Εκείνα τα καλοκαίρια στον Βόλο

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ
Του Γιώργου Καρεκλίδη

Μπορείτε να φανταστείτε τον Βόλο, πριν από έναν και πλέον αιώνα περίπου και συγκεκριμένα το 1909; «Τυλιγμένος» στον ρομαντισμό και τον πουριτανισμό της εποχής, σκεφτείτε ότι … ζούμε με τους δεκαπέντε και πλέον χιλιάδες κατοίκους του τα πρώτα χρόνια της βιομηχανικής του ανάπτυξης, τη δυναμική των εργατών που είχαν ιδρύσει το πρώτο Εργατικό Κέντρο στην Ελλάδα και βέβαια την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Παρθεναγωγείου του Αλέξανδρου Δελμούζου.

Την οδό Δημητριάδος διέσχιζε το τραινάκι του Πηλίου, που λειτουργούσε ως τροχιόδρομος και έκανε το δρομολόγιο «Σταθμός- Άναυρος» και οι δρόμοι της πόλης δεν είχαν δεχθεί ακόμη το βαρύ φορτίο των αυτοκινήτων, παρά μόνον τις ρόδες των μόνιππων και των κάρων και τα πέταλα των αλόγων, που σήκωναν σύννεφα σκόνης, λόγω των μη ασφαλτοστρωμένων δρόμων στο πέρασμά τους.

  • Οι κυρίες και οι δεσποινίδες, στις σπάνιες εξόδους τους από το σπίτι, ήταν επιδεικτικά… χαμηλοβλεπούσες. Η κάθε κρυφή ματιά σε οποιονδήποτε όμορφο δανδή της εποχής, ξεσήκωνε θύελλα από ψιθύρους, που αστραπιαία έκαναν το γύρο της πόλης. Η κόρη, έπρεπε να είναι άσπιλη και αμόλυντη, από οποιαδήποτε έστω και κρυφή της επιθυμία, έπρεπε να μείνει…κόρη. Και γι’ αυτό το σκοπό μοχθούσε ολόκληρη η οικογένεια.
  • Τότε ήταν η εποχή της καντάδας και της οπερέτας και το σουξέ της εποχής ήταν το «Η ανθισμένη αυγδαλιά…». Ήταν η εποχή του κεραυνοβόλου έρωτα που σαΐτευε τις καρδιές όσων έκαναν τον περίπατό τους στην παραλία ή τα καλοκαίρια έπαιρναν το μπάνιο τους στα λουτρά του Αναύρου.
  • Τα σκάνδαλα ή η «ατίμωση» μιας κοπέλας «κουκουλώνονταν» με χρήμα ή στεφάνι. Τότε ακριβώς ήταν που άνθισαν οι αρωματισμένες επιστολές, οι απαγωγές του στυλ «σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός…», αλλά και οι επαγγελματίες εραστές. Ναι, καλά το διαβάσατε. Επαγγελματίες εραστές!
  • Στον Βόλο την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, υπήρχε «Σύλλογος Εραστών» που τα μέλη του προσπαθούσαν να καλοπαντρευτούν αλλά και να … εκβιάζουν, ζητώντας χρήματα από τους πατεράδες προκειμένου να μην «βγάλουν στη φόρα» τις «πομπές» της Ιουλιέτας τους.
  • Όταν βέβαια αναφερόμαστε σε «πομπές» μην πάει ο νους σας στις σημερινές ολοκληρωμένες σχέσεις μεταξύ των νέων. Μιλάμε για ένα απλό κοίταγμα, ένα νεύμα, ένα ραβασάκι, μια στιγμιαία κουβεντούλα, κάποιους ψιθύρους και κάποια μάγουλα αναψοκοκκινισμένα από την ενοχή.

Άλλα ήθη τότε και τα μετέπειτα χρόνια έως τις μέρες μας, 2024 σήμερα, αρχές καλοκαιριού…

Ανατρέχοντας στις εφημερίδες στο τέλος του 19ου αιώνα, μετά την απελευθέρωση του Βόλου το 1881 και στις αρχές του 20ου αιώνα έως την δύση του, εντόπισα πολλά περίεργα σχετικά με την αγάπη, τους μεγάλους έρωτες, τα αρραβωνιάσματα, τις απιστίες, τους εκβιασμούς, τα εγκλήματα πάθους.

