Αναζητούμε τους υπεύθυνους για το περιβάλλον της Μαγνησίας και τα εγκληματικά λάθη μετά από τις φυσικές καταστροφές, τις πολιτικές αστοχίες, στη χρονική διάρκεια λειτουργίας της πόλης, μετά την απελευθέρωση της από τους Τούρκους, τον Νοέμβριο του 1881και μετά την ίδρυση του Βόλου το 1841 και έως το 2024.
Πολλοί οι υπεύθυνοι, αλλά ένας και μοναδικός είναι ο κύριος. Οι κάτοικοι που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν από το 1881 ως νέοι πολίτες στη νέα πόλη και με την ψήφο τους, δημοκρατικά, εξέλεξαν όλα αυτά τα χρόνια κυβερνήσεις, βουλευτές και τοπικές αυτοδιοικήσεις, για να δημιουργήσουν με το πολιτικό και ανθρώπινο υλικό τους τα καλά και άσχημα στην πόλη, στην καθημερινότητα και στη ζωή μας.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΕΡΕΥΝΑ – ΑΠΟΨΕΙΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΕΚΛΙΔΗΣ
Από το 1821 που επαναστάτησαν οι Έλληνες κατά του τουρκικού ζυγού και δημιουργήθηκε το νεοσύστατο κράτος ΕΛΛΑΣ, και μετά το 1841, ο σπόρος της απελευθέρωσης είχε πέσει σε πολλά μέρη και μεταξύ αυτών και στον Βόλο, με το κάστρο των Παλαιών, το αγκυροβόλιο του στη θάλασσα, και των λίγων εκατοντάδων Τούρκων κατοίκων και στρατιωτών, Εβραίων και Ρομά και φυσικά Χριστιανών από το Πήλιο.
Οι έμποροι, που άρχισαν να έρχονται στην παλιά και τη νέα πόλη αργότερα από το Πήλιο, τη Θεσσαλία, την Πελοπόννησο και την Ήπειρο, είχαν χρήμα να κάνουν εμπορικές δουλειές, να δημιουργήσουν τις πρώτες βιοτεχνίες, και εργατικό δυναμικό, αλλά ασφυκτιούσαν και ζητούσαν ελευθερία σε μια νέα πόλη που ήθελαν να δημιουργήσουν, δίπλα από την παλιά πολίχνη.
Από το 1841 που άρχισαν και κατασκεύασαν τις πρώτες αποθήκες, και την πρώτη υποτυπώδη «σκάλα» στο λιμάνι, ήταν και οι πρώτοι οικιστές του νέου συνοικισμού. Αυτή ήταν η δραστηριότητα πριν να καλέσουν και τις οικογένειές τους για να έλθουν να κατοικήσουν στον Βόλο.
Με ελάχιστες γνώσεις και σπουδές, ζώντας στην τούρκικη πραγματικότητα, θέλησαν να δημιουργήσουν από την αρχή μια νέα πόλη και το κατόρθωσαν.
Στην αρχή, στο τέλος της εβδομάδας, έφευγαν για τα χωριά τους και στην αρχή της άλλης επέστρεφαν για την εργασία τους στο εμπόριο.
Μελετώντας την ιστορία της πόλης από το 1841 έως το σήμερα, μπορεί ο καθένας να βγάλει τα συμπεράσματά του, διαβλέποντας πολιτικές και κομματικές επιλογές, ιδιοτελή και προσωπικά συμφέροντα που επικράτησαν, στην αμάθεια και την κουτοπονηριά πολλές φορές στα 143 χρόνια ζωής του ελεύθερου Βόλου.







Τα ερωτήματα που τίθενται ακόμη και σήμερα:
- Ήταν τελικά σωστή η επιλογή της τοποθεσίας;
- Πως το αποφάσισαν όταν δεν υπήρχε ούτε γνώση, ούτε ειδικοί την εποχή εκείνη στην περιοχή;
- Άφθονη γη σίγουρα υπήρχε, ρυμοτομικά σχέδια σωστά μετά την απελευθέρωση του 1881,αλλά με μικρούς δρόμους, χωρίς πλατείες.
