
Αποκορύφωμα των αγώνων της «Πανεργατικής», υπήρξαν τα γεγονότα του 1921, τα γνωστά ως «Φεβρουαριανά» του Βόλου. Με αφορμή τη σκανδαλώδη υπερτίμηση του ψωμιού, η «Πανεργατική», το Φεβρουάριο του 1921, οργάνωσε συλλαλητήριο διαμαρτυρίας που έμεινε ιστορικό.
Το συλλαλητήριο, πήρε ωστόσο τη μορφή επεισοδιακού ξεσπάσματος του πλήθους, με γενική αναταραχή, καταστροφές καταστημάτων και επαναστατικές εκδηλώσεις στην κεντρική ζώνη του Βόλου, όπου στην ουσία επί δύο μέρες καταλύθηκαν οι αρχές.
Ο Βόλος κυριαρχούνταν από τις μάζες και μόνη εξουσία που αναγνωριζόταν ήταν η Πανεργατική Ένωση. Αυτά όλα, μέχρις ότου έφθασαν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις από τη Λάρισα για να επιβάλουν την τάξη.
Και τότε απλώθηκε σε όλη την πόλη φοβερή τρομοκρατία. Συλλήψεις εκατοντάδων εργατών, τρομερά βασανιστήρια, λεηλασία των γραφείων των σωματείων και γενική θηριωδία. Από τους συλληφθέντες κρατήθηκαν τελικά γύρω στους 15, οι οποίοι παρέμειναν προφυλακισμένοι για ενάμιση και πλέον χρόνο κατηγορούμενοι για στάση και εσχάτη προδοσία. Αποφυλακίστηκαν το Νοέμβριο του 1922, ενώ η «Πανεργατική» διαγράφηκε την ίδια χρονιά από τον κατάλογο σωματείων του Πρωτοδικείου Βόλου.
Το μεγάλο λαϊκό συλλαλητήριο με πρωτοβουλία της Πανεργατικής Ένωσης έγινε το απόγευμα της Δευτέρας 15 Φεβρουαρίου 1921.
Η συγκέντρωση έγινε μπροστά από τα γραφεία της Πανεργατικής (Δημητριάδος με Αλοννήσου σήμερα), με κύριους ομιλητές τους Αβραάμ Μπεναρόγια, φυσιογνωμία του συνδικαλιστικού κινήματος εκείνη την εποχή, από τη Θεσσαλονίκη, Θ. Αποστολίδη, γραμματέα της Πανεργατικής Ένωσης Βόλου, και Σπ. Σταυράκη καπνεργάτη, που αναφέρθηκαν στην υπερτίμηση του ψωμιού, στην αισχροκέρδεια και ζήτησαν να σταματήσουν οι πόλεμοι.
«Θέλουμε φθηνό ψωμί και δουλειά»
Ακολούθως οι συγκεντρωμένοι με κόκκινες και μαύρες σημαίες και με συνθήματα «Θέλουμε φθηνό ψωμί και δουλειά», «Κάτω οι πόλεμοι», «Ψωμί, δουλειά, σοβιέτ!», «Ειρήνη με τη Ρωσία», έκαναν πορεία διαμαρτυρίας με κατεύθυνση την παραλία προς τα ανατολικά της Δημητριάδος, αλλά φθάνοντας στο μακαρονοποιείο Σκαρίμπα (Δημητριάδος Μαυροκορδάτου) οι διαδηλωτές έσπασαν τα τζάμια και ύστερα τα τζάμια του καφενείου Ακταίον (όπου βρίσκεται σήμερα η πολυκατοικία «Κύματα»).
Από εκεί και ύστερα, ένας χείμαρρος λαού 6.000-7.000 ατόμων ξεχύθηκε στην παραλία ασυγκράτητος.
Το ζαχαροπλαστείο «Πανελλήνιο», το πρακτορείο Αξελού, το εστιατόριο της «Γαλλίας» έγιναν λίμπα. Ύστερα οι διαδηλωτές προχώρησαν προς τα ψαράδικα όπου έσπασαν τα γραφεία του Λούλη και τις αποθήκες Αδαμόπουλου. Και ύστερα στη Δημητριάδος, την Αντωνοπούλου, την Ερμού όπου επίσης έσπαζαν τζάμια.
Ωστόσο καθώς οι διαδηλωτές επέστρεψαν στα γραφεία της Πανεργατικής, ο Αβρ. Μπεναρόγιας μιλώντας ξανά, τους ζήτησε να σταματήσουν.
Την επόμενη των επεισοδίων αυτών, έγιναν 109 συλλήψεις και μετά τις ανακρίσεις κρίθηκαν προφυλακιστέοι οι Αβρ. Μπεναρόγιας, Βασ. Κανάβας, Σπ. Σταυράκης, Γ. Ποδάρας, Δ. Αδαμίδης, Σ. Σάββας, Δ. Μπαμπούλας, Α. Σβώλος, Β. Μαράβας, Ν. Παπακωνσταντίνου, Γ. Καρανίκας, Α. Σαρόγλου, Ι. Ρηγόπουλος, Κ. Παπακώστας, Κ. Σέγκος, Ε. Φράγκος, Δ. Κατσαλής, Α. Φερετζής, Χ. Γάτος. Σ. Ραφαήλ, Θ. Αποστολίδης, Β. Παπανικολάου, Ι. Καμπουρόπουλος.
