περισσότερα είδη που καταγράφονται για τον προσδιορισμό του συγκεκριμένου δείκτη (πίνακας 1), οι ελληνικές πόλεις διατηρούν ανταγωνιστική θέση, κυρίως στα οπωροκηπευτικά, το ψωμί και το κρέας. Συγκριτικά υψηλές θέσεις καταγράφονται κυρίως στα γαλακτοκομικά, στο εμφιαλωμένο νερό και στα αλκοολούχα ποτά.

[1] Ο δείκτης περιλαμβάνει τα προϊόντα: 1 λίτρο γάλα, 1 Ψωμί άσπρο (500g), 1 κιλό ρύζι, 12 αυγά, 1 κιλό τοπικό τυρί, 1 κιλό φιλέτο κοτόπουλο, 1 κιλό μοσχάρι, 1 κιλό μήλα, 1 κιλό μπανάνες, 1 κιλό πορτοκάλια, 1 κιλό πατάτες, 1 κιλό κρεμμύδια, 1 μαρούλι, 1,5 λίτρο νερό, 1 μέτριο μπουκάλι κρασί, 1 τοπική μπύρα (500 ml), 1 εισαγόμενη μπύρα (0,33 ml)

 

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.