Π.Θ.: Λιγότεροι οι θάνατοι από τον COVID19 απ’ ότι στον καύσωνα του 1987

Το Εργαστήριο Δημογραφικών Αναλύσεων εκτιμά ότι η αύξηση της θνησιμότητας θα είναι 2%

Το ότι η αύξηση της θνησιμότητας στη χώρα μας, λόγω της πανδημία του κορωνοϊού, αν ο κύκλος του κλείσει μέχρι τον Ιούνιο, θα είναι σχετικά μικρή και δεν θα ξεπεράσει το 2%, εκτιμά το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Παν. Θεσσαλίας (ΕΔΚΑ) στο 39ο τεύχος της σειράς “Δημογραφικά Νέα” με θέμα: «Τα κέρδη ζωής στην Ελλάδα μετά το 1950 και η επιβράδυνσή τους τις τελευταίες δεκαετίες υπό το φως της πρόσφατης πανδημίας».

Όπως αναφέρουν τα «Δημογραφικά Νέα» η θνησιμότητα συρρικνώνεται απρόσκοπτα. Η δημιουργία των πινάκων επιβίωσης, επιτρέπει τον υπολογισμό της προσδοκώμενης ζωής στη γέννηση ή ακόμη στα 65 έτη (αυτό που κοινά ονομάζουμε και «μέσο όρο ζωής»). Η μέση διάρκεια ζωής (ή άλλως το προσδόκιμο ζωής) στη γέννηση, που υπολογίζεται σε κάθε ημερολογιακό έτος, δίδει τα χρόνια που αναμένεται να ζήσουν όσοι γεννήθηκαν το έτος αυτό (π.χ. το 2020), αν σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους ισχύσουν οι συνθήκες θνησιμότητας του συγκεκριμένου έτους, ενώ το προσδόκιμο ζωής στα 65 έτη δίδει τα χρόνια που αναμένεται να ζήσουν οι ηλικίας 65 ετών σήμερα (π.χ. το 2020), αν μετά τα 65 τους ισχύσουν οι συνθήκες θνησιμότητας του συγκεκριμένου έτους (εάν αυτά είναι π.χ. 20 έτη, αυτό σημαίνει οι 65αρηδες σήμερα έχουν ακόμη 20 χρόνια ζωής μπροστά τους).

Στη χώρα μας, κατά τη χρονική περίοδο από το 1980 έως το 1995 το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση αυξήθηκε κατά μέσο όρο 2,5 μήνες στους άνδρες και 3 μήνες /έτος στις γυναίκες. Όμως, κατά το χρονικό διάστημα 1995-2017 καταγράφεται μια επιβράδυνσή του, καθώς αυξήθηκε μόλις κατά 2,0 και 1,6 μήνες /έτος αντίστοιχα. Αν και η επιβράδυνση αυτή δεν αφορά μόνον την Ελλάδα, το προσδόκιμο ζωής στη χώρα μας αυξάνεται με πιο αργούς ρυθμούς με αποτέλεσμα και την υποβάθμιση της θέσης της ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες.

Η πιο αργή -σε σχέση με άλλες χώρες- αύξηση των κερδών σε έτη ζωής στην Ελλάδα την περίοδο 1995-2017 οφείλεται, κυρίως, στη λιγότερο -σε σχέση με τις χώρες αυτές- αποτελεσματική αντιμετώπιση των δύο μεγάλων ομάδων αιτιών θανάτου (παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος και καρκίνοι) που θίγουν τις ώριμες και μεγάλες ηλικίες. Η μη αποτελεσματική αντιμετώπιση τους (όταν δεν έχουν γίνει ακόμη εμφανή τα αποτελέσματα στη θνησιμότητα της πρόσφατης κρίσης) αποτελεί ένδειξη των αδυναμιών του συστήματος υγείας μας (ελλιπής διάγνωση – πρόληψη και περίθαλψη των χρόνιων παθήσεων), εκτιμά το Εργαστήριο του Π.Θ.

