Κατώτερη των προσδοκιών χαρακτήρισε την τροπολογία που κατατέθηκε στη Βουλή για το ζήτημα διαφόρων χρεώσεων που επιβάλουν οι τράπεζες, η πρόεδρος της ΕΚΠΟΙΖΩ, Παναγιώτα Καλαποθαράκου. Η επικεφαλής της οργάνωσης, μιλώντας στο Ράδιο ΕΝΑ και τον Ηλία Κουτσερή, υπογράμμισε ότι περιορίζονται ορισμένες μόνο χρεώσεις, και μάλιστα πολύ λίγο σε σχέση με τον όγκο των κερδών των τραπεζών από τα έξοδα και τις χρεώσεις που επιβάλουν στους καταναλωτές, αλλά και από την «παγίδα» των επιτοκίων. Επίσης δεν αγγίχθηκαν πολλές από τις προμήθειες και τις χρεώσεις με τις οποίες επιβαρύνονται καθημερινά οι καταναλωτές, όπως για την έκδοση ή επανέκδοση πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας, που αποτελεί ένα απαραίτητο εργαλείο για την πραγματοποίηση συναλλαγών. Παράλληλα, για τις προμήθειες που χρεώνουν οι τράπεζες τους καταναλωτές, όταν ζητούν κίνηση λογαριασμού, αντίγραφο της σύμβασης, εξοφλητική απόδειξη, δεν έγινε καμία παρέμβαση και περιορίστηκαν μόνο στις e- bankingσυναλλαγές.
«Δεν θα πρέπει να υπάρχει καμία χρέωση»
«Εμείς θεωρούμε ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει καμία χρέωση, τοποθετώντας μια «οροφή» ύψους 50 λεπτών, όταν ο καταναλωτής πραγματοποιεί διαδικτυακά μια συναλλαγή. Δεν μας είπαν, όμως όταν προσέλθει στο κατάστημα ο πολίτης τι προμήθεια θα πληρώνει για να κάνει μια συναλλαγή. Επιπρόσθετα για τις χρεώσεις των λογαριασμών ΔΕΚΟ κτλ τα πενήντα ή εξήντα λεπτά που χρέωναν καταργούνται, ενώ και στο δημόσιο δεν υπήρχαν χρεώσεις για συναλλαγές» εξήγησε η κ. Καλαποθαράκου. Αναφέρθηκε και στο ζήτημα των επιτοκίων, λέγοντας πως η ψαλίδα μεταξύ αυτό των καταθέσεων και εκείνο των χορηγήσεων είναι τεράστιο φτάνοντας τις έξι μονάδες. Οι τράπεζες, σύμφωνα με την ίδια, χρεώνουν τους καταναλωτές με spreadαπό 3% έως και 6%, την ίδια στιγμή που χρέωναν παλαιότερα έως 2%. Όμως, δεν σταματούν εδώ, αφού χρεώνουν ακόμη και καταθετικούς λογαριασμούς με ένα ποσό γύρω στα 60 λεπτά του ευρώ τον μήνα, με τον κόσμο να προχωρεί σε πλήθος καταγγελιών.
«Η κυβέρνηση δεν ήταν αποφασισμένη
να βάλει το “μαχαίρι στο κόκαλο”»
Η κ. Καλαποθαράκου, εκτιμά πως η κυβέρνηση δεν ήταν αποφασισμένη να βάλει το «μαχαίρι στο κόκαλο» επιβάλλοντας στις τράπεζες να σεβαστούν τα δικαιώματα των καταναλωτών και να τηρηθεί η νομοθεσία, γιατί πολλές από τις χρεώσεις έχουν κριθεί παράνομες και καταχρηστικές με δικαστικές αποφάσεις, μέσω συλλογικών αγωγών και της ΕΚΠΟΙΖΩ. Παρόλα αυτά οι τράπεζες συνεχίζουν να μην λαμβάνουν υπόψη τις δικαστικές αποφάσεις, περιλαμβάνοντας στην τιμολογιακή τους πολιτική τα έξοδα δανείου, που ανέρχονται σε μερικές εκατοντάδες ευρώ ανάλογα με την κάθε τράπεζα. «Όταν το επιτόκιο αυξάνεται υπάρχει ένας όρος που έχει κριθεί ως καταχρηστικός στις συμβάσεις, όπου οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να μην μετακυλήσουν την όποια μείωση του επιτοκίου, ενώ την όποια αύξηση αμέσως τη μετακυλύουν στους καταναλωτές. Αυτό έχει κριθεί παράνομο και με ομαδικές αγωγές οι καταναλωτές έχουν διεκδικήσει και πετύχει να τους επιστραφούν χρήματα από αυτή την παράνομη πρακτική» ανέφερε η πρόεδρος της ΕΚΠΟΙΖΩ.
Καταγγελίες για υπέρογκες
αυξήσεις στα ασφάλιστρα
Πολλά είναι τα παράπονα και οι καταγγελίες που δέχεται το ΕΚΠΟΙΖΩ, για υπέρογκες αυξήσεις στα ασφάλιστρα υγείας και ιδίως στα μακροχρόνια συμβόλαια. Αυτό γιατί, σύμφωνα με την κ. Καλαποθαράκου, οι εταιρείες κάνουν χρήση του δείκτη υγείας του ΙΟΒΕ, ο οποίος δεν είναι αντικειμενικός, με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια να χρεώνουν τους καταναλωτές με διψήφια ποσοστά στα ασφάλιστρα από 12 έως και 18%. Ο σκοπός τους είναι να υποχρεώσουν τους ασφαλισμένους που έχουν μακροχρόνια συμβόλαια υγείας να τα εγκαταλείψουν.
Γι’ αυτό και τα δικαστήρια βγάζουν καταδικαστικές αποφάσεις, γιατί πολλές φορές οι δείκτες δεν εδράζονται σε αντικειμενικά κριτήρια, θεωρώντας ότι ο δείκτης του ΙΟΒΕ δεν είναι σωστός και η ΕΚΠΟΙΖΩ ζητεί την κατάργησή του από το αρμόδιο υπουργείο.
«Υπάρχει ο κίνδυνος να διακοπεί το συμβόλαιό τους, γιατί από τις πολύ μεγάλες αυξήσεις δεν μπορούν να καλύψουν την ασφάλιση, με αποτέλεσμα να διαψεύδονται οι προσδοκίες τους, μένοντας απολύτως ακάλυπτοι. Από την πλευρά του ο καταναλωτής μπορεί να υποβάλει καταγγελία και στην ΕΚΠΟΙΖΩ υπάρχει ένα υπόδειγμα, όπου καλείται να μην εφαρμοστεί η αύξηση του 14 έως και 18%» κατέληξε η κ. Καλαποθαράκου.
Απόδοση ραδιοφωνικής συνέντευξης: Γιώργος Στεργίου





