 

Η θεία Φωφώ, στα βαθιά της γεράματα, έφυγε από την ζωή το 1980. Βολιώτισσα, ήρθε με την οικογένειά της, τον πατέρα, την μητέρα και τον αδελφό της από την από την Πελοπόννησο το 1897. Ήταν τότε 15 ετών.

Είχε έρθει τον Αύγουστο του 1979 για τον γάμο μου, στην Ευαγγελίστρια. Δεν ξέρω, αλλά εκείνη την ημέρα με πήραν τα κλάματα. Ήξερε πόσο αγαπούσα τα παλιά περιοδικά, τις εφημερίδες και ό,τι είχε σχέση με παλιές ιστορίες και μου είπε στο αυτί : «Έλα, θα σε περιμένω στο σπίτι μου, έχω κάτι να σου δώσω, το οποίο, ξέρω ότι θα σου αρέσει». Εκείνη την συζήτησή μας την θυμήθηκα, με το άκουσμα του θανάτου της, μετά από ένα χρόνο, όταν πήγαμε στο σπίτι της για τον τελευταίο αποχαιρετισμό.

Στην παλιά βιβλιοθήκη της και σε εμφανή σημείο, ήταν ένα δεματάκι που πάνω είχε γράψει το όνομά μου. «Για τον Γιώργο Καρεκλίδη».

Ήταν ένα δέμα, που η θεία Φωφώ το είχε τυλιγμένο σε ένα χαρτί του οίκου υφασμάτων Κουτσίνα και γύρω του, είχε δεμένη μια πορφυρή κλωστή.

Δεν κρατιόμουν μετά την κηδεία στο νεκροταφείο της Νέας Ιωνίας , τον καφέ της παρηγοριάς που ήπιαμε , καθώς και το κονιάκ για να την θυμόμαστε. Έφυγα γρήγορα για το σπίτι. Άνοιξα το δέμα με προσοχή, σαν να ήταν κάτι πολύτιμο!

Και πράγματι, είχα στα χέρια μου έναν πραγματικό θησαυρό. Είχε δύο φύλλα της εφημερίδας «ΠΡΩΙΑ». Το ένα είχε ημερομηνία 9 Δεκεμβρίου 1909, καθημερινή εφημερίδα του Βόλου και η άλλη 13 Δεκεμβρίου 1909. Τις ξεφύλλισα και τις ρούφηξα στην κυριολεξία. Ήταν σαν μια «βόλτα» στον Βόλο, στις αρχές του 20ου αιώνα. Εικόνες γραμμένες και περιστατικά της εποχής μου φάνηκαν πολύ παράξενα. Πραγματικά, δεν ήξερα γιατί τις άφησε η θεία Φωφώ ειδικά αυτές τις εφημερίδες και ειδικά σε εμένα. Πέρασαν αρκετά χρόνια μετά το 1980, για να καταλάβω και να τις συνδέσω με τα γεγονότα και τι σχέση μπορεί να είχε η θεία μου.

Ανάμεσα στις εφημερίδες, υπήρχε και μια επιστολή και τα ονόματα που αναγράφονταν ίσως με οδήγησαν στο παρελθόν της και της οικογένειάς της, αλλά πάλι δεν κατάλαβα, παρά μόνον ότι η θεία Φωφώ την στέλνει σε κάποια νεαρή…

Στην μια εφημερίδα, αναφέρονταν στον βιασμό μιας 20χρονης, της Αναστασίας από τον Βόλο, που δεν μου έλεγε κάτι. Τι σχέση μπορεί να είχε η Αναστασία με την Φωφώ;

Η δεύτερη εφημερίδα, πρώτα αναφέρονταν σε έναν Σύλλογο Εραστών που συστάθηκε στον Βόλο και επεκτάθηκε και σ’ άλλες πόλεις της Θεσσαλίας. Τι σχέση μπορεί να είχε η θεία με τον Σύλλογο Εραστών;

Ύστερα, διάβασα μια δική της ερωτική επιστολή της θείας Φωφώς, γραμμένη το 1917 σε κάποιον Γιάννη. Μου έκανε εντύπωση το πάθος του έρωτά της, τα λόγια της και με πόσο παράπονο του έλεγε ότι η μαμά της, δεν σκέφτεται τον γάμο της.

