Ποιος ήταν πράος γιατρός-δήμαρχος της απελευθέρωσης και η πορεία του Βόλου έως τον σεισμό

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ
Η ιστορική πορεία της πόλης

Μεγάλη επιλογή και στήριγμα της ΕΑΜικής αντίστασης υπήρξε αναμφισβήτητα η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Εκτός από τον νεογέννητο θεσμό της επαρχιακής αυτοδιοίκησης εξακολουθούσε να υπάρχει η παραδοσιακή δομή του Δήμου. Αλλά η συμμετοχή των πολιτών και η λειτουργία του άλλαξε. Στο 15μελές δημοτικό συμβούλιο δεν αντιπροσωπευόταν η άρχουσα μειοψηφία της πόλης: οι βιομήχανοι, οι έμποροι, οι τραπεζίτες και οι μεγαλοδικηγόροι του Βόλου. Η σύνθεση του πρώτου συμβουλίου ήταν αντιπροσωπευτική όλων των στρωμάτων του πληθυσμού αλλά και ενδεικτική της ευρύτητας του ΕΑΜικού φάσματος. Από μέρους των επιστημόνων συμμετείχαν εκτός του δημάρχου Γ. Κονταράτου, οι Β. Τρίχας, Θ. Κλαψόπουλος, Ν. Κατριτζόγλου και Γ. Χρυσοχού. Από μέρους των επαγγελματιών και βιοτεχνών συμμετείχαν οι Δ. Φραγκόπουλος, Ν. Αρκουδογιάννης, και Μιχ. Τίκογλου. Από μέρους των εργατών  και υπαλλήλων συμμετείχαν οι Μιλτ. Παπακώστας, Ρ. Πατσιαντάς, Στάσα Μάνου, Θ. Δραγώνας και Λαυρ. Μαχαιρίτσας. Από μέρους των εμπόρων οι Αρ. Παπαδημητρίου και Γ. Λαμπρόπουλος. Από μέρους των βιομηχάνων ο διευθυντής της καπνοβιομηχανίας Ματσάγγου, Δημ. Γαντζόπουλος. Από μέρους των γυναικών οι Κωστήρη και Ελένη Καραϊωσηφίδου. Και από ένας εκπρόσωπος των τραπεζικών (Στ. Ελοσίτης), των δημ. Υπαλλήλων (ο καθηγητής Γ. Γαρυφάλλου), της ισραηλινής κοινότητας (Ο. Λεβής) και της νεολαίας (ο φοιτητής Ν. Καβούρας).

Του Μιχάλη Κουντούρη, πρώην δημάρχου Βόλου


Ο Βόλος πριν από τον
πόλεμο του 1940

Η ΕΑΜική ηγεμονία απλώθηκε στην πόλη χωρίς το παραμικρότερο πρόβλημα. Οι νέες ΕΑΜικές Αρχές εγκαταστάθηκαν σε εγκαταλειμμένα δημόσια κτήρια και γραφεία και άρχισαν από τις πρώτες μέρες να λειτουργούν κανονικά και μάλιστα η συντριπτική πλειοψηφία των υπαλλήλων ήταν ενταγμένη στις ΕΑΜικές οργανώσεις. Στη θέση της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης δημιουργήθηκε ένας νέος θεσμός αιρετός και αντιπροσωπευτικός: το επαρχιακό συμβούλιο της αυτοδιοίκησης. Επικεφαλής του επαρχιακού βρισκόταν ο πρόεδρος και μία πενταμελής διοίκηση. Πρώτος πρόεδρος-αλλά και τελευταίος γιατί ο νέος θεσμός δεν είχε συνέχεια, εκλέχτηκε ένας έμπειρος δημοτικός υπάλληλος, ο Μέμος Ζήτρος. Αντιπρόεδροι εκλέχτηκαν ο γιατρός Β. Τριχόπουλος, και ο κ. Κονδυλογιάννης, γραμματέας ο δικηγόρος Θ. Τσούγκος και ταμίας ο κτηματίας Αργύρης Λύτρας. Δήμαρχος του τότε δήμου Παγασών ορίσθηκε ο γιατρός Γιάννης Κονταράτος, αντιστασιακός και εθνοσύμβουλος, προερχόμενος από τους αριστερούς και Φρούραρχος του Βόλου ορίσθηκε ο καπετάνιος του 54ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Πέτρος Πηλιορείτης (Θανάσης Κουφοδήμος), και διοικητής της Πολιτοφυλακής ο βιοτέχνης Φώτης Συρνιώτης, ένας ήπιος και συνετός άνθρωπος.

Μετά τον Κονταράτο, δήμαρχος διορίστηκε ο γιατρός Ν. Παπαγεωργίου. Ο κατοχικός δήμαρχος Παπασακελλαρίου επανεμφανίστηκε και είχε το θράσος να ζητήσει τους μισθούς 4 μηνών, όταν ήταν δήμαρχος ο Κονταράτος, ο οποίος και υποχρεώθηκε να καταβάλει τους μισθούς ως αχρεωστήτως καταβληθέντες.

Με τον σχηματισμό τον Νοέμβριο του 1945 κυβέρνησης Σοφούλη δήμαρχος Βόλου ορίζεται ο Γεώργιος Κοντοστάνος.

Το πρώτο αυτό δημοτικό συμβούλιο του Βόλου ήταν μία πραγματική και αυθεντική μικρογραφία της τοπικής κοινωνίας. Ήταν οι νέες κοινωνικές δυνάμεις που ανέρχονταν στο πολιτικό προσκήνιο της πόλης. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί που είχαν αναδειχθεί. Υπήρχε και πλειάδα άλλων πολιτών που συμμετείχαν για πρώτη φορά στη διαχείριση των δημοτικών υποθέσεων, πρόεδρο και τα μέλη των συνοικιακών συμβουλίων που πλαισίωναν το δημοτικό συμβούλιο. Τα συνοικιακά συμβούλια ήταν ένας συμμετοχικός θεσμός που είχε δημιουργήσει το ΕΑΜικό κίνημα. Ο Βόλος είχε διαιρεθεί σε οκτώ συνοικιακά διαμερίσματα και σε κάθε συνοικία βρισκόταν ένα συμβούλιο. Η Αυτοδιοίκηση με αυτόν τον τρόπο γινόταν μία μεγάλη κυψέλη δράσης και για τον εξωραϊσμό και την ανάπλαση της πόλης. Αλλά ταυτόχρονα και ένας μεγάλος ενοποιητικός χώρος, όπου ο νέος πολίτης αποκτούσε τη συνείδηση συμμετοχής στην κοινή πορεία του τόπου του.

