Κατίνα Τέντα Λατίφη: «Κυνηγηθήκαμε… όμως ο Αλμυρός αποτελεί την πατρίδα μου, δεν την παραχωρώ σε κανέναν»

H εμβληματική αγωνίστρια της Αντίστασης μιλά στη ΜΑΓΝΗΣΙΑ, για την πανδημία και ανασύρει τις δικές της μνήμες

Μια γυναίκα που αγωνίστηκε για ελευθερία και δικαιοσύνη, η Αλμυριώτισσα της Αντίστασης Κατίνα Τέντα Λατίφη, μίλησε στο «Ράδιο ΕΝΑ 102,5» και τη ΜΑΓΝΗΣΙΑ και στον Ηλία Κουτσερή για την πανδημία του κορωνοϊού και την ελπίδα που ήρθε, που δεν είναι άλλη από το εμβόλιο, ενώ ανασύροντας από το παρελθόν τις μνήμες της, φέρνει μπροστά στα μάτια όλων, ένα παρελθόν, που ακόμη είναι «ζωντανό», με τις φωνές των συναγωνιστών της, να της λένε «Κατίνα, γράφε αυτά που δεν μπορούμε εμείς, γιατί είμαστε βαθιά στο χώμα»…

Πόσο προβληματισμένη είστε για την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα;

Ζω στην Αθήνα, μία περιοχή που πραγματικά «χτυπιέται» από την αρρώστια, κλεισμένη μέσα, λόγω ηλικίας, όπως και όλος ο κόσμος. Είμαστε πολύ προβληματισμένοι, αλλά επειδή τυχαίνει να έχω γνωρίσει στη ζωή μου ανθρώπους, ιδιαίτερα υπεύθυνους στον τομέα αυτό, όπως ο Αντουάν Ντανσέν, που είναι ακαδημαϊκός της γενετικής και τώρα εργάζεται πάνω στο θέμα στο Παρίσι και επικοινωνώ, υπάρχει το φως στο τούνελ, που είναι ισχυρό, με το εμβόλιο. Όλοι λέγαμε για ένα εμβόλιο και να που… ήρθε. Μπορεί να αμφισβητείται, να υπάρχουν όλα αυτά, που πάντα υπάρχουν σε όλες τις παρόμοιες καταστάσεις, το θέμα είναι ένα, ότι το εμβόλιο είναι εδώ και αρχίζει και γίνεται. Αυτή είναι η ελπίδα, γιατί κατ’ εμε το κυρίαρχο θέμα είναι η υγεία του λαού. Ας μην ξεχνάμε πως από παλαιότερες επιδημίες έχουν εξαφανιστεί έθνη, λαοί ολόκληροι. Συνεπώς δεν είναι ένα θέμα που μπορείς να το περάσεις ελαφρά.

Πριν ένα περίπου χρόνο, από τον Βόλο, δηλώνατε προβληματισμένη και για τις επιπτώσεις στην οικονομία της δεκαετούς κρίσης και της κρίσης αξιών στην κοινωνία. Συνεχίζει να υπάρχει αυτός ο προβληματισμός σας;

Δεν θέλησα να θίξω αυτό που λένε … «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα». Ακριβώς έτσι βρισκόμαστε, ανάμεσα στο κυρίαρχο που είναι να υπάρξει ζωή και σ’ αυτό που αντιμετωπίζει ο κόσμος, να τροφοδοτηθεί η ζωή. Είμαστε όλοι, όχι ισομερώς θύματα αυτής της οικονομικής κατάστασης. Υποφέρουμε από τα μνημόνια, δημιουργήθηκαν ένα σωρό ανατροπές στους ψυχολογικούς, πολιτιστικούς, κοινωνικούς τομείς και τώρα όταν βγαίνει μία τέτοια «πανούκλα» και… μεταφέρεται εκεί το βάρος. Εγώ έχω μία εξήγηση από τον ακαδημαϊκό τον Ντανσέν που μου είπε ότι η λέξη πανδημία είναι ελληνικής καταγωγής κα σημαίνει παν- δήμος. Άρα δεν είναι μόνο η εξουσία και οι επιστήμονες που παίζουν ρόλο είναι και ο δήμος (δηλαδή λαός). Έχει την ευθύνη και όλος ο δήμος. Αυτή η φράση μου έχει μείνει κι εκεί τόσο οι επιστήμονες όσο κι εγώ είδαμε σημάδια μη πειθαρχίας. Αυτή είναι η πραγματικότητα.