Τότε, είπα, ότι μάλλον κάτι ήθελε να μου πει η θεία Φωφώ, που ίσως να συνδέεται με τα άλλα γεγονότα που διάβασα στην «ΠΡΩΙΑ» του 1909. Ήδη, με την ερωτική επιστολή της είχε μια χρονική διαφορά οκτώ χρόνων.

Οι δυο ημερομηνίες καρφώθηκαν στο μυαλό μου. 1909 και 1917. Τι συνέβη; Τι ήθελε να μου πει η θεία; Χρειάστηκε να διαβάσω πολλές φορές τις εφημερίδες και την επιστολή που μου εμπιστεύτηκε, αλλά συμπέρασμα κανένα.

 

Η…ατιμασμένη Αναστασία

Της αφαίρεσαν ό,τι το πολυτιμότερον…

Η είδηση που δημοσιεύτηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1909 στην εφημερίδα «Πρωϊα του Βόλου», μας δίνει μια ιδέα για τα ήθη της εποχής: Σήμερον την πρωϊαν, κόρη εικοσαέτις περίπου, εθεάθη τρέχουσα δρομέως εκ της οδού Ορμηνίου (σημερινή Κ. Καρτάλη), εις την παραλίαν. Αμαξηλάται ειδόντες αυτήν την εσταμάτησαν και την ηρώτησαν που έτρεχε. Εκείνη εξερράγη εις λυγμούς και τους είπεν ότι «πηγαίνει να πνιγή, διότι της αφήρεσαν ότι πολυτιμώτερον έχει μια κόρη». Οδηγήθηκεν εις την Αστυνομίαν, είναι εικοσαέτις και ονομάζεται Αναστασία Τσι… καταγόμενη εκ Τρικάλοις. Ανακριθείσα κατέθεσαν ότι προτινών μηνών ο υιός συμπολίτου μας τιινός, εν τη οικία του οποίου υπηρετεί, της αφήρεσεν την τιμήν της και έκτοτε τα αφεντικά της δεν της επιτρέπουν να εξέλθη της οικίας της δια να καταγγείλη την πράξιν. Χθες την εσπέραν- πάντοτε κατά τας καταθέσεις της παθούσης- ο νέος της επετέθη και πάλιν με κακοήθεις σκοπούς. Δυο χωροφύλακες μεταβάντες στην οικία του νεαρού τον συνέλαβαν. Οι κληθέντες ιατροί επιστοποίησαν ότι η παθούσα έπαυσε να είναι κόρη προ τριών μηνών.

Το σκάνδαλο γνωσθέν επροξένησεν κατάπληξιν και αποτελεί το ζήτημα της ημέρας δια την πόλιν μας».

Ύστερα από λίγες ημέρες η ίδια εφημερίδα άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες το σκάνδαλο της εποχής «Σύλλογος Εραστών εν Βόλω και Τρικάλοις» έλεγε ο τίτλος «Σκάνδαλα στον Βόλο και στα Τρίκαλα. Εκβιασμοί, απαγωγές» ο υπότιτλος. Τις αποκαλύψεις έκανε ένα μέλος του Συλλόγου που είχε φύγει για την Αίγυπτο.

Ο ΠΕΡΙΕΡΓΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Τα «θεμέλια» του συλλόγου, μπήκαν σε ένα παντοπωλείο- ταβέρνα κοντά στην πλατεία Ελευθερίας. Μαζεύτηκε μια παρέα από νεαρούς Βολιώτες και τα μέλη της άρχισαν να «κοκορεύονται» για τις επιτυχίες τους στον γυναικόκοσμο. Μάλιστα, για επιβεβαίωση των όσων έλεγαν, έβγαζαν από τις τσέπες τους τα ραβασάκια που τους έστελναν οι Δουλτσινέες τους.

Εκεί ρίχτηκε η ιδέα από τον Ανδρέα Π.

  • Δεν κάνουμε έναν σύλλογο;
  • Σύλλογο Εραστών
  • «Μπράβο, μπράβο», ενθουσιάστηκαν όλοι με την πρόταση.

Η πρωτοποριακή εκείνη κουβέντα, έμεινε για λίγο μόνο καιρό, κουβέντα. Η παρέα στο μεταξύ συνέχιζε κανονικά τα ραντεβουδάκια, τις επιστολές και τις καντάδες της.