Στο τέλος Μαΐου του 1947, ο Βόλος χωριζόταν στα δύο το ρέμα του Κραυσίδωνα γινόταν το φυσικό όριο: από τη μια μεριά του Κραυσίδωνα ο υποτιθέμενος παλιός Βόλος των αστών, των νοικοκυραίων, των γηγενών, και από την άλλη η Νέα Ιωνία των εργατών, των προσφύγων των ξενόφερτων, των κατατρεγμένων. Το όνειρο των ιθυνόντων της εθνικοφροσύνης του Βόλου, για τον διαχωρισμό και την απομόνωση της κόκκινης Ν. Ιωνίας πέραν του Κραυσίδωνα, γινόταν πραγματικότητα. Τα τελευταία χρόνια η Νέα Ιωνία τους είχε γίνει ένας πραγματικός εφιάλτης. Κάθε φορά που γινόταν μια μεγάλη συγκέντρωση οι αρχές έκλειναν τις γέφυρες και τους δρόμους από τη Νέα Ιωνία προς τον Βόλο για να μη κατεβούν στην πόλη οι αλλοφερμένοι, οι κόκκινοι. Μέχρι και αστυνομικές διατάξεις εκδίδονταν που απαγόρευαν προσωρινά την κυκλοφορία των κατοίκων της Νέας Ιωνίας προς το Βόλο. Το καθεστώς της Δεξιάς, εκμεταλλευόμενο τις φιλοδοξίες μερικών προσφυγικών παραγόντων αλλά και τις προσδοκίες του κόσμου για εξάλειψη της κακομοιριάς της παράγκας, προχώρησε στη διαίρεση της πόλης με υπολογισμούς καθαρά κομματικούς και πολιτικούς. Αλλά, με τον τρόπο αυτόν, ούτε τα πάγια συμφέροντα της πόλης εξυπηρετήθηκαν, ούτε τελικά και τα δικά τους γιατί ο Βόλος παρέμεινε αυτός που ήταν πάντοτε: δημοκρατικός και ενωμένος. Σε μια εποχή που ολόκληρη η Ελλάδα κινδύνευε να σπάσει στα δύο ποιος σκεφτότανε τη διαίρεση μιας πόλης.

Από την απελευθέρωση στις 19 Οκτωβρίου 1944 ως τον Ιούνιο του 1951, ο Δήμος Παγασών άλλαξε δέκα διορισμένους δημάρχους, ανάλογα ποιο κόμα είχε την εξουσία. Μετά την παραίτηση του Νικόλαου Σαράτση, τοποθετήθηκε δήμαρχος ο Πάνος Ν. Χατζηκωνσταντίνου για έναν μόνο μήνα και στη συνέχεια ως το τέλος της Κατοχής ο Θρασύβουλος Παπασακελλαρίου.

Η απελευθέρωση του Βόλου

Με την είσοδο των ΕΑΜικών δυνάμεων στον Βόλο στις 19 Οκτωβρίου 1944, τοποθέτησαν την επόμενη μέρα δήμαρχο τον γιατρό Ιωάννη Κονταράτο έως τις 12 Φεβρουαρίου 1945. Ο Κονταράτος γεννήθηκε το 1883 στον Βόλο και στην Κατοχή εντάχθηκε στο ΕΑΜικό Κίνημα. Ήταν γιατρός που αγαπήθηκε από τη φτωχολογιά, ήταν πράος ως χαρακτήρας και έσωσε πολύ κόσμο στις μέρες της Κατοχής, γι’ αυτό και τον επέλεξαν οι δυνάμεις του ΕΑΜ που επικράτησαν στον Βόλο.

Με τις αλεπάλληλες πολιτικές αλλαγές που έγιναν στην Ελλάδα και τις κυβερνήσεις που επικράτησαν (Παπανδρέου, Πλαστήρα, Παν. Κανελλόπουλου, Σ. Σοφούλη), δήμαρχος διορίστηκε ο Νίκος Παπαγεωργίου, ο οποίος εκείνη την εποχή ανήκε στον κεντρώο χώρο, αλλά αργότερα συντάχθηκε με τη συντηρητική παράταξη.

Το 1950 εκλέχθηκε βουλευτής με τους Φιλελεύθερους και το 1956-1963 εκλέχθηκε βουλευτής με την ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Από τις 20-10-1945 έως τις 25-5-1946, διορίσθηκε δήμαρχος το στέλεχος του ΕΑΜ και επί σειρά ετών διευθυντής των τεχνικών υπηρεσιών του Δήμου, Γεώργιος Κοντοστάνος. Με τη νίκη στις βουλευτικές εκλογές της Ενωμένης Παράταξης Εθνικών Κομμάτων το 1946, διορίσθηκε δήμαρχος ο Ζήσης Ζησάκης, που παρέμεινε ως το 1951 και στη συνέχεια εκλέχθηκε βουλευτής Μαγνησίας επί ΕΡΕ και ως το 1963.

1951: Ένας Κερκυραίος ο τελευταίος δήμαρχος Παγασών

Οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές στον δήμο Παγασών έγιναν το 1951. Μόλις είχε τελειώσει ο Εμφύλιος και εκατοντάδες Βολιώτες ή είχαν «κυνηγηθεί» από την πόλη για τα σοσιαλιστικά κράτη (Ρουμανία, ΕΣΣΔ, Ουγγαρία, Γιουγκοσλαβία, Τσεχοσλοβακία) ή βρίσκονταν στους τόπους εξορίας.

Το πολιτικό στάτους της πόλης είχε αλλάξει. Ο Γεώργιος Καρτάλης, ο ηγέτης της Δεξιάς, τώρα μετά την Κατοχή και την Αντίσταση κατά των Ιταλών και των Γερμανών, ηγούταν του κεντροαριστερού πολιτικού χώρου.

Ο Γ. Καρτάλης

Πολιτικοί του φίλοι ήταν πλέον οι πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες αγωνίστηκαν με το ΕΑΜ, όπως ο Κερκυραίος διευθυντής Τεχνικών Υπηρεσιών του δήμου, Γεώργιος Κοντοστάνος, φίλος του Καρτάλη. Αντίπαλός του ένα γνήσιο τέκνο της συντηρητικής παράταξης και γόνος παλαιάς οικογένειας του Βόλου, ο Ανδρέας Αποστολίδης.

Ο Ανδρέας Αποστολίδης υπήρξε προσωπικότητα στον επιχειρηματικό κόσμο, με την ίδρυση της Ηλεκτρικής Εταιρείας και της Τσιμεντοβιομηχανίας «Όλυμπος» τη δεκαετία του 1920, και γόνος οικογένειας που δρούσε στην πόλη, και στη συνέχεια πολιτικός παράγοντας με πολλά αξιώματα υπουργείων την προπολεμική και μεταπολεμική περίοδο.

Ένα μέγα πολιτικό λάθος του του στέρησε τον δήμο το 1951 αλλά στη συνέχεια βοήθησε την πόλη ως στέλεχος των κυβερνήσεων Παπάγου και Καραμανλή, με τα όποια λάθη σε βάρος της πόλης. Το μεγάλο πολιτικό λάθος του ήταν ότι συνεργάστηκε με τη Δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά ως υπουργός Οικονομικών. Οι πολιτικοί αντίπαλοί του εκμεταλλεύτηκαν την πολιτική πορεία του, και επικοινωνιακά τον εξέθεσαν ως Μεταξικό. Αποτέλεσμα ήταν ο Κοντοστάνος, ένας «ξένος» με τη βοήθεια του Γ. Καρτάλη και όλων των προοδευτικών δυνάμεων να εκλεγεί, όντας αγαπητός όμως στους πολίτες και κατάφερε το μεγάλο επίτευγμα να φέρει στον Βόλο το νερό από την πηγή της Καλιακούδας και στη συνέχεια ν’ αναπτυχθεί ένα δίκτυο σωληνώσεων με το πολύτιμο αγαθό να φτάνει πρώτα στις γειτονιές με βρύσες και μετά στα σπίτια.