Ο λιμένας ήταν απροετοίμαστος, ο παραλιακός χώρος ήταν ιδιοκτησίας των Τούρκων, και το μόνο που είχε ο Βόλος ήταν μια μεγάλη οδός, την αργότερα οδό Δημητριάδος, την Ερμού, τον εμπορικό δρόμο, τη μοναδική εκκλησία του Αγίου Νικολάου (1856) και τα στενά σοκάκια, πλάτους όσο ένα βαρέλι, που φτιάχτηκαν για να κατεβάζουν οι εμπορευόμενοι τα αγαθά που φόρτωναν στα πλοία για το εξωτερικό, με το που χτίστηκε η πόλη.
Ο πρώτος δήμαρχος Γ. Καρτάλης, κοτσαμπάσης με την πηλιορείτικη λογική ότι «μπορούμε για να αυγατίσουμε την προσωπική μας περιουσία και της οικογένειας» και χωρίς να έχει δει τίποτα άλλο εκτός από τον τόπο της γέννησής του, την Ζαγορά, έκανε ό,τι μπορούσε.
Ο δεύτερος δήμαρχος Βόλου, Αλ. Τοπάλης, ήρθε σπουδαγμένος από την Ευρώπη. Είχαν δει τα μάτια του για το τι γινόταν έξω και κατόρθωσε να δημιουργήσει το πρώτο δημοτικό θέατρο και να δώσει επιτέλους αεριοφώς στον σκοτεινό Βόλο, παραβλέποντας την πραγματικότητα της νέας ενέργειας του ηλεκτρισμού που κατακυρίευε την Ευρώπη εκείνη την εποχή.
Αργότερα, αρχές του 20ου αιώνα, ήρθε ένας πραγματικός οραματιστής, ο γιατρός Γεωργιάδης, ο οποίος είχε αποκτήσει εκτός της γνώσης της ιατρικής επιστήμης και τη φιλοσοφική σκέψη και την εμπειρία της πολιτικής, ως πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, όργανο και των πολιτικών και των κοτσαμπαδίστικων τοπικών κομμάτων.
Νέες προοπτικές ανοίγονται για την πόλη, νέες σκέψεις παίρνουν σάρκα και οστά και κυρίως έργα κατασκευάζονται στην πόλη του Βόλου, όπως σχολεία, δρόμοι και εκκλησίες. Το μόνο μειονέκτημα του στην παρακαταθήκη της πόλης ήταν ότι επαίρετο ότι «ξεκοίλιασε» τον λόφο του τούρκικου κάστρου της που θύμιζε Τουρκιά.
Δεν το σεβάστηκε, λόγω του σκεπτικού που υπήρχε τότε, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, ότι πρέπει να μην θυμίζει τίποτα στην πόλη την κυριαρχία 423 χρόνων από τις ορδές των Σουλτάνων.Ο Βόλος, από τις αρχές του 20ου αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται ατάκτως, έχοντας στο μυαλό των ανθρώπων του μια πόλη μικρή, με περιορισμένο πολεοδομικό σχέδιο, που έφθανε το πολύ μέχρι τους δυο χειμάρρους, τους Κραυσίδωνα και Άναυρο, τον σιδηροδρομικό σταθμό, και προς τα επάνω, έως την Αναλήψεως. Σ’ αυτόν τον χώρο αναπτύχθηκε η πόλη, οι υποδομές της, το οικιστικό περιβάλλον, η βιομηχανία το εμπόριο.
Και τότε ήρθε η καταστροφή…
Τα μεγαλύτερα εγκλήματα η πόλη του Βόλου τα δέχθηκε από το Απρίλιο του 1955, όταν προηγήθηκαν και οι μεγάλες φυσικές καταστροφές, σεισμοί και πλημμύρες για να γίνουν τα αίτια της ανασυγκρότησης μιας νέας, σύγχρονης πόλης, επουλώνοντας τις πληγές που δέχθηκε, αλλά και τις αστοχίες προηγούμενων περιόδων.