Ο Νίκος, ο Γιάννης,  το χιλιάρικο για επτά επιστολές και ιδρυτής ο Ανδρέας

Η παρέα διάβαζε και γελούσε. Στο μυαλό του Νίκου Βαρούλη γυρόφερναν όμως μεγάλες ιδέες που δεν τις εκμυστηρεύτηκε σε όλους. Πήρε παράμερα τον φίλο του τον Γιάννη και άρχισε να του μιλάει για τις δυσκολίες της ζωής και «πως θα έπιαναν την καλή» και θα έκαναν ζωή χαρισάμενη.

Η ιδέα ήταν να αρχίσουν να εκβιάζουν με τις επιστολές των κοριτσιών που είχαν στα χέρια τους, τις οικογένειές τους.

Το πρώτο θύμα του Νίκου Βαρούλη ήταν το κορίτσι του η Νίτσα, που ο πατέρας της σκόπευε να την παντρέψει με έναν πλούσιο. Έστειλε μια γριά στη μητέρα της και της αράδιασε τα καθέκαστα για την κόρη της. Ζήτησε και πήρε 1000 δραχμές! (ποσό μαμούθ) για επτά επιστολές. Το σπουδαίο νέο, έγινε γνωστό στην παρέα και το υιοθέτησαν όλοι κοιτάζοντας με θαυμασμό των «δάσκαλο» Βαρούλη. Τότε ξύπνησε και πάλι η ιδέα του Συλλόγου και την άλλη μέρα στο ζυθοπωλείο του Σπάλα διαβάστηκε το καταστατικό που αποτελούνταν από 14 άρθρα.

Αρθρο 1ο

Συνίσταται εν Βόλω σύλλογος υπό την επωνυμίαν «Σύλλογος Εραστών εν Βόλω και Τρικάλοις». Ιδρυταί του συλλόγου είναι οι κάτωθι (ακολουθούν τα ονόματα).

Άρθρο 2ο

Δια να γίνει τις μέλος του συλλόγου πρέπει να προταθεί τουλάχιστον από πέντε εκ των ιδρυτών.

Άρθρο 3ο

Σκοπός του συλλόγου είναι η καλοπέραση και το δια παντός μέσου κυνηγητό όλων των κοριτσιών και μάλιστα των ευπόρων προς δημιουργία έρωτος, άνευ του οποίου δεν δύναται να υπάρξει ο κόσμος καθως λέγει και ο Ουγκώ.

Άρθρο 4ο

Τα μέλη του συλλόγου συνεδριάζουσι υποχρεωτικώς άπαξ της εβδομάδος και καθιστώσι γνωστάς τας σχέσεις τους με τας ερωμένας τους. Εξεβρίσκουσι δε τα μέσα της αλληλοβοηθείας των.

 

Άρθρο 5ο

Η αποκατάστασις των μελών ως συζύγων ευπόρων κοριτσιών πρέπει να είναι το κύριον μέλημα των μελών.

 

Άρθρο 6ο

Προκειμένου να τελεστεί μία απαγωγή (*), άπαντα τα μέλη είναι υποχρεωμένα να συντελέσωσι δια παντός μέσου και δια πάσας θυσίας εις αυτήν.

 

Άρθρο 7ο

Ο σύλλογος δύναται να διατηρεί πρακτορεία και σε άλλας πόλεις. Εις τα πρακτορεία ταύτα εγράφονται μέλη μόνον κατόπιν εγκρίσεως του κεντρικού συμβουλίου.

 

Άρθρο 8ο

Τα μέλη είναι υποχρεωμένα να τηρήσουν απόλυτον σιωπήν όχι μόνο δια την ύπαρξιν του συλλόγου αλλά δι΄όλας τας ενεργείας των αι οποίαι γίνονται προς επιτυχίαν του σκοπού των.

 

Άρθρον 9ο

Τα μέλη του συλλόγου καταβάλωσιν ως εισφοράν δραχμάς 2 κατά μήναν. Τα συλλεγέντα ποσά διατίθενται εις διασκέδασιν απάντων των μελών.

Στα υπόλοιπα άρθρα αναφέρονται τα καθήκοντα του ταμία, των υπολοίπων μελών της διοίκησης, τον αριθμό των μελών που δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει τα είκοσι, τους δωρητές του σωματείου και την γιορτή του που θα ήταν η Πρωτομαγιά.

Οι «δουλειές» πήγαιναν μια χαρά. Τα ολιγάριθμα μέλη του Συλλόγου άρχισαν τους εκβιασμούς.