Στις πρώτες εκείνες εκλογές, ο Καρτάλης δεν είναι ο ίδιος υποψήφιος δήμαρχος, συμμετέχει όμως στο ψηφοδέλτιο ως υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος. Εκείνη την εποχή, ο Γεώργιος Καρτάλης είναι βουλευτής του νομού και υπουργός Συντονισμού και δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και δήμαρχος, μπορεί όμως να είναι δημοτικός σύμβουλος.

Φαίνεται ως σχήμα οξύμωρο, αλλά είναι αληθές: ο Καρτάλης που επιστρέφει στο Βόλο για να συνεχίσει την πολιτική του διαδρομή, δεν είναι ο Καρτάλης του 1934. Είναι ένας άλλος Καρτάλης, τελείως διαφορετικός από τον παλιό Καρτάλη, τον υποψήφιο δήμαρχο των φιλοβασιλικών και συντηρητικών δυνάμεων και λίγο αργότερα υπουργό εργασίας -μόλις 27 ετών- στην κυβέρνηση Κονδύλη. Έχει αλλάξει ριζικά ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό. Έχει αυτοπροσδιορισθεί ως προοδευτικός, δημοκρατικός, κεντροαριστερός, αφήνοντας πίσω τις παλαιοκομματικές και αναχρονιστικές παραδόσεις της οικογένειας του. Η μεταξική δικτατορία, ο πόλεμος του 1940, η κατοχή, η αντίσταση και τέλος ο εμφύλιος πόλεμος έχουν διαρρήξει το περίβλημα της ιδεολογικής και πολιτικής του συγκρότησης.

Τα βιώματα της ταραγμένης -και πυρίκαυστης- εκείνης εποχής επιδρούν αναγεννητικά στην προσωπικότητα του Καρτάλη. Η αντιμεταξική στάση του, η εθελοντική του στράτευση στον αντιφασιστικό πόλεμο του 1940, η συμμετοχή του στην αντίσταση ως συναρχηγού και πολιτικού μέντορα του συνταγματάρχη Ψαρού, η (κοινά αποδεκτή) προεδρία του στην ιστορική σύσκεψη όλων των αντάρτικών δυνάμεων στο Μυριόφυλλο και στην Πλάκα, οι αγώνες του για την αμνήστευση των αγωνιστών της ΕΑΜικής αντίστασης, η αποχή του από τις εκλογές του 1946, η αρθρογραφία του υπέρ της ουδετερότητας της χώρας μας, κατέγραψαν με αναμφισβήτητο τρόπο τη ριζική μεταστροφή του Καρτάλη. Ήταν από τις σπάνιες πολιτικές μορφές που είχε την ικανότητα να γίνει δέκτης των μηνυμάτων της εποχής του και -το κυριότερο- που είχε τη γενναιότητα να αλλάξει την πολιτική του πορεία και τον ιδεολογικό προσανατολισμό. Στην περίπτωση του Καρτάλη θα ταίριαζε απόλυτα ο στίχος του Ελύτη: «και άλλαξε εντός ο ρυθμός όλου του κόσμου».

Οι νέοι προσανατολισμοί του Καρτάλη τον αποκόπτουν, όπως ήταν επόμενο, από την παραδοσιακή πελατεία της οικογένειας του. Ο Καρτάλης αναζητά και βρίσκει τους νέους πολιτικούς του φίλους στην γενιά της κατοχής και της αντίστασης, σε όλους αυτούς που υπέφεραν και διώχθηκαν στην εποχή των διωγμών και του εμφυλίου πολέμου. Τους προσφέρει απλόχερα την προστατευτική του ομπρέλα με τους δικούς του, όμως, όρους ή μάλλον με τους όρους που απαιτούσε πατροπαράδοτα η οικογένειά του από τους οπαδούς του: την πλήρη αφοσίωση στο πρόσωπο και τις εντολές του. Κι εδώ συναντάμε ένα άλλο οξύμωρο σχήμα στην πολιτική συμπεριφορά του Καρτάλη: είναι ταυτόχρονα φορέας νέων πολιτικών αντιλήψεων, αλλά και έμφορτος ορισμένων ξεπερασμένων νοοτροπιών. Η αντίληψη του νέου κόμματος με στοιχειώδεις αρχές εσωκομματικής δημοκρατικής λειτουργίας είναι πράγματα άγνωστα για την νοοτροπία του Καρτάλη. Στην «αυλή» του, όπως με κακεντρέχεια λένε οι άσπονδοι φίλοι του, οικοδομείται το νέο καρταλικό κόμμα ή ακριβέστερα ο κομματικός του μηχανισμός.

Το δυστύχημα είναι ότι την αναχρονιστική αυτή νοοτροπία του ο Καρτάλης προσπαθεί -και πετυχαίνει για ένα μεγάλο διάστημα- να την εμβολιάσει και στο σώμα της τοπικής αυτοδιοίκησης του Βόλου. Ο Δήμος Βόλου -και ο Δήμος Νέας Ιωνίας- είναι το προνομιακό πεδίο πάνω στο οποίο θα προσπαθήσει ο Καρτάλης να οικοδομήσει το τοπικό του κόμμα, όπως άλλωστε έπραττε παραδοσιακά και η οικογένειά του. Οι δύο Δήμοι τους θεωρεί προέκταση της δικής του – αποκλειστικής- πολιτικής κυριαρχίας. Που σημαίνει -ειδικότερα για τον Δήμο Βόλου- ότι ο Δήμαρχος έπρεπε να είναι μέλος της οικογένειας ή της απόλυτης επιρροής.

Αυτήν την αντίληψη ακριβώς μετέφερε ο Καρτάλης στις αποσκευές του όταν επανήλθε στο Βόλο, στις αρχές του 1950, για να συνεχίσει την διακοπείσα πολιτική διαδρομή του: δημοκρατικός, ριζοσπαστικός, κεντροαριστερός στις κεντρικές πολιτικές του στοχεύσεις, συντηρητικός όμως, και ασύμμετρα οπισθοδρομικός, στη τοπική πολιτική του συμπεριφορά. Ένα υστερόγραφο, θα έλεγα, της προπολεμικής οικογενειακής του παράδοσης στη νέα εποχή των δημοκρατικών και προοδευτικών αναζητήσεων του.