Με ανακοίνωσή του το Εργατικό Κέντρο, διαβεβαίωσε «πως δεν εσυνήθισε την ιδεολογίαν του να την στηρίζη εις τας θεωρίας του Μαρξ είτε του Λένιν ή Τρότσκυ… δεν απησχόλησε μέχρι σήμερον τους Κυβερνώντας το Κράτος, ουδέ διετάραξε την ησυχίαν της κοινωνίας, ρυθμίζον πάντοτε τας απαιτήσεις του συμφώνως των εκάστοτε αναγκών της Πολιτείας».
Πάντως η παραπάνω ανακοίνωση καθησύχασε τον εμπορικό κόσμο της πόλης, που σε Δελτίο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Βόλου υπογράμμιζε ότι «η Ελληνική πατρίς και η ελληνική κοινωνία δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο, εφόσον υπάρχουν ακόμη Έλληνες Εργάτες, με αλώβητο πατριωτικό και θρησκευτικό συναίσθημα και απρόσβλητοι από το δηλητήριο του αναρχισμού και κομμουνισμού».
Δημιουργούνταν έτσι τρεις (κατά φύση ρευστές) κατηγορίες εργατών: οι «υγιείς», που διατηρούσαν «αγνάς τας αντιλήψεις περί των υποχρεώσεων εκάστης τάξεως», οι «εκμεταλλευταί της εργατικής ιδέας και αίτιοι εκτρόπων» και τέλος οι «παρασυρθέντες ή παραπλανηθέντες από επιτηδείους», που ωστόσο μπορούσαν να βρουν το σωστό δρόμο με την κατάλληλη καθοδήγηση. Στην προκειμένη περίσταση οι «επιτήδειοι» και οι «εκμεταλλευταί» ήταν οι εκπρόσωποι της «Πανεργατικής Ένωσης», η οποία θεωρήθηκε υπεύθυνη για τα επεισόδια. Δόθηκε έτσι η ευκαιρία στις τοπικές δικαστικές αρχές να εφαρμόσουν αποτρεπτικά τον Βενιζελικό νόμο 281/1914 «περί σωματείων». Ο νόμος αυτός που ήταν πρωτοποριακός για την εποχή του, αφού απέκλειε την κοινή συμμετοχή εργατών και εργοδοτών στα σωματεία και εξουσιοδοτούσε τα τελευταία να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις, έθετε τις εργατικές οργανώσεις υπό την εποπτεία και το στενό έλεγχο των δικαστικών αρχών: εάν έκριναν ότι το σωματείο «παρεξέκλινε του σκοπού του» ή οι ενέργειές του αντέβαιναν «εις τον Νόμον ή τα χρηστά ήθη», είχαν το δικαίωμα να το διαλύσουν. Δικαίωμα που εξάσκησαν στην περίπτωση της Πανεργατικής το Μάρτιο του 1922.
Εξάλλου, η κρατική αδιαλλαξία εντάθηκε με την μπολσεβικοποίηση του ΣΕΚΕ και τη μετονομασία του σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος το 1924, στην ηγεσία του οποίου αναδείχθηκαν ορισμένα από τα στελέχη του συνδικαλιστικού κινήματος του Βόλου (Γ. Κορδάτος, Θ. Αποστολίδης, Κ. Θέος, Δ. Παπαρήγας κ.ά.). ως πολιτικός φορέας που υποστήριξε την κοινωνική σύγκρουση μέσω της οποίας το προλεταριάτο θα υλοποιούσε την ιστορική του αποστολή το Κ.Κ.Ε. εμφανίστηκε να απειλεί την πελατειακή οργάνωση της πολιτικής ζωής, αφού λάμβανε ως δεδομένη την αντίθεση των συμφερόντων της εργατικής τάξης με εκείνα της άρχουσας τάξης. Ο πολιτικός λόγος του Κ.Κ.Ε. έθετε σε αμφισβήτηση την ύπαρξη της κοινωνικής αλληλεγγύης, της οποίας η διατήρηση ή η κατασκευή αποτελούσε τη διακηρυγμένη αποστολή του κράτους. Όμως οι κομμουνιστές δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν την πλειοψηφία στη ΓΣΕΕ, οι αλλεπάλληλες διασπάσεις της οποίας αντικατοπτρίστηκαν στον κατακερματισμό των βολιώτικων εργατικών οργανώσεων.


Όρθιοι: Αβραάμ Μπαναρόγια και ο Αντ. Σαρόγλου. Καθισμένοι: Σαμπετάϊ Λεβή, Θωμάς Αποστολίδης και Δ. Αδαμίδης


