Ερωτευμένοι νεαροί με κοπέλες έκαναν σχέσεις με άλλες μόνο και μόνο για να παίρνουν χρήματα. Έκαναν και δυο – τρεις απαγωγές. Όχι για να ζητήσουν λύτρα, αλλά για να σβήσουν την … κάψα της καρδιάς τους. Αυτές οι απαγωγές και άλλες που έγιναν στα Τρίκαλα από το εκεί «παράρτημα» ήταν η αιτία να αποκαλυφθεί η ύπαρξη και ο ρόλος του Συλλόγου.

Πολλοί από τους νεαρούς έφυγαν για το εξωτερικό πριν τους πιάσει η τσιμπίδα του νόμου. Αυτοί ήταν οι άτυχοι, δεδομένου ότι αρκετοί άλλοι πριν, είχαν βολευτεί και έγιναν νοικοκυραίοι με τους καλούς γάμους που έκαναν.

Η Φωφώ στον Γιάννη της

Για να επιστρέψουμε στην Φωφώ, η οποία μου εμπιστεύτηκε πέραν των εφημερίδων και μια επιστολή που την έγραψε σε κάποιον Γιάννη. Δεν ξέρω ακόμη αν τόλμησε ποτέ να του την στείλει. Εκείνο που ξέρω είναι ότι στην κίνησή μου να φέρω το χαρτί στην μύτη μου, αισθάνθηκα την μυρωδιά της, ήταν ένα άρωμα σαν το γιασεμί, άγνωστο αν το μύρισε ποτέ ο Γιάννης ή άλλος άντρας.

Η επιστολή

Γιάννη μου, δεν μπορείς να φανταστείς με τι λαχτάρα περίμενα να σε ιδώ σήμερα. Έκανα τα αδύνατα- δυνατά, να πείσω τη μαμά μου να με αφήσει να πάω στα μπάνια με την Λενίτσα. Γιατί τάχα; Μήπως εκατάλαβε τίποτε δια τις σχέσεις μας;

Συ είσαι η αιτία που υποφέρω τόσο. Άλλα πάλιν τι λέω; Μήπως δεν έχει δικαίωμα κανείς ν’ αγαπάει; Όλα εις τον κόσμον ζώσιν δια του έρωτος. Εάν ουδείς υπήρχεν απαγών εις τον κόσμος- γράφει ο Ουγκώ-θα εσβήνετο ο ήλιος. Και εγώ, αν δε ζήση η αγάπη, αισθάνομαι ότι είναι αδύνατον να διατηρηθώ εις την ζωήν. Συ είσαι ο ήλιος της ψυχής μου. Αχ! Να ήξευρα τουλάχιστον ότι με αγαπάς κι εσύ…Πολύ διστάζω να το παραδεχτώ. Σεις οι άνδρες είστε άπιστοι…Αχ! Πότε πλέον θα ενωθούμε; Αισθάνομαι ότι δεν θα δυνηθώ να ανθέξω επί πολύν καιρόν. Και όταν σκέπτομαι ότι η μητέρα δεν σκέπτεται ακόμη διά την αποκατάστασίν μου, μου έρχεται να τρελλαθώ. Φαντάσου, μετά από επτά έτη, είπε, θα φροντίση δια την αποκατάστασίν μου.

Ναι, καυμένε Γιαννάκη…

Το είπε επίσημα. Και είμαι τώρα 16 ετών. Αλήθεια, παρ’ ολίγον να λησμονήσω να σε ειδοποιήσω ότι αύριον εις τα 10 θα πάμε πάλιν στα μπάνια. Σε περιμένω να έλθεις. Θα κατέβωμε στις 10 ακριβώς. Περίμενε στο τηλεγραφείο και ανέβα στο ίδιο βαγόνι.

Η Φωφώ σου».

Όλα λύθηκαν στο μυαλό μου με μια καθυστερημένη επιστολή.

Το δεματάκι που μου άφησε η συγχωρεμένη Φωφώ από το 1980, με κράτησε σε αγωνία αρκετά χρόνια μετά, έως ότου μια επιστολή που μου ήρθε από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου μου έδωσε τα φώτα της για τα όσα μου άφησε η Φωφώ.

Το όνομα του αποστολέα, Γιάννης Βολιώτης.

Εν τη Αλεξανδρεία, την 1η Αυγούστου 1972.