Με τις επισημάνσεις μου αυτές, θα ξεκινήσω την αφήγησή μου για την καρταλική περίοδο της τοπικής αυτοδιοίκησης του Βόλου (που αρχίζει με τις δημοτικές εκλογές του 1951 και τελειώνει στις αναπληρωματικές δημοτικές εκλογές του 1956), εκτιμώντας ότι η περίοδος αυτή είναι ενιαία, έστω και αν ο Καρτάλης δεν είναι Δήμαρχος και στις δύο περιόδους. Είναι όμως εκείνος που διαφεντεύει τα δημοτικά πράγματα, αφού αυτός και μόνο αυτός επιλέγει και επιβάλει τον Δήμαρχο της αρεσκείας του. Η περίοδος αυτή αρχίζει με τη θητεία του Γεωργίου Κοντοστάνου.

Η δημαρχία του Γεωργίου Κοντοστάνου

Στις 15 Απριλίου του 1951 γίνονται οι πρώτες δημοτικές εκλογές μετά το 1934. Ως γνωστό στις εκλογές εκείνες ο Γεώργιος Καρτάλης ήταν υποψήφιος Δήμαρχος, αλλά απέτυχε για λίγους ψήφους, και Δήμαρχος εκλέχθηκε ο βενιζελικός Κωστής Σπυρίδης, της αντίπαλης πολιτικής οικογένειας του Βόλου. Στις δημοτικές εκλογές του 1951 ο Καρτάλης είναι βουλευτής και υπουργός και δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι και Δήμαρχος. Μπορεί, όμως, να είναι δημοτικός σύμβουλος και, φυσικά να ελέγχει το δημοτικό συμβούλιο. Άλλωστε, η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) δεν έχει ακόμα συγκροτηθεί, και, επομένως, πολιτικά κυρίαρχος στο χώρο της δημοκρατικής-προοδευτικής παράταξης είναι μόνο ο Καρτάλης. Ορίζει, λοιπόν, και επιβάλει ως δήμαρχο ένα δικό του άνθρωπο, τον άλλοτε μηχανικό του Δήμου Γεώργιο Κοντοστάνο, τον οποίο άλλωστε, είχε διορίσει ως δήμαρχο για ένα πεντάμηνο, όταν ο Καρτάλης ήταν υπουργός στην κυβέρνηση Σοφούλη (Νοέμβριος 1945- Απρίλιος 1946).

Ο Γ. Κοντοστάνος στα
έργα ύδρευσης,
στην πηγή της
Καλιακούδας

Ο Γεώργιος Κοντοστάνος είναι ένας λαμπρός επιστήμονας με εξαίρετες σπουδές, ένας πολύ καλός τεχνοκράτης, όπως θα λέγαμε σήμερα. Όμως, δεν είναι μία πολιτική προσωπικότητα, με την έννοια ότι δεν διαμορφώθηκε μέσα από πολιτικές διεργασίες και από κοινοτικούς αγώνες της εποχής του, παρά τον βενιζελικό προσανατολισμό του. Και το κυριότερο δεν είχε βιωματική σχέση με τα δραματικά γεγονότα που συγκλόνισαν την πόλη στη δεκαετία του 1940. Επί δημαρχίας Σπόρου Σπυρίδη, το 1927, διορίζεται διευθυντής των τεχνικών υπηρεσιών του τότε Δήμου Παγασών και ύστερα από δύο χρόνια, με την εκλογή ως Δημάρχου του Κώστα Καρτάλη, παραιτείται από την θέση του, αλλά ο νέος Δήμαρχος τον θέλει και τον μεταπείθει να μείνει στη θέση του. Φαίνεται πως, από τότε, δένεται με την οικογένεια Καρτάλη.

Στην πηγή της
Καλιακούδας

Ο Κοντοστάνος συνδέει τη θητεία του ως δήμο μηχανικού, κυρίως, με ένα όραμά του: την εξεύρεση πηγαίου και άφθονου πόσιμου νερού, σε μια εποχή που ο Βόλος δεν έχει άμεση και επιτακτική ανάγκη νερού. Αλλά εκείνος προβλέπει ότι ο Βόλος στο μέλλον θα διψάσει. Και επιδίδεται σε έρευνες και μελέτες. Με βάση τα στοιχεία και πορίσματα μιας τριετούς έρευνας της θητείας του, ο Κοντοστάνος εισηγήθηκε στο δημοτικό συμβούλιο τη δέσμευση -και την εν συνεχεία αξιοποίηση- των πηγών του συγκροτήματος Καλιακούδας για την οριστική επίλυση του υδροδοτικού προβλήματος του Βόλου. Έτσι, εκπονήθηκε προμελέτη για την ύδρευση του Βόλου από τον ίδιο και από δύο άλλους μηχανικούς, ενώ παράλληλα υποβλήθηκε από τον Δήμο αίτηση, το 1931, για τη δέσμευση και την απαλλοτρίωση των πηγών. Έπειτα από πολλές προσπάθειες, το κράτος παραχώρησε στον Δήμο, με τον ειδικό νόμο 6093/1934, μια ευρύτατη ορεινή περιοχή του δυτικού Πηλίου με πηγαίες εμφανίσεις. Επίσης, παραχώρησε στον Δήμο το προνόμιο της εκμετάλλευσης της ενέργειας από την υδατόπτωση με το σκεπτικό της ελάττωσης του κόστους της μεταφοράς νερού ως την κεντρική δεξαμενή.

Παρά τις έντονες τοπικές αντιπαραθέσεις που εκδηλώνονται για τον σχεδιασμό Κοντοστάνου, ο αυτός καθίσταται κυρίαρχος για τις επόμενες δημοτικές αρχές. Η οδός Καλιακούδας γίνεται μονόδρομος. Τεχνοκρατικά φαίνεται να είναι ορθός, πόσο όμως είναι πολιτικά εφικτός; Ο σχεδιασμός για την εκμετάλλευση της ενέργειας από τις υδατοπτώσεις δεν βρίσκει επενδυτές. Ο νόμος του 1934 ατονεί για δεκαετίες, και εύλογα αμφισβητείται η ισχύς του. Το κυριότερο υποβαθμίζεται η αντίδραση των κοινοτήτων για την παραχώρηση των πηγών. Κεντρικός πολιτικός σχεδιασμός δεν υπάρχει, ούτε πολίτικη βούληση και παρέμβαση εκδηλώνεται. Έτσι, η οριστική επίλυση του υδροδοτικού προβλήματος μετατίθεται για το μέλλον, στις πλάτες προφανώς του εκάστοτε Δημάρχου.

Προφανώς, το τεχνοκρατικό αυτό επίτευγμά του καταγράφεται στα θετικά του και αξιοποιείται πολιτικά για τον διορισμό του, επί πεντάμηνο, ως Δημάρχου Βόλου, όπως προανέφερα. Με τον τρόπο αυτόν προσημειώνεται η επιλογή του ως αιρετού Δημάρχου Βόλου στις δημοτικές εκλογές που διεξάγονται στις 15 Απριλίου του 1951. Όμως, κεντρική φιγούρα του συνδυασμού που ονομάζεται «Προοδευτική Ένωση» είναι ο Γεώργιος Καρτάλης. Του αντίπαλου συνδυασμού ηγείται ο Ανδρέας Αποστολίδης, γόνος και αυτός επιχειρηματικής και πολιτικής οικογένειας του Βόλου, και πρώην υπουργός της κυβέρνησης Μεταξά. Το εκλογικό σύστημα που ισχύει στις εκλογές εκείνες είναι το πλειοψηφικό: όποιος πάρει το 50%, παίρνει και τους 24 δημοτικούς συμβούλους, δηλαδή το σύνολο των δημοτικών συμβούλων. Ούτε ένας σύμβουλος αντίθετων αντιλήψεων και προσανατολισμών. Ένα δημοτικό συμβούλιο τελείως μονόχνωτο.