Ποιες είναι οι αναμνήσεις και οι σχέσεις σας με τον Αλμυρό και τη Μαγνησία;

Ο Αλμυρός είναι η πατρίδα μου. Το τελευταίο μου βιβλίο «Είναι μακρύς ο δρόμος» έχει τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο είναι η παραμονή μου στη Μόσχα, σχεδόν όλο ντοκουμέντα, το δεύτερο αφορά στην Ρουμανία όπου έζησα ως πολιτικός πρόσφυγας και παντρεύτηκα κι έκανα παιδί και σπούδασα. Είμαι από τους ζωντανούς μάρτυρες εξέλιξης, ανέλιξης και κατάρρευσης. Έπειτα έρχεται η Γαλλία και στο τέλος ο επαναπατρισμός στην πατρίδα μου. Ο Αλμυρός αποτελεί πατρίδα μου. Αυτή δεν την παραχωρώ σε κανέναν. Είναι αλήθεια ότι κυνηγηθηκαμε, ότι φορέσαμε μαύρα συνέχεια στη ζωή μας άδικα, μόνο από ένα φθόνο και μίσος για την Αντίσταση από αυτούς που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς. Από κει και πέρα, εκεί είναι οι τάφοι των γονιών μου, των φίλων, των συμμαθητών, των προγόνων μου. Αυτούς δεν τους παραχωρείς σε κανέναν. Σου ανήκουν. Εκεί έχω και την τέφρα του άντρα μου. Έχει αλλάξει η σύνθεση του Αλμυρού. Ο Αλμυρός στα εφηβικά μου χρόνια είχε ένα πλούτο κοινωνικό, πολιτιστικό, έβγαζε εφημερίδες, είχε θέατρα από την ΕΠΟΝ, είχε πολύ σημαντικά μυαλά. Αυτοί δεν φύγανε. Τους… φύγανε. Τους σκότωσαν, τους έστειλαν εξορία κι αν επέζησε κανένας δεν ξαναεπέστρεψε σ’ αυτόν τον τόπο. Μπορείς να μισήσεις τον τόπο; Όχι. Τα βάζεις με αυτούς που κι αυτοί ανήκουν στην πατρίδα σου, αλλά είναι αυτοί που σε τρώνε, που σε παιδεύουν. Ο Αλμυρός για μένα είναι η ρίζα μου, οι πρόγονοί μου, τα βουνά, τα δέντρα, οι αναμνήσεις μου, τον αγαπώ σαν κομμάτι του εαυτού μου. Δεν τον ξεχνώ. Τον αγαπώ σαν κομμάτι του εαυτού μου.

Αν κοιτάξετε πίσω, στα προηγούμενα χρόνια, τι είναι αυτό που σας μένει κυρίως σαν συναίσθημα; Υπάρχει κάποιο περιστατικό ορόσημο που σας έχει σημαδέψει;

Το ορόσημο είναι η σύλληψή μου στο Δάσος Κουρί, όταν ήμουν πολύ μικρή, μέσα σε ένα τρομακτικό, φασιστικό περίγυρο, που έχει σχέση με τον πόνο και την αγωνία των γονιών μου. Εμείς υποφέραμε, αλλά εκείνο που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε και είναι πληγή εσωτερική μας, ανεξάρτητα αν δεν την εκφράζουμε, γιατί προχωράμε, είναι ο πόνος μας, για τα βάσανα των γονιών μας. Όταν εμένα με παίρνουν και με δένουν σε ένα δέντρο στο Κουρί, που ακόμη όσες φορές το διασχίζω μόνη μου, όταν νύχτωνε ανατρίχιαζα. Οι «κασέτες» που καταγράφονται στο υποσυνείδητο ήταν πολύ τρομακτικές και σου βγαίνουν κάποια στιγμή. Το ορόσημο είναι το Κουρί. Αυτό μου έχει μείνει. Μου έχει μείνει με την αγωνία των γονιών μου, με το πως γλίτωσα, πως με πήραν, το φεγγάρι, οι λακκούβες, αυτό που έλεγα σκοτώστε με εδώ.
Ως προς το συναίσθημα, υπάρχει η ζωντάνια της καινούργιας γενιάς, των καινούργιων ενδιαφερόντων. Τώρα ήρθαν άλλες γενιές, καλύτερες, αλλά δεν ξέρω εάν οι σημερινές γενιές ανταποκρίθηκαν στην εποχή τους. Είχαμε θέματα μεγάλα, οικολογικά, πολιτιστικά, ηθικά. Δεν ξέρω κι εκεί έχω ένα ερωτηματικό και με πικραίνει, γιατί εγώ ανήκω σε μια γενιά που πάλευε, για το παραμικρό. Τα συναισθήματα που κυριαρχούν τώρα είναι να δω τα πρόσωπα που αγαπώ και να πάω να προσκυνήσω.

“Στον Αλμυρό έχω και την τέφρα του άντρα μου… Ο Αλμυρός στα εφηβικά μου χρόνια είχε ένα πλούτο κοινωνικό, πολιτιστικό, έβγαζε εφημερίδες, είχε θέατρα από την ΕΠΟΝ, είχε πολύ σημαντικά μυαλά. Αυτοί δεν φύγανε , τους… φύγανε»

Τι θελήσατε να κάνετε με τη συγγραφή των βιβλίων σας; Να αφήσετε ανάμνηση για τις επόμενες γενιές; να κάνετε μια καταγραφή;