Αγαπητή Φωφώ,

Έστω και μετά από τόσα χρόνια, σου γράφω αυτή την επιστολή στο τέλος της ζωή μου, για να σου εξηγήσω γιατί με έχασες και γιατί δεν σου έγραψα ποτέ από το 1914.

Τότε έφυγα με το πλοίο «Αίγυπτος» από τον Βόλο στην Αλεξάνδρεια. Δεν μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί, ούτε να έρθω στον πατέρα σου να σε ζητήσω, ύστερα από το σκάνδαλο που συνέβη, δεν είχα τα μούτρα να σε αντικρίσω και να σου εξηγήσω τα ψέματα που σου είχα πει και κυρίως να σου ομολογήσω ότι εκτός από εσένα που κορόιδεψα, κορόιδεψα και την Αναστασία που είχατε στο σπίτι σας και ένα βράδυ μπήκα κρυφά σ’ αυτό απ’ όπου σας έκλεψαν και την βίασα».

 

Τώρα, όλα τα ερωτήματα μου πλέον είχαν απαντηθεί. Ο Γιάννης Βολιώτης ήταν ο μεγάλος έρωτας της Φωφώς που έμπλεξε στον Σύλλογο Εραστών Βόλου και αργότερα έφυγε μετανάστης στην Αλεξάνδρεια, όπου έγινε μεγάλος και τρανός.

Η επιστολή του από την Αλεξάνδρεια δεν έφθασε το 1972 στον Βόλο, κάπου μπλέχτηκε και έφτασε τελικά στα χέρια μου το 2002. Η Φωφώ πέθανε το 1980 και έτσι ποτέ δεν έμαθε για το τι είχε απογίνει ο Γιάννης της.

 

Τα πρώτα καλοκαιρινά μπάνια

Τα ραντεβού, κυρίως τα καλοκαίρια, δίνονταν στον Άναυρο, έτσι και η Φωφώ και ο Γιάννης, έδωσαν τα πρώτα ραντεβού τους… Εκείνη την εποχή, στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Άναυρος με το τρενάκι του, τα Πευκάκια και οι Αλυκές με τις βενζινάκατους της πρώτης 20ετίας και αργότερα του 20ου αιώνα έως το 1970,ήταν τα στέκια, όχι μόνο για τα μπάνια αλλά και για τα πρώτα ραντεβού των νέων.

Μην περάσει όμως από τον νου σας ότι έβαζαν τα μαγιό τους και έκαναν τα μπάνια τους. Ποτέ τέτοια πράγματα. Τότε, υπήρχαν καμπίνες, μέσα στη θάλασσα του Αναύρου, χωριστές για γυναίκες και άνδρες. Εκεί μέσα ξεντυνόντουσαν και χωρίς να δει κανείς ούτε την γάμπα τους, γλιστρούσαν στο νερό της θάλασσας.

Ο Άναυρος, ήταν η τοποθεσία που μπορούσαν να ανταλλάξουν κάποιες ματιές και το τρενάκι, από την Δημητριάδος που επιβιβάζονταν κλείνονταν τα ραντεβού τους ή δίνοντας κανένα ραβασάκι με λόγια αγάπης.

Οι φωτογραφίες που έμειναν, αποτύπωσαν τα χρόνια εκείνα τόσο στον Άναυρο, όσο και στα Πευκάκια και στις Αλυκές, άνδρες και γυναίκες πλέον, με τα μαγιό τους και τις δραστηριότητές τους.

Τις ώρες που περνούσαν με διάφορες αθλοπαιδιές, μέσα στη θάλασσα, αλλά και έξω στην αμμουδιά.

Σιγά- σιγά, με τα χρόνια, οι εικόνες άλλαξαν όπως και η μόδα των μαγιό και των ρούχων, αλλά και των αξεσουάρ που κουβαλούσαν μαζί τους.

Καμία σχέση τα προπολεμικά χρόνια με τα μεταπολεμικά και της δεκαετίας  1960-1970 και 80 με το 1990 και το 2000.

Εκείνα τα ρομαντικά καλοκαίρια μετά το 1960

Καλοκαίρια, αχ εκείνα τα όμορφα καλοκαίρια. Όχι μόνο μου ξανάρχονται αυτές τις ημέρες στο νου, αλλά ήθελα να το ακούσω και πάλι. Θυμήθηκα εκείνο το 45άρι της Κλειώς Δενάρδου, που με συντρόφευε εκείνες τις ζεστές, καλοκαιρινές μέρες και νύχτες.