Ο Δήμαρχος εκλέγεται από το δημοτικό συμβούλιο. Για την εκλογή του όμως, ψηφίζουν όχι μόνο οι 24 εκλεγμένοι δημοτικοί σύμβουλοι, αλλά και οι άλλοι τόσοι αναπληρωματικοί. Σύνολο 48. Ο προτεινόμενος Δήμαρχος πρέπει να είναι εκλεγμένος δημοτικός σύμβουλος και όχι αναπληρωματικός. Και πρέπει να εκλεγεί στις δύο πρώτες ψηφοφορίες. Αν δεν εκλεγεί, τότε αυτομάτως εκλέγεται Δήμαρχος εκείνος που πλειοψήφησε σε σταυρούς.

Ας παρακολουθήσουμε τώρα πως εξελίσσεται η διαδικασία εκλογής του Δημάρχου και αν η διαδικασία αυτή δεν είναι απομεινάρι της παλαιοκομματικής «κοτζαμπασίδικης» εποχής! Ο συνδυασμός που υποστηρίζεται από τον Καρτάλη κερδίζει τις εκλογές με 9825 ψήφους και ποσοστό 47,45%, ενώ ο αντίπαλος συνδυασμός του Ανδρέα Αποστολίδη χάνει τις εκλογές με 7277 ψήφους και ποσοστό 42,55%, χωρίς καμία εκπροσώπηση στο δημοτικό συμβούλιο. Ο συνδυασμός «Προοδευτική Ένωση» εκλέγει και τους 24 δημοτικούς συμβούλους. Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγεται, φυσικά, ο Γ εώργιος Καρτάλης, πολλοί αντιστασιακοί, αξιωματικοί του ΕΛΑΣ, ο στρατηγός Ψιάρης, ο συν/ρχης Ιατρούλης, οι περισσότεροι νέα πρόσωπα στην κοινωνία του Βόλου. Υπάρχουν, όμως, δύο εκπλήξεις που χαλούν το στημένο σκηνικό της εκλογής Δημάρχου: ο προτεινόμενος ως Δήμαρχος Γεώργιος Κοντοστάνος δεν εκλέγεται καν δημοτικός σύμβουλος και έρχεται 31ος στη σειρά του συνδυασμού και έβδομος αναπληρωματικός σύμβουλος -επομένως δεν μπορεί να εκλεγεί Δήμαρχος-, ενώ πρώτος σε σταυρούς, με μεγάλη διαφορά από τους άλλους συμβούλους, έρχεται ο γιατρός Γιάννης Κονταράτος, αρχίατρος της πρώτης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, εθνοσύμβουλος και δήμαρχος Βόλου μετά την απελευθέρωση. Η προτίμηση του κόσμου είναι σαφής, και το προβάδισμα του Κονταράτου για Δήμαρχος του Βόλου ακόμη σαφέστερο. Όμως, «Άλλαι αι βουλαί των ανθρώπων και άλλαι των θεών». Ο Καρτάλης δεν φαίνεται διατεθειμένος να υποχωρήσει. Επιμένει σταθερά στην εκλογή Κοντοστάνου, έστω και αν χρειασθεί να παρακάμψει τη θέληση του βολιώτικου λαού. Προχωρεί χωρίς κανένα δισταγμό σε μεθοδεύσεις που ταπεινώνουν αιρετά πρόσωπα και ευτελίζουν την θεσμική αυτοτέλεια της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ζητά τις παραιτήσεις έξι επιλαχόντων συμβούλων και ενός εκλεγμένου, για να μπορέσει ο Κοντοστάνος να αναρριχηθεί στη θέση του 24ου δημοτικού συμβούλου και να εκλεγεί στη συνέχεια Δήμαρχος. Η κοινή γνώμη του Βόλου μένει άναυδη. Ο τύπος της πόλης διερωτάται: που είναι η ευθιξία του Κοντοστάνου, αλλά και των άλλων συμβούλων που υποχρεώνονται σε παραίτηση, δεν θα αντιδράσουν; Ο Καρτάλης απαντά ότι ρώτησε τον υπουργό εσωτερικών Μπακόπουλο κι εκείνος τον διαβεβαίωσε ότι η ακολουθούμενη διαδικασία των παραιτήσεων δεν είναι παράνομη. Δεν διερωτήθηκε όμως πόσο είναι πολιτικά επιτρεπτή και ηθική; Έτσι προχωρεί απτόητος στη διαδικασία των παραιτήσεων. Το δημοτικό συμβούλιο συνέρχεται για να εκλέξει δήμαρχο, αλλά αναβάλλεται συνεχώς μέχρις ότου συμπληρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός των παραιτήσεων για την εκλογή του Κοντοστάνου ως τακτικού συμβούλου.

Τελικά, εκλέγεται Δήμαρχος του Βόλου ο Γεώργιος Κοντοστάνος, εκλεκτός του Γεωργίου Καρτάλη. Πόσο όμως αξιόπιστος και αποτελεσματικός μπορεί να είναι ένας δήμαρχος που επιβάλλεται σε μία πόλη με αυτόν τον πολιτικά ανορθόδοξο τρόπο; Και ποιο μπορεί να είναι το κύρος ενός δημοτικού συμβουλίου για να διεκδικεί λύσεις επάξιες για την πόλη ή να μπορεί να πείθει τους πολίτες για την ορθότητα των αποφάσεών του;

Η δημαρχία Κοντοστάνου δεν μπόρεσε να αφήσει το αποτύπωμά της στη φυσιογνωμία του Βόλου ούτε και μπόρεσε να παρουσιάσει κάποιο αξιόλογο έργο που θα ενίσχυε τις υποδομές της πόλης. Υπήρχαν πολλά άλυτα προβλήματα, συσσωρευμένα από τις προηγούμενες δεκαετίες, με τα έργα τελικά να περνούν στην ιταλική και όχι στην ελληνική οικονομία. Η Ελλάδα -και στην προκείμενη περίπτωση ο Βόλος- δωροδοκήθηκε με μία επί πλέον μελέτη που, όταν τελείωσε, δεν μπόρεσε να αξιοποιηθεί διότι δεν ανταποκρινόταν πλέον στις διαφαινόμενες σύγχρονες ανάγκες της πόλης.