Καθοριστικό ρόλο έπαιξαν στην διαμόρφωση του Βόλου και της ζωής των κατοίκων οι κυβερνήσεις Παπάγου και «Ελληνικού Συναγερμού» και του Κωνσταντίνου Καραμανλή της ΕΡΕ. Βγαλμένη η χώρα, αλλά και η περιοχή της Μαγνησίας από τα δεινά της Κατοχής και αργότερα της Εθνικής Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου, κυριάρχησαν οι λογικές της σύγκρουσης της κομμουνιστικής Αριστεράς και της Δεξιάς και συνέχισε να υπάρχει και τα μετέπειτα χρόνια, μέχρι και την μεταπολίτευση.
Ο Βόλος είχε κάνει τις δικές του πολιτικές επιλογές με τη συγκρότηση μιας πλατιάς συμμαχίας δημοκρατικών και αριστερών δυνάμεων υπό τον Γεώργιο Καρτάλη και την ΕΔΑ, από το 1954.
Στην κυβέρνηση Καραμανλή αντίθετα αντί της συνεργασίας επικράτησαν οι σκέψεις του διχασμού που είχαν δημιουργηθεί ήδη και εκείνο το διαμορφούμενο κλίμα δεν το υπέστη μόνο ο Βόλος για μία νέα αναγεννητική πορεία και μία νέα σύγχρονη πόλη, αλλά και Ελλάδα. Ο Κ. Καραμανλής είχε μπροστά του μια κατεστραμμένη από την Κατοχή και τον Εμφύλιο χώρα, και έπρεπε να τρέξει με πυξίδα την ανάπτυξη και από την άλλη ο ισοπεδωμένος Βόλος με την βιομηχανία και την οικονομία στο ναδίρ της, την ανεργία στα ύψη και τους Βολιώτες να παίρνουν τις οικογένειές τους και να φεύγουν, κυρίως στην Αθήνα.
Αυτήν την πρόκληση είχαν μπροστά τους οι άνθρωποι της κυβερνώσας συντηρητικής Δεξιάς, και από την άλλη οι δυνάμεις του προοδευτικού και κομμουνιστικού χώρου που είχαν ιδέες διαφορετικές για την ανάπτυξη της περιοχής τους.
Οι αντιλήψεις που επικράτησαν ήταν αυτές του Κ. Καραμανλή με αποτέλεσμα να φύγει
ο Γ. Καρτάλης στην Αθήνα, για να ασχοληθεί με την κεντρική πολιτική σκηνή, που έβαλε ως πρώτο του το πολιτικό συμφέρον του.
Ο ελληνικός στρατός θα αναλάβει να ξανασχεδιάσει την πόλη του Βόλου, με τον στρατηγό Δ. Ιατρίδη, τότε 65 ετών και μετέπειτα βουλευτή Μαγνησίας, και εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι οι αποφάσεις που πάρθηκαν και υλοποιήθηκαν υπήρξαν στρεβλές.
Αποτέλεσμα ήταν να προστεθούν νέα προβλήματα σε νέες συνοικίες (Χρυσοχοΐδη) που δημιουργήθηκαν, αλλά και σε ολόκληρο τον παλαιό Βόλο, που κατά 40% τουλάχιστον είχαν κατακρημνισθεί τα κτήριά του.
Το δεύτερο «έγκλημα» απέναντι στην πόλη
Η τότε κυβέρνηση Καραμανλή, δεν ήθελε παρά ανάπτυξη, και το αυτό επιθυμούσαν όλοι οι Έλληνες και ιδίως ο αγροτικός κόσμος, αλλά και ο αστικός πληθυσμός που έφευγε στη Γερμανία, διότι είχε μείνει χωρίς εργασία.
Μόνη προοπτική των νέων η μετανάστευση στην Γερμανία και η δημιουργία εκεί χιλιάδων νέων οικογενειών από Έλληνες και Ελληνίδες.
Το 1962, η κυβέρνηση Καραμανλή, ξεκινώντας την αποξήρανση της λίμνης Βοιβηίδας (Κάρλα) πίστεψε ότι με το σχέδιο της θα έλυνε τα προβλήματα που πλανήτη Γη και θα διαμόρφωνε μια νέα κατάσταση στη χώρα. Φρούδες όμως αποδείχθηκαν οι ελπίδες κυβερνώντων και σχεδιαστών.
Οι επιπτώσεις από την αποξήρανση της Κάρλας, και η απόδοση τους στον κλήρο νέων χιλιάδων στρεμμάτων που μοιράστηκαν στους ακτήμονες, το σταμάτημα της ελονοσίας και των θανάτων, έφεραν για την περιοχή δυστυχώς νέα δεινά.
Το κλίμα της περιοχής άλλαξε, οι βροχές σταμάτησαν και χρειάστηκαν χιλιάδες γεωτρήσεις για να βρουν κάτω στα έγκατα της γης νέα νερά για να γίνουν τα χωράφια τους καρποφόρα.
Από το 1965, άρχισε να διαφαίνεται, εκτός της αλλαγής του κλίματος στην αποξηραμένη Κάρλα, και η ρύπανση ολόκληρης της περιοχής και κυρίως του Παγασητικού Κόλπου, από τη βιομηχανία και τα φυτοφάρμακα που άρχισαν να πέφτουν στην πρώην λίμνη.
Μαζί με την αποξήρανση της Κάρλας δημιουργήθηκε κι ένα αυλάκι στην περιοχή, το «Ασμάκι», με αποτέλεσμα όλα τα λύματα να οδηγούνται στα νερά του Παγασητικού. Πανικοβλήθηκαν τότε οι ιθύνοντες βλέποντας την πεντακάθαρη θάλασσά τους να γεμίζει με αχυροκυτταρίνη και να μολύνει τους θαλάσσιους χώρους, όπου θα μπορούσαν να κάνουν την κολύμβηση τους, με αποτέλεσμα να πληγεί ανεπανόρθωτα ο Τουρισμός.
Προσέξτε τώρα την ημερομηνία, 20 Απριλίου, ημέρα Παρασκευή του 1967, δηλαδή μια μέρα μετά την εγκαθίδρυση του στρατιωτικού καθεστώτος και την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Ελλάδα.
Αυτή την ημερομηνία, πραγματοποιήθηκε υπό τον δήμαρχο Βόλου, Θεόδωρο Κλαψόπουλο σύσκεψη όλων των φορέων της πόλης και είχε αποφασιστεί να κλείσει το εργοστάσιο παραγωγής χαρτιού της Λάρισας που μόλυνε την θάλασσα του Παγασητικού.
Την επόμενη ημέρα, 21 Απριλίου 1967, μας ξύπνησαν τα εμβατήρια και το έγκλημα συντελέστηκε από μια ομάδα στρατιωτικών οι οποίοι έβαλαν στο γύψο την Ελλάδα για να σώσουν όπως μας είπαν τη χώρα από τον κομμουνισμό.
Το έγκλημα για τον Βόλο
Παύθηκε τότε η εκλεγμένη δημοτική αρχή, στάλθηκαν κάποιοι από αυτούς και εκατοντάδες Βολιώτες στα ξερονήσια για…διακοπές και τα μείζονα προβλήματα της ρύπανσης του Παγασητικού συνεχίστηκαν απρόσκοπτα για 7 χρόνια, χωρίς καμία διαμαρτυρία τα επόμενα χρόνια της Χούντας κατά της χαρτοποιίας της Λάρισας και της Οινοπνευματικής Χατζηδήμα, επίσης από τη Λάρισα.
Από την τοποθέτηση με τη Μεταπολίτευση μιας Νέας δημοτικής Αρχής στον Βόλο υπό του πρωτοδίκη Βόλου κ. Τσιάμη με πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου τον Μ. Κουντούρη το 1975, έως σήμερα 50 χρόνια μετά, η πόλη αγωνίζεται για να απομακρύνει τους ρυπαντές για έναν καθαρό Παγασητικό και εξίσου μια καθαρή ατμόσφαιρα από την αέρια ρύπανση και την έλλειψη καθαρού αέρα.
Όλα όσα υπέστη η πόλη του Βόλου από τα λάθη του παρελθόντος, διογκώθηκαν μετά τη Μεταπολίτευση και τις νέες αιτίες ρύπανσης, όπως την αύξηση της κυκλοφορίας των οχημάτων στους δρόμους, την αύξηση της ρύπανσης από την καύση πετρελαίου και μαζούτ από κατοικίες και βιοτεχνίες και κυρίως τη γιγάντωση του εργοστασίου της ΑΓΕΤ, που ανεξέλεγκτα επί χρόνια πλέον ρυπαίνει την περιοχή, πάντα νόμιμα.
Όλα αυτά, από την εποχή που διοικούσε ο μεγαλοβιομήχανος Τσάτσος, με την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ αργότερα με την κρατικοποίηση του Ανδρέα Παπανδρέου, με την εμπλοκή μετά του Κων. Μητσοτάκη με την ιταλική Καλτσεστρούτσι, τη νέα ιδιοκτήτρια αργότερα με την αγγλική εταιρία που πωλήθηκε στη γαλλική Lafarge και τελικά έως την απορρόφησή της από την πολυεθνική Holcim.
Οι εταιρίες άλλαζαν, αλλά η ρύπανση συνεχιζόταν και συνεχίζεται μέχρι σήμερα πάντα… νόμιμα, με κινητοποιήσεις πολλές και το θέμα απασχολεί τα τελευταία 40 χρόνια τη βολιώτικη κοινωνία, αλλά και το οικολογικό κίνημα να δυναμώνει τον αγώνα και αυτόν της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Το 1975, έγινε το πρώτο μεταπολιτευτικό δημοτικό συμβούλιο και πρώτο θέμα υπήρξε η ΑΓΕΤ. Οι πολιτικές και επιχειρηματικές ορέξεις να γίνει μεγαλύτερο, για μεγαλύτερη παραγωγή τσιμέντου, τη χρησιμοποίηση νέου ορυκτού πλούτου και μεγάλο όπλο αυτής της φαραωνικής επένδυσης Τσάτσου τις προσλήψεις νέων εργαζομένων, με αποτέλεσμα οι 300 να φθάσουν τους 1.000 αργότερα.
Το σχέδιο άρχισε να…δουλεύεται από το 1957. Ο Βόλος ήθελε ανάπτυξη, ως μια τσιμεντοποιημένη πόλη με τεράστιες πολυκατοικίες, και ήθελε να εξασφαλίσει χιλιάδες εργατικά χέρια στην πόλη της ανεργίας. Το πρώτο που είδαν οι κυβερνώντες, ήταν η αύξηση της παραγωγής τσιμέντου και αυτό θα γινόταν με επέκτασή του. Ο βιομήχανος Τσάτσος, επιθυμούσε όμως την κατασκευή ενός διπλάσιου σε όγκο εργοστασίου και τότε ήταν μια εποχή, που οι Βολιώτες είχαν ανάγκες, αλλά και τα συμφέροντα ήταν τεράστια.
Ο Τσάτσος και οι επιχειρηματικές σκέψεις είχαν καλλιεργηθεί και την εποχή ακόμη της Χούντας, τελικά πάλι επί Καραμανλή με τη Μεταπολίτευση ευοδώθηκαν πλήρως τα σχέδιά του.
Η ΑΓΕΤ παίρνει την άδεια από την κυβέρνηση και την έγκριση της Τ.Α. Βόλου με μια πλαστή πλειοψηφία 12 υπέρ, 11 κατά, τον Σεπτέμβριο του 1975. Δήμαρχος ήταν ο Θ. Κλαψόπουλος και πρόεδρος δημοτικού συμβουλίου ο Θαν. Κυριάκος.
Είχε πειστεί αυτή η πλειοψηφία, ότι η ΑΓΕΤ δεν θα μόλυνε το περιβάλλον του Βόλου. Μόνο μετά από χρόνια και πολλές χορηγίες της τσιμεντοβιομηχανίας για το καλό περιβάλλον που ζούσαν οι κάτοικοι, είδαν σιγά- σιγά και αισθάνθηκαν να μην μπορούν να αναπνεύσουν… Έτσι το πρόβλημα ολοένα και μεγάλωνε, τα αναπνευστικά προβλήματα αυξάνονταν και οι καρκίνοι διογκώνονταν.
Συνεχείς είναι οι αγώνες, αλλά πάντα και διαφορετικά κριτήρια υπήρχαν από τους Βολιώτες, τις κυβερνήσεις και την Τοπική αυτοδιοίκηση. Θα χρειαζόντουσαν χιλιάδες λέξεις για να καταγραφούν με λεπτομέρεια οι αποφάσεις που πάρθηκαν, οι αγώνες που δόθηκαν από τον λαό του Βόλου, με χιλιάδες συμπολίτες να βγαίνουν στους δρόμους και να διαμαρτύρονται, σε ένα κλίμα άκρως νοσηρό και θανατηφόρο πολιτικά και περιβαλλοντικά.
Και σήμερα που βρισκόμαστε;
Βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε νέα εγκλήματα που γίνονται στη Μαγνησία. Άλλα βρίσκονται σε εξέλιξη, άλλα βρίσκονται σε φάση υλοποίησης.
Ως επίλογο αυτής της προσπάθειας, θα ήταν χρήσιμο να εξετάσουμε ή να επανεξετάσουμε από την αρχή τις αποφάσεις όλων των κυβερνήσεων των τελευταίων χρόνων ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και της δημοτικής Αρχής Μπέου «I love Volos», με τη δημοπράτηση του εργοστασίου σκουπιδιών και παραγωγή νέου καυσίμου για την τσιμεντοβιομηχανία για να έχει φθηνή ενέργεια, για μεγαλύτερη παραγωγή και περισσότερα κέρδη. Αυτό είναι έγκλημα ή άραγε είναι αγάπη για τον Βόλο;
Το δεύτερο λάθος που κυοφορείται είναι τα μέτρα που αποφασίζονται για να κλείσουν οι πληγές από τις πλημμύρες του Σεπτεμβρίου 2023, με τη διάλυση της νέας λίμνης Κάρλας, απέναντι στα προβλήματα που δημιουργήθηκαν με το νερό και τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, το έδαφος, και την απαίτηση για τα αντιπλημμυρικά έργα που χρειάζεται να γίνουν.
Προς το παρόν, είμαστε στην προσπάθεια κυρίως κυβερνώντων και Τ.Α., πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας. Περιμένοντας να υπάρξουν αναθεωρημένες και σωστές δεύτερες λύσεις για να μην χρειαστεί για τον μελλοντικό δημοσιογράφο να επιμείνει πάλι σε παραλείψεις και απαρίθμηση τραγικών λαθών, αλλά να μείνει σε αποτύπωση στο μέλλον μιας πραγματικότητας που θα αναφέρει την περιοχή την ως καλύτερη, πιο κερδοφόρα, αλλά κυρίως υγιή, χωρίς ρύπανση, με νερό και θάλασσες καθαρές.
Η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει; Ασφαλώς ναι.
Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και οι επιστήμονες όλης της χώρας αδιαμφισβήτητα ναι, αν ανταποκριθούν. Όπως επίσης η Περιφέρεια Θεσσαλίας με τον νέο Περιφερειάρχη Δ. Κουρέτα και ο Δήμος Βόλου και κυρίως να μην υπάρξουν εν έτει 2024, πολιτικές και κομματικές σκοπιμότητες και συμφέροντα κυβερνήσεων, Τ.Α. και άλλων. Μόνον έτσι θα υπάρξει ελπίδα για το περιβάλλον και για την υγεία όλων μας.
