Το καλοκαίρι εκείνο, δεν θα γυρίσει πίσω. Τις όμορφες στιγμές μας, δεν θα της ξαναζήσω.

Σιγοτραγούδησα τους στίχους. Δεν είχα όμως ούτε το 45άρι, ούτε το μικρό πικ- απ της εποχής για να ακούσω την φωνή της θεάς. Ευτυχώς σήμερα μπορεί να έχει περάσει μισός αιώνας και…, αλλά η νέα τεχνολογία μας δίνει την δυνατότητα μέσα απ΄το youtube, χωρίς να αναστατώσω όλο το σπίτι, να γράψω τον τίτλο του τραγουδιού, να πατήσω ένα κουμπί και να πάω πίσω, στην δεκαετία του 1960-1970, που μου φέρνει μπροστά το 45άρι της Philips (1ο βραβείο τραγουδιού Θεσσαλονίκης).

Μετά από τόσα χρόνια άκουσα την φωνή της να μου τραγουδά :

Τα λόγια, της αγάπης μας τραγούδι

που ατέλειωτο το είχαμε αφήσει

γιατί έφυγε το καλοκαίρι εκείνο

και τέλειωσε η αγάπη πριν αρχίσει

 

Το καλοκαίρι εκείνο

δε θα γυρίσει πίσω

Τις όμορφες στιγμές μας

δε θα τις ξαναζήσω

 

Για μια στιγμή μονάχα

και τη ζωή μου δίνω

Να ξαναρχόταν πάλι

το καλοκαίρι εκείνο

 

Το καλοκαίρι εκείνο

δε θα γυρίσει πίσω

Τις όμορφες στιγμές μας

δε θα τις ξαναζήσω

 

Για μια στιγμή μονάχα

και τη ζωή μου δίνω

Να ξαναρχόταν πάλι

το καλοκαίρι εκείνο

 

 

Και εκείνα τα καλοκαίρια ήρθαν ως εικονική πραγματικότητα και τα ζούσα μέσα μου. Έρχονταν σκόρπιοι στίχοι που σιγοτραγουδούσα:

Καλοκαιράκι έχει η καρδιά μου

και η αγάπη μου καλοκαιράκι

φυσάει ο μπάτης στα όνειρά μου

και στους καημούς μου το μελτεμάκι

Καλοκαιράκι έχει η καρδιά μου

και η αγάπη μου καλοκαιράκι.

Έμεινα με τις ώρες μπροστά στο λαπτοπ  μου, ακούγοντας δεκάδες τραγούδια και οι θύμησες έρχονταν ατελείωτες. Από φιλίες, αγάπες καλοκαιρινές, έρωτες, πάρτι, βόλτες στην  παραλία, καλοκαιρινά μπάνια με το ποδήλατο, στον Άναυρο, στην Αύρα, στο ΝΟΒ, στα Πλατανίδια. Τα λόγια αγάπης, αφοσίωσης, όρκους για μια ζωή αγάπης. Που έσβηνε κάποιες φορές και γιγαντώνονταν σαν άσβεστη φωτιά που έκαιγε μέσα μας. Πόσες καλοκαιρινές αγάπες δεν τέλειωσαν με το τέλος του καλοκαιρού και μας άφησαν πληγές έως και σήμερα…

Με πόση νοσταλγία θυμόμαστε την πρώτη ματιά, το νεύμα σε μια παραλία, το πρώτο ραντεβού στο θερινό σινεμαδάκι της γειτονιάς, εκείνη στα μπροστινά καθίσματα κι εκείνος πίσω στην γαλαρία, όπου στα διαλλείματα εκείνη σηκωνόταν για να την δει και το βλέμμα της αγκάλιαζε το δικό του. Κι εκείνα τα πάρτι. Δεν υπάρχει κανένας και καμία να μην τα φέρνουν στο νου τους, όταν μαζευόμασταν στα σπίτια φίλων, συμμαθητών και συμμαθητριών.

… «Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο. Εσένα που αγαπώ τόσο πολύ»… Όταν σιγά- σιγά, χαμήλωναν τα φώτα, όταν ξεκινούσαμε με ξηρούς καρπούς και βερμούτ, όταν η θερμοκρασία ανέβαινε, τα πρώτα αγγίγματα, τα πρώτα «μη» και συνεχίζαμε με τουίστ και σέικ.