Το παράδοξο, όμως, είναι άλλο: Ξέρουμε ότι επί Κοντοστάνου, ως δημομηχανικού, είχε ανατεθεί στον ίδιο και σε δύο άλλους μηχανικούς η εκπόνηση προμελέτης για τα νερά της Καλιακούδας, τα οποία δεσμεύθηκαν στη συνέχεια με νόμο υπέρ του Δήμου. Στη συνέχεια, και ύστερα από είκοσι χρόνια, τον Αύγουστο το 1950, φαίνεται να ασχολείται και πάλι με τη μελέτη του υδροδοτικού προβλήματος της πόλης. Στις 28 Αυγούστου, όπως διαβάζουμε στον τοπικό Τύπο, το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε να αναθέσει τη μελέτη για την υδροδότηση της πόλης στον Κοντοστάνο και στον Αρλιώτη. Την επομένη όμως, 29 Αυγούστου, που συνεχίσθηκε η συνεδρίαση, η προηγούμενη απόφαση της ανάθεσης κρίθηκε πρόχειρη και αβασάνιστη, και το δημοτικό συμβούλιο πήρε καινούρια απόφαση με την οποία, η μεν μελέτη για την ύδρευση ανατέθηκε στους Κοντοστάνο και Αρλιώτη, αλλά η μελέτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τις υδατοπτώσεις ανατέθηκε στον Συνοδινό. Φαίνεται, όμως, πως το σήριαλ των μελετών δεν σταματά εδώ. Ύστερα από λίγες εβδομάδες, και συγκεκριμένα στις 6 Οκτωβρίου του 1950, το δημοτικό συμβούλιο συνέρχεται εκ νέου με θέμα τη μελέτη του υδροδοτικού και ακυρώνει τις προηγούμενες αποφάσεις ανάθεσης των μελετών σε μηχανικούς της πόλης. Ύστερα από ένα περίπου μήνα, το δημοτικό συμβούλιο συνέρχεται και πάλι για να ζητήσει την εκχώρηση στον Δήμο της μελέτης της εταιρείας «Γαλιλαίος» για την εκμετάλλευση των πηγών Λαγωνίκας, παράλληλα με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Λίγους μήνες αργότερα, ο Κοντοστάνος, ως εκλεγμένος πλέον Δήμαρχος της πόλης, παρακάμπτει το προηγούμενο μελετητικό έργο και προσανατολίζεται σταθερά, με τη στήριξη της τότε κυβέρνησης, προς μια νέα ολοκληρωμένη μελέτη με χρήματα των ιταλικών επανορθώσεων. Πράγματι, στις 11 Νοεμβρίου 1953, το δημοτικό συμβούλιο αποδέχεται πράξη του υπουργού δημοσίων έργων για την ανάθεση στην εταιρεία Τέρνι της μελέτης για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τις υδατοπτώσεις των πηγών Λαγωνίκας σε συνδυασμό με την ύδρευση του Βόλου και την κατασκευή υπονόμων.

Ένα χρόνο αργότερα, ο Κοντοστάνος υπέγραφε στη Ρώμη την οριστική συμφωνία για την ανάθεση της μελέτης στην Τέρνι Η μελέτη αυτή προϋπέθετε για την ολοκλήρωσή της την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τις υδατοπτώσεις των πηγών Λαγωνίκας, πράγμα που αποδείχθηκε ανεδαφικό και η μελέτη ανεφάρμοστη.

Φαίνεται, πως το σήριαλ των μελετών ήταν ένας εύσχημος τρόπος για να διαιωνίζεται η αναβλητικότητα και η έλλειψη αποτελεσματικότητας στην επίλυση των προβλημάτων της πόλης. Και όταν τελικά η λύση κάποιου προβλήματος ωρίμαζε χρηματοδοτικά, η μελέτη ήταν ξεπερασμένη. Αυτή η έλλειψη συγχρονισμού μελέτης και εκτέλεσης του έργου ήταν κάτι που είχε εξελιχθεί σε νοοτροπία των δημοτικών αρχόντων, και βύθιζε την πόλη στην παρατεταμένη αδράνεια και χαλάρωση. Αργότερα, όταν επί δημαρχίας Καρτάλη μετά τους μεγάλους σεισμούς του Απριλίου του 1955, τέθηκε θέμα μερικής αναθεώρησης του σχεδίου πόλης, και το δημοτικό συμβούλιο αντέδρασε, ο Κοντοστάνος μίλησε «για εγγενή φοβία ότι η μελέτη ισοδυναμεί με καθυστέρηση». Μόνο, που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επρόκειτο για την εκπόνηση μιας τυπικής μελέτης, αλλά για μια ύψιστη πολιτική πράξη, όπως είναι η αναθεώρηση του σχεδίου μιας πόλης, και μάλιστα εν μέσω μιας σεισμικής καταστροφής.

Η δημαρχία Γεωργίου Καρτάλη

Η περίοδος Καρτάλη κλείνει με τη δική του δημαρχία. Στις 21 Νοεμβρίου του 1954 διεξάγονται οι δεύτερες δημοτικές εκλογές μετά τα λήξη του εμφύλιου πολέμου. Τις εκλογές εκείνες πολιτικοποιεί απολύτως η νόμιμη Αριστερά. Προφανώς με την παρότρυνση της εκτός νόμου και χώρας ηγεσίας του ΚΚΕ, η οποία πιστεύει ότι οι εκλογές αυτές είναι μία ευκαιρία για να βγει η αριστερά από την απομόνωση και να δημιουργήσει ένα ευρύτερο πατριωτικό αντιπαπαγικό μέτωπο. Προς το σκοπό αυτόν αποστέλλεται παρανόμως στην Ελλάδα ένα εξέχον ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, ο εκ Βόλου δικηγόρος και διανοούμενος και υποψήφιος προπολεμικά για τον δήμο Βόλου, Μιλτιάδης Πορφυρογένης. Κατά την εδώ παραμονή του (που θα διαρκέσει τέσσερις μήνες, από τον Σεπτέμβριο του 1954 ως τον Γενάρη του 1955), ο Πορφυρογένης θα συναντηθεί με την ηγεσία της ΕΔΑ αλλά και με άλλες προσωπικότητες του ευρύτερου προοδευτικού χώρου, κυρίως με τον Γεώργιο Καρτάλη με τον οποίο θα συζητήσει το θέμα των επικείμενων εκλογών. Ο Καρτάλης θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτικοποίηση εκείνων των εκλογών, εκτιθέμενος μάλιστα ο ίδιος ως υποψήφιος δήμαρχος του Βόλου. Επομένως, οι πολιτικές προτεραιότητες του Καρτάλη είναι απόλυτα σαφείς και καμία παρανόηση δεν είναι επιτρεπτή για τις στοχεύσεις του.

Το σπίτι των
Καρτάληδων, Ερμού –
Αγ. Νικολάου απέ-
ναντί από την εκκλη-
σία του Αγ. Νικολάου
χτίστηκε μετά
την εκκλησία 1856 –
και 1898 μετά την
πυρπόληση του από
τους τούρκους.
Το σπίτι καταστρά-
φηκε με τον σεισμό
του 1955.

