Την ανιούσα έχουν πάρει οι τιμές των σχολικών, λίγες μέρες πριν την επιστροφή των μαθητών στα θρανία για την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς. Οι αυξήσεις, που παρατηρούνται στα χαρτοσχολικά είναι τεράστιες, με τον Επιστημονικό Συνεργάτη της Ένωσης Εργαζομένων Καταναλωτών κ. Παναγιώτη Καλόφωνο, ο οποίος μίλησε στο Ράδιο ΕΝΑ 102,5 και στον Ηλία Κουτσερή, να διαπιστώνει ότι οι αυξήσεις κυμαίνονται από 3,85% έως και 54%, με μέσο όρο 25%!
“Οι τιμές στα σχολικά δεν έχουν καμία σχέση με αυτά, που περιγράφει η κυβέρνηση, που τα βρίσκει όλα τέλεια και υπέροχα και φθηνά. Τα παράπονα που ακούμε είναι δυστυχώς αληθινά”, σημείωσε ο κ. Καλόφωνος σχολιάζοντας παράλληλα ότι και τα σούπερ μάρκετ δεν τήρησαν τις δεσμεύσεις τους και παρότι υποσχέθηκαν στον Υπουργό Ανάπτυξης στις 28 Αυγούστου να “κρατήσουν” τις τιμές, αυτό δεν έγινε.
Αυξήσεις έως και 54%
Κι ενώ η νέα σχολική χρονιά ξεκινά σε λίγες ημέρες, οι γονείς πρέπει να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να αγοράσουν τα σχολικά των παιδιών τους. Όταν δε τα παιδιά είναι περισσότερα από ένα, τότε τα έξοδα γίνονται βραχνάς για τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
“Ένα πράγμα που γίνεται με τη δημοσιοποίηση των τιμών είναι ότι οι τιμές μοιάζουν να χαμηλώνουν, ενώ δεν είναι ξεκάθαρο για ποια είδη μιλάμε. Έχει μεγάλη διαφορά ένα κινέζικο μολύβι από ένα ευρωπαϊκό, που μπορεί να είναι πολύ πιο φθηνό, αλλά χρειάζεσαι 5 μολύβια για έχεις το ίδιο αποτέλεσμα με ένα ευρωπαϊκό. Ναι μεν μπορεί να είναι πιο φθηνά, αλλά η ποιότητά τους και η διάρκειά τους είναι πολύ περιορισμένη”, σχολίασε ο κ. Καλόφωνος, σχετικά με τις “παγίδες” της αγοράς.
Σε ότι αφορά τις τιμές, οι έρευνες της Ένωσης Εργαζομένων Καταναλωτών δείχνουν ότι στα μολύβια ζωγραφικής υπάρχει αύξηση 20.25%, σε αυτοκόλλητες σημειώσεις 12,61%, στα τετράδια τα σπιράλ 20,59%.
“Βλέπουμε ότι τα σχολικά έχουν ανέβει από 3,85% έως σχεδόν 54% με τη μέση τιμή αύξησης να είναι στο 25%. Κόλλα στικ 2 τεμάχια κοστίζει 2,40ευρώ, δηλαδή 19,4% η αύξηση, τα μηχανικά μολύβια αυξήθηκαν κατά 4%, οι χάρακες 20 εκ. Κατά 44%. Τα πράγματα δεν είναι εύκολα δυστυχώς”, υπογράμμισε ο ίδιος.
Έρευνα αγοράς και στήριξη των μικρών βιβλιοπωλείων
Σύμφωνα με τον κ. Καλόφωνο, ο καταναλωτής και αυτό συνιστά η Ένωση πρέπει να ψάξει να βρει, γιατί υπάρχουν επιλογές. “Δεν πρέπει να τον θαμπώνουν σε κάποια πολυκαταστήματα οι πολύ χαμηλές τιμές, αλλά πρέπει να βλέπει τα πράγματα σε μία σχέση τιμής και αξίας, δηλαδή ένα μεσαίας τιμής προϊόν, μπορεί να είναι πολύ καλύτερο από ένα πάμφθηνο, που μπορεί να γυαλίζει στο μάτι”, σχολίασε.
Επεσήμανε ταυτόχρονα ότι η κυβέρνηση δεν έχει βοηθήσει στη βελτίωση του ανταγωνισμού, καθώς έχει επιδοτήσει μεγάλες αλυσίδες αφήνοντάς τες ελεύθερες να κάνουν ό,τι θέλουν και δεν έχει βοηθήσει τα μικρά βιβλιοπωλεία της γειτονιάς, τα οποία αγκομαχούν και τα οποία συντηρούσαν ένα τεράστιο οικοσύστημα βιοτεχνιών, οι οποίες έχουν κλείσει.
“Εδώ έχουν κλείσει 1500 φούρνοι, γεγονός που είναι απίστευτο. Εάν κλείνουν οι φούρνοι σημαίνει ότι έχουμε φτάσει στον πάτο του προβλήματος”, σημείωσε.
Εκείνο που συστήνει η Ένωση τους καταναλωτές είναι, επειδή πρέπει να κάνουν επιλογές με βάση το τι προτείνει το σχολείο, να επιλέξουν όχι με βάση αυτά που διαφημίζουν οι τηλεοράσεις και οι αλυσίδες, αλλά με βάση την τιμή και την ποιότητα.
“Μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας με προϊόντα παρεμφερή από την τσάντα της ξανθιάς κούκλας τα οποία είναι εξίσου ποιοτικά. Ένα φθηνότερο προϊόν, που δεν είναι σούπερ επώνυμο, δεν σημαίνει ότι δεν είναι γερό. Πρέπει να μην πέφτουμε και στις παγίδες του μάρκετινγκ των πολυεθνικών και το αγαπημένο μου παράδειγμα δεν είναι τα χαρτοσχολικά αλλά η τσάντα των διαφόρων υπερηρώων, που κοστίει 3 και 4 φορές επάνω από μία κανονική τσάντα, που φτιάχνεται σε μία ελληνική βιοτεχνία ή έχει εισαχθεί ως προϊόν απέξω. Ο κλάδος αυτός των χαρτοσχολικών δουλεύει όλο τον χρόνο και μπορεί το 60-70% του τζίρου του να είναι στις αρχές Σεπτέμβρη αλλά έχει 12μηνο κόστος και πρέπει να στηρίξουμε τους μικρούς βιβλιοπώλες”, υπογράμμισε και συμπλήρωσε ότι δεν θα πρέπει να επιβραβεύουμε τις πολυεθνικές, που στο όνομα του καπιταλισμού αυξάνουν τις τιμές.
Απόδοση ραδιοφωνικής συνέντευξης: Δήμητρα Παλαιοδημοπούλου