Έχω μια εσωτερική ώθηση χρέους απέναντι σ αυτούς που τους ακούω να μου λένε «βρε Κατίνα, αφού μπορείς, γράφε αυτά που δεν μπορούμε εμείς, γιατί είμαστε βαθιά στο χώμα». Είναι μια βαθιά, υπόκωφη εντολή. Δεν μπορώ να μην το κάνω. Και τώρα που μένω μέσα, αντί να διασκεδάσω με ένα πλέξιμο, που θα ταίριαζε και με την ηλικία μου, αρπάζω το μολύβι και γράφω. Και τώρα γράφω τις αγάπες του πολέμου. Δεν μπορώ να μην το κάνω. Αν μου βάλετε διάφορα στο τραπέζι για να περάσω τον αποκλεισμό μου, που δεν μπορώ να τον συγκρίνω με την φυλακή, γιατί εκεί είχαμε κι άλλους κι εδώ είναι ο καθένας μόνος του, εγώ θα αρπάξω το μολύβι. Δεν με ενδιαφέρει η υστεροφημία μου, ούτε τίποτα άλλο. Είναι χρέος μου, είμαι χρεώστης. Είναι χιλιάδες αυτοί που χάθηκαν και είχαν μια λαμπρότατη ιστορία. Δυστυχώς δεν μπορούμε να την αποδώσουμε όλη.

«Ακόμη και πρόσφατα, όσες φορές διέσχιζα μόνη μου το Κουρί, όταν νύχτωνε ανατρίχιαζα… Σε ένα δέντρο με πήραν και με έδεσαν…»

Άρα συνεχίζετε και το γράψιμο;

Ευχαριστώ τον Θεό, το σύμπαν που μπορώ και γράφω και δεν με έχει εγκαταλείψει η μνήμη, δεν με έχουν εγκαταλείψει τα αντανακλαστικά μου. Ξέρω ότι είναι μια πορεία και κάποτε θα τελειώσει. Συνεχίζω όμως… «Τα Απόπαιδα» έχουν κυκλοφορήσει σε γαλλική έκδοση και μεταφράστηκαν από Γερμανό εκδότη και στα γερμανικά και ω του θαύματος έχει μεγάλη κίνηση εκεί! «Τα Απόπαιδα» σταματούν το 1954 και είναι δια μέσου η βιογραφία μου, γιατί δεν είναι όλη και μετά είναι το «Μακρύς ο δρόμος για την Ιθάκη». Το κορυφαίο βιβλίο μου, που αποτέλεσε έργο ζωής, έντεκα χρόνια γραφής, μελέτης κι έρευνας είναι η βιογραφία του Καθηγητή Κόκκαλη, που για μένα είναι μεταφορικά ένα Ευαγγέλιο για κάθε οικογένεια. Προσωπικότητες στο ύψος, στο πλάτος, στο βάθος του Κόκκαλη δύσκολα θα ξαναβρούμε. Αυτό είναι το μεγαλύτερο έργο που με απασχόλησε πολύ. Ο Κόκκαλης έζησε όσα κι εμείς.

«Υποφέρουμε απ΄τα μνημόνια, δημιουργήθηκαν ανατροπές στους ψυχολογικούς, πολιτιστικούς, κοινωνικούς τομείς και τώρα όταν βγαίνει μία τέτοια “πανούκλα”…»

Η Κατίνα Λατίφη όταν ήταν 17 χρόνων

Η Κατίνα Τέντα-Λατίφη

Η Κατίνα Τέντα-Λατίφη κατάγεται από τον Αλμυρό Μαγνησίας. Μαθήτρια ακόμη στην Κατοχή, πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και, στη συνέχεια, κυνηγήθηκε από παρακρατικές ομάδες, φυλακίστηκε κι εξορίστηκε στην Ικαρία. Κινδυνεύοντας να παραδοθεί πίσω στον τόπο της στα χέρια των ταγματασφαλιτών, δραπέτευσε και κατέφυγε στο βουνό, όπου εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό και αγωνίστηκε στις μάχες του Γράμμου και του Βίτσι. Με την ήττα του ΔΣ, πέρασε στις Ανατολικές Χώρες, όπου έζησε την επόμενη δεκαπενταετία, με εξαίρεση τη διετία 1952-54, όταν, ως μέλος της ομάδας του Ν. Μπελογιάννη, κατέβηκε και έδρασε παράνομα στην Αθήνα. Στη Μόσχα, το Βουκουρέστι και το Παρίσι σπούδασε κοινωνικές και οικονομικές επιστήμες, με ειδίκευση στο διεθνές εμπόριο. Με τον οικονομολόγο Κώστα Λατίφη, παντρεύτηκε και απέκτησε μία κόρη. Τον Αύγουστο του 1974, μετά την πτώση της χούντας, επέστρεψε στην Ελλάδα, επανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια που της είχαν στερήσει και εργάστηκε ως διευθύντρια εξαγωγών σε εταιρείες πετρελαιοειδών κ.ά., καθώς και σε αμπελο-οινικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις, έως τη συνταξιοδότησή της. Έργα της είναι: Τα απόπαιδα (1999• 2019• γαλλική έκδοση: Les enfants répudiés de Grèce, 2014), Πέτρος Σ. Κόκκαλης: Βιωματική βιογραφία, 1896-1962 (2011), Μακρύς ο δρόμος για την Ιθάκη (2019).

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.