Ο Καρτάλης κερδίζει τις εκλογές με ποσοστό που αγγίζει σχεδόν το 60% και εκλέγει, σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα νόμο, τους 19 από τους 25 δημοτικούς συμβούλους. Η οργανωτική παρουσία της ΕΔΑ είναι σχεδόν ανύπαρκτη στον Βόλο, την εποχή εκείνη, και το πολιτικό παιγνίδι παίζεται αποκλειστικά από τον Καρτάλη. Οι περισσότεροι δημοτικοί σύμβουλοι έχουν ΕΑΜική προέλευση, όπως και οι προηγούμενοι άλλωστε, πλην ενός του δικηγόρου Σταμούλη Ελαφρού που ανήκει στην Δεξιά, αλλά προέρχεται από παλιά οικογένεια, φίλα προσκείμενη προς την οικογένεια Καρτάλη. Πρώτος δημοτικός σύμβουλος σε σταυρούς εκλέγεται ο γιατρός Αριστείδης Στουρνάρας, επικεφαλής του υγειονομικού του ΕΛΑΣ και ακολουθεί ο Δημήτριος Μπαλής, ταγματάρχης του στρατού και διοικητής της πολιτοφυλακής Θεσσαλίας.

Ο Γεώργιος Καρτάλης αναλαμβάνει τα ηνία του Δήμου στις αρχές του Φεβρουάριου του 1955, και η θητεία του θα διαρκέσει ακριβώς ένα χρόνο. Θα παραιτηθεί για να πολιτευτεί στις εθνικές εκλογές του Φεβρουάριου του 1956. Η θητεία υπήρξε ατυχής και περισσότερο βέβαια ατυχής για τον Βόλο. Σημαδεύεται από τους καταστρεπτικούς σεισμούς του Απριλίου του 1956 και από τις πρωτοφανείς πλημμύρες του Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου που στοίχισε τις ζωές 37 ατόμων από την υπερεκχείλιση των νερών του Αναύρου. Πριν προλάβει ο Βόλος να καταγράψει και να επουλώσει τις ζημιές του από το σεισμό της 30ης Απριλίου του 1954, οι νέοι σεισμοί ισοπέδωσαν τον Βόλο και άφησαν άστεγους σχεδόν το σύνολο των κατοίκων του. Επόμενο ήταν όλες οι σκέψεις, οι φροντίδες, οι δραστηριότητες του Δημάρχου και των δημοτικών συμβούλων να περιστραφεί γύρω από το ζωτικό πρόβλημα της περίθαλψης των κατοίκων και της ανέγερσης των σπιτιών τους. Η μάχη της ανοικοδόμησης του Βόλου, του νέου Βόλου θα έλεγα, άρχιζε. Οι εκλογές του Νοεμβρίου ήταν, όπως είπαμε απόλυτα πολιτικοποιημένες. Αναμενόμενο ήταν και ανοικοδόμηση του Βόλου να πάρει πολιτικές διαστάσεις. Ο πολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ δημοτικής Αρχής και της κυβέρνησης Παπάγου ήταν δεδομένος και έντονος. Και οξύνθηκε ακόμη περισσότερο από τις διαφορετικές στρατηγικές για την ανοικοδόμηση της πόλης. Η κυβέρνηση Παπάγου ήθελε να έχει το επάνω χέρι στην ανοικοδόμηση του Βόλου. Αυτό άλλωστε ταίριαζε και στη στρατιωτική νοοτροπία του Στρατάρχη Παπάγου. Ο Καρτάλης πίστευε και αξίωνε -και πολύ σωστά βέβαια- ότι η πρωτοβουλία και η διεύθυνση της ανοικοδόμησης έπρεπε να ανήκει στον Δήμο και τους τοπικούς φορείς. Το δημοτικό συμβούλιο ζητούσε μάταια τη σύσταση ενός αυτόνομου οργανισμού ανοικοδόμησης της πόλης, με βάση τις συγχρονισμένες μεθόδους και τις ανάγκες του Βόλου ως μεγαλούπολης. Με την άποψη του αυτόνομου οργανισμού συντάσσονταν και το τεχνικό επιμελητήριο Ελλάδας. Ο ανταγωνισμός αυτός έπαιρνε και μία άλλη, ουσιαστική διάσταση: ο Παπάγος ήθελε επικεφαλής της ανοικοδόμησης τους στρατιωτικούς, το επιμελητήριο τους τεχνικούς. Ο Καρτάλης θα επισκεφθεί για τον λόγο αυτόν τον Πρωθυπουργό, αλλά ο Παπάγος είναι ανένδοτος. Φυσικά, έγινε εκείνο που ήθελε ο στρατάρχης. Γενικός αρμοστής διορίσθηκε ο στρατηγός Ιατρίδης με απόλυτες και αποκλειστικές αρμοδιότητες. Το δημοτικό συμβούλιο διαμαρτύρεται, ο Καρτάλης συγκαλεί σύσκεψη τοπικών φορέων για να οργανωθεί «η σκέψη και η φωνή της πόλεως».

Κι ενώ ο Δήμαρχος και το δημοτικό συμβούλιο αντιδρούν και διαμαρτύρονται «διά τον αντικανονικόν και ασύμφορον δια μίαν πόλιν, ως Βόλος, τρόπον ανοικοδομήσεως αυτής», οι στρατιωτικές αρχές προχωρούν με προχειρότητα, ασάφεια και έλλειψη μεθοδικότητας στην ανοικοδόμηση της πόλης, εκμεταλλευόμενες την αγωνία του κόσμου για την εξασφάλιση μιας γρήγορης στέγασης. Η χρηματοδότηση της οικοδομής αποτελεί ένα συνεχές σημείο τριβής μεταξύ της δημοτικής αρχής και κυβέρνησης. Τα οικονομικά αιτήματα του Δήμου για την αύξηση της χρηματοδότησης και την συνέχιση και ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης και άλλα συναφή κυριαρχούν στις διεκδικήσεις του. Εύλογα βέβαια, αφού τα χρήματα για τος σεισμόπληκτους προέρχονται από την έκτακτη εισφορά υπέρ των σεισμοπλήκτων. Όμως, το δημοτικό συμβούλιο δεν μπορεί να εξαντλείται μόνο στην έκφραση της αγωνίας και των ( δίκαιων) αιτημάτων του κόσμου με υπομνήματα και διαμαρτυρίες. Δεν μπορεί να μετατρέπεται σε ουραγό του κόσμου Πρέπει να μπορεί να υπερβαίνει την καθημερινότητα και τα εφήμερα και να προσανατολίζει τους πολίτες -και να τους εμπνέει- με στόχους αλλά και νέα προβλήματα που γεννιούνταν από τις σύγχρονες ανάγκες της πόλης και που επιζητούσαν την επίλυσή τους, Και όμως, εκείνο δημοτικό συμβούλιο διέθετε και μοναδική ομοιογένεια (χωρίς αντιπολίτευση) και αξιόλογα πρόσωπα. Και, προ παντός επικεφαλής έναν Καρτάλη, µε σηµαίνουσα θέση στην κεντρική πολιτική σκηνή, που μπορούσε να θέσει σε τροχιά επίλυση χρονίζοντα προβλήματα της πόλης ο Καρτιλης όμως απορροφηµένος από τα προβλήµατα -και τα διλλήµατα- της μεγάλης πολιτικής στην οποία ήταν ταγµένος δεν ασχολήθηκε µε τα προβλήματα της πόλης για τα οποία θεσµικά αρμόδιος ήταν ο Δήμος. Μόνο που ο Δήμος, μπλεγμένος ανορθόδοξα στο πολιτικό παιγνίδι του Καρτάλη δε αφέθηκε απερίσπαστος να ασχοληθεί µε τα του οίκου του. Έτσι, η µόνη ζημιωμένη τελικά βρέθηκε η πόλη.