Η πανδημία του COVID-19
Η νοσηρότητα και η θνησιμότητα σε πανδημίες σαν αυτήν του COVID-19 με τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά, εξαρτάται από πλήθος παραμέτρων ανάμεσα στις οποίες καθοριστικό ρόλο παίζουν κυρίως η πρότερη κατάσταση υγείας του πληθυσμού, οι υποδομές, το ανθρώπινο δυναμικό και η ετοιμότητα αντίδρασης του συστήματος υγείας σε κάθε χώρα, οι πυκνότητες στους χώρους κατοικίας και εργασίας, το % των ηλικιωμένων -η δημογραφική γήρανση- και οι τύποι διαβίωσης των ατόμων αυτών (% διαβίωσης σε συλλογικά ιδρύματα), οι διαγενεακές σχέσεις (συχνότητα επαφών των ατόμων διαφορετικών γενεών που συνδέονται μεταξύ τους), η ένταση των διαπροσωπικών σχέσεων και οι χώροι συνεύρεσης τον ελεύθερο χρόνο (ιδιωτικοί/δημόσιοι), το εύρος των ευπαθών ομάδων (άστεγοι, Ρόμα, πρόσφυγες σε καταυλισμούς), η ένταση των ανταλλαγών με χώρες υψηλής νοσηρότητας, ο χρόνος εμφάνισης της πανδημίας (ειδικότερα σε χώρες με υψηλό τουρισμό) ως και ο χρόνος αντίδρασης-λήψης μέτρων και ο βαθμός αποδοχής τους από τον πληθυσμό.

Σύμφωνα με τα «Δημογραφικά Νέα» στην Ελλάδα, οι παράμετροι που παίζουν ρόλο στη νοσηρότητα και θνησιμότητα μιας πανδημίες έχουν άλλες θετικό και άλλες αρνητικό πρόσημο στη χώρα μας. Το δημόσιο σύστημα υγείας μετά από μια δεκαετία επιπλέον δοκιμασίων έχει σημαντικές ελλείψεις σε υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό και η κατάσταση υγείας του πληθυσμού των ηλικιωμένων δεν είναι από τις καλύτερες στην Ε.Ε. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα είναι μεν από τις πλέον γερασμένες ευρωπαϊκές χώρες (22 στους 100 κατοίκους είναι άνω των 65 ετών) αλλά το % των 80 + που διαβιώνουν σε συλλογικά ιδρύματα είναι εξαιρετικά χαμηλό – μόλις 2% του πληθυσμού της ηλικιακής αυτής ομάδας.
Επίσης, οι πυκνότητες στους χώρους εργασίας είναι σχετικά χαμηλές λόγω της πληθώρας των μικρών και μεσαίων μονάδων και του υψηλού ποσοστού των ελευθέρων επαγγελματιών (το υψηλότερο στην Ευρώπη). Οι πυκνότητες κατοικίας με εξαίρεση την Αθήνα είναι επίσης σχετικά χαμηλές, η συχνότητα των διαγενεακών επαφών είναι αντιθέτως υψηλή, όπως υψηλή είναι και η συχνότητα των επαφών μας και σε μη ιδιωτικούς χώρους. Το πλήθος των αστέγων και των καταυλισμών ειδικών ομάδων είναι -σε αντίθεση με άλλες ανεπτυγμένες χώρες- περιορισμένο (αν και υπάρχουν εξαιρετικά υψηλές συγκεντρώσεις προσφύγων σε καταυλισμούς σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου). Ο χρόνος διάδοσης του ιού είναι ευνοϊκός (εκτός τουριστικής περιόδου), ενώ ταυτόχρονα η ένταση των ανταλλαγών μας με χώρες υψηλής νοσηρότητας είναι περιορισμένη.

«Η οφειλόμενη στον COVID19 (αν ο κύκλος του κλείσει το τρέχον εξάμηνο) αύξηση της θνησιμότητας, άμεση και έμμεση. στη χώρα μας, όπως και στη μεγάλη πλειοψηφία των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, θα είναι μικρή. Οι επιπλέον θάνατοι το 2020 στην Ελλάδα θα είναι λιγότεροι αναλογικά από τους επιπλέον θανάτους το 1987- έτος καύσωνα – σε σχέση με το 1986 (+ 3.900 περισσότεροι θάνατοι το 1987- όλοι ατόμων 55 ετών και άνω – που είχαν ως αποτέλεσμα και την πτώση του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση κατά 2,5 μήνες). Έτσι, το ειδικό βάρος των πρόσθετων θανάτων το 2020 θα είναι περιορισμένο (2% του συνόλου των γεγονότων του έτους αυτού)», εκτιμά το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.