Οι Φορμινγκς στο ΝΟΒ, η Μαίρη Αλεξοπούλου στο Αττίκ, η Αρλέτα στην Εξωραϊστική, ο Πασχάλης με τους Ολύμπιανς στην μπουάτ «Μεταξύ μας», δίπλα από την «Συνάντηση» και η βόλτα στην παραλία του Βόλου με τον φωταγωγημένο «Κύκνο» που έφθανε το βράδυ από την Σκιάθο. Ο Θανάσης έγινε Τόνι, ο Μιχάλης Μάικ, ο Νίκος Νικ, πασαλειμμένα τα μαλλιά μας με μπριγιαντίνη, με μίνι τα κορίτσια, εμείς με παντελόνια «καμπάνα».

Ήρθε η Χούντα, μετά η ασπρόμαυρη τηλεόραση, η αποχαύνωση με τον  «Άγνωστο πόλεμο», σιγά – σιγά το κλείσιμο των κινηματογράφων, μένοντας μόνο με το Αχίλλειο και τα «τσοντάδικα» Ριβολί, πρώην Τιτάνια και Νίκη στη Νέα Ιωνία.

Εκείνα τα χρόνια της 7χρονης Χούντας, δεν ξέρω τι έκαναν τα κορίτσια, αλλά τα αγόρια απολάμβαναν το σεξ του Γκουσγκούνη, της Μαρίας Σπάθα και άλλων σταρ και στάρλετ που ξυπνούσαν τα αντρικά ένστικτα της εφηβείας.

Μετά το ’74, με τη Μεταπολίτευση, μας ξύπνησαν για να περάσουμε ωραία με το Θεοδωράκη και τον Χατζηδάκη, αλλά και τον Ανδρέα της «Αλλαγής», για να ξεπέσουμε στο Χρηματιστήριο του «πλουτισμού» και η ζωή να συνεχίζεται με απληστία, με Ευρώπη, ευρώ, ακρίβεια, μνημόνια, φτώχεια.

Kαι έτσι περνάμε την ζωή μας σε μια απογοητευτική 25ετία του 21ου αιώνα. Ίσως γι αυτό να θέλουμε να θυμόμαστε μόνο τα ωραία … παραμύθια.

Εντελώς διαφορετικά την δεκαετία του 21ου αιώνα έως σήμερα.

Το 1970 ίσως να είχαμε μαζί μας ένα τρανζιστοράκι με μπαταρίες και αργότερα με ακουστικά. Στις ακτές μας στην συνέχεια μπήκαν οι ξαπλώστρες, μετά οι ομπρέλες. Ήρθε η κινητή τηλεφωνία, ύστερα το ίντερνετ, μετά πήραμε μαζί μας το λάπτοπ  και περνάμε την ώρα μας, χωρίς κουβέντα πολλές φορές, γιατί μιλάμε με γνωστούς και φίλους διαδικτυακά, ανταλλάσσουμε ηλεκτρονικές ευχές, κάνουμε βιντεοκλήσεις, μπορούμε να μιλήσουμε με όποιον θέλουμε, ό,τι ώρα κι αν θέλουμε, σε όποιο μέρος κι αν κάποιος άλλος βρίσκεται.

Και η ζωή συνεχίζεται. Αύριο δεν ξέρουμε, η τεχνολογία ή κάποιος Έλον Μασκ τι σκέφτεται για εμάς. Θα λείπουν όμως από την ζωή μας πολλά. Κυρίως το χτυποκάρδι της αναμονής ενός φιλιού, η αχόρταγη ματιά μας να δούμε την γάμπα της Μαίρης, το κοίταγμα ενός βλέμματος με τα πολλά αν… Σ’ αγαπώ, δεν σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ πολύ, μαδώντας τη μαργαρίτα…

 

* Το περιεχόμενο του κειμένου βασίζεται κατά ένα μέρος σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα και κατά ένα μεγάλο μέρος σε μυθοπλασία, ενώ τα ονόματα που χρησιμοποιούνται, είναι διαφορετικά απ΄την όποια πραγματικότητα, για ευνόητους λόγους.

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.
Γίνετε μέλος στο κανάλι Magnesianews στο Messenger για όλες τις τελευταίες ειδήσεις.