Πριν κλείσω το κεφάλαιο της δημαρχίας Κοντοστάνου δεν θα ήθελα να παραλείψω όσα αναφέρει ο γιος του Νίκος σε ένα βιβλίο-αφιέρωμα για τα επιτεύγματα του πατέρα του-Δημάρχου όπως: την εκκαθάριση των οικονομικών του Δήμου και του λογιστηρίου από πλασματικές εγγραφές, την έναρξη εκσυγχρονισμού της καθαριότητας, την έναρξη της ανανέωσης του εξαρθρωμένου οδικού δικτύου, την επίλυση και την επιβίωση του Δημοτικού Νοσοκομείου, την απόκτηση από τον Δήμο µε πολύ μικρό τίµηµα της περιοχής των διακοσίων στρεμμάτων δυικά των εκβολών του Ξηριά, τις γεωτρήσεις του 1952 και του 1953, το υδραγωγείο της Νέας Δημητριάδας και το δίκτυο σωληνώσεων ως τον Άναυρο µε μηδενικό κόστος αγοράς σωλήνων.

Τέλος, ως έργο ορόσημο της τετραετίας Κοντοστάνου αναφέρεται, στο εν λόγω αφιέρωμα, η χρηματοδότηση των μελετών (για την επίλυση του υδροδοτικού προβλήματος) από τις «ιταλικές επανορθώσεις», «που επιτεύχθηκε ύστερα από άοκνες προσπάθειες και µε τη βοήθεια του Γεωργίου Καρτάλη και που είχε ως αποτέλεσμα την υπογραφή συμφωνητικού ανάθεσης των οριστικών μελετών στην ιταλική εταιρία Τέρνι, απ᾿ όπου πήρε και την ονομασία ως µελέτη Τέρνι.

Η αλήθεια είναι ότι η μελέτη Τέρνι προέκυψε ως αποτέλεσμα του τρόπου που διαπραγματεύθηκε η τότε Κυβέρνηση Παπάγου, και εν συνεχεία Καραμανλή, το θέµα των πολεμικών επανορθώσεων που στην ουσία του σήμαινε µια τυπική και συμβιβαστική τακτοποίηση του θέματος στο πνεύμα των καιρών και του ψυχρού πολέμου. Το ιταλικό κράτος δηλαδή, πλήρωσε κάποιες επανορθώσεις, αλλά το όφελος  που έχουν να κάνουν με τη συλλογική ζωή και την ίδια την υπόσταση της πόλης μέσα στον χώρο και στον χρόνο. Και κυρίως όταν η πόλη στη δεδομένη στιγμή είχε δύο σημαντικά πλεονεκτήματα: ένα αρνητικό θα έλεγα και ένα θετικό. Το αρνητικό ήταν ότι η πόλη είχε καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς και μέσα από τα ερείπιά της μπορούσε να ξεπηδήσει μια νέα πόλη, μια σύγχρονη πόλη με ελεύθερους χώρους για πλατείες και κοινωνικές λειτουργίες. Το θετικό ήταν ότι είχε μπροστάρη έναν δήμαρχο τον Γεώργιο Καρτάλη- μεγάλου πολιτικού διαμετρήματος και βάρους που μπορούσε να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τον κόσμο, να οργανώσει τη σκέψη και την φωνή του, όπως ο ίδιος έλεγε, με στόχο τον πολεοδομικό εκσυγχρονισμό της πόλης. Η αναθεώρηση του σχεδίου πόλης -ενός σχεδίου που από την πρώτη σύλληψη και εφαρμογή του ήταν ελλειμματικό- έμπαινε εκ των πραγμάτων στην ημερήσια διάταξη, και το δίλημμα για την τότε ηγεσία του Δήμου ήταν αμείλικτο.

Ο Βόλος απέκτησε το πολεοδομικό του σχέδιο λίγους μήνες μετά την απελευθέρωσή του, το 1882. Το σχέδιο αυτό (που με μικρές επί μέρους επεκτάσεις κωδικοποιήθηκε το 1930), αποτέλεσε θεμελιακό στοιχείο για την μελλοντική εξέλιξη της πόλης και τον προσδιορισμό της αστικής της φυσιογνωμίας. Όμως, από την αρχική σύλληψή του ακόμα, δεν διαπνέεται από ρηξικέλευθες και πρωτότυπες ιδέες. Είναι, τολμώ να πω, αναχρονιστικό και για την ίδια την εποχή του. Χωρίς έμπνευση και φαντασία ακολουθεί τη ρυμοτομία του υφιστάμενου ιστού, όπως τον έχουν χαράξει οι έμποροι οικιστές της πόλης στα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Παρά τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό τους και τις εμπορικές τους συναλλαγές με λιμάνια και πόλεις της Ευρώπης, παρά την μίμηση των ευρωπαίων στο ντύσιμο και τη διακόσμηση των σπιτιών τους, σε ό,τι αφορά, όμως, τον σχεδιασμό της πόλης δεν ακολουθούν τα ευρωπαϊκά πρότυπα, αλλά προτιμούν την περιχαράκωσή τους στις ιδιοκτησιακές τους εμμονές.

Λειτουργούν ακόμα ως κοινωνία ιδιωτών που προτάσσουν το ιδιωτικό έναντι του γενικού συμφέροντος και δεν αντιλαμβάνονται τον συγκερασμό τους, όπως θα έπρεπε να ενεργούν ως πολίτες μιας οργανωμένης πολιτείας.

Η Βίλμα Χαστάογλου, σε μια εξαίρετη μελέτη για το πορτραίτο της πόλης, εκτιμά ότι το σχέδιο εκείνο «συνιστά μια εκπτωχευμένη εκδοχή της ρηξικέλευθης μορφολογίας του νεοκλασικισμού, που πριν πενήντα χρόνια είχε δώσει τα μνημειώδη σχέδια της Αθήνας του Πειραιά και της Ερέτρειας»(σελ. 55-57). Όπως συνέβη και στις άλλες θεσσαλικές πόλεις, το σχέδιο του 1882 αποσκοπεί, κατά τη Χαστάογλου, «στην αναδιάρθρωση του παραδοσιακού ιστού της πόλης της τουρκοκρατίας και στον «εξευρωπαϊσμό» του μέσω μιας ευθύγραμμης ρυμοτομίας». Η χρηστική και πρακτική αυτή αντίληψη των πρώτων οικιστών εμπόρων «αντανακλάται στην απουσία από το σχέδιο των πλατιών λεωφόρων, των επιβλητικών πλατειών και γενικά των μεγάλων δημόσιων χώρων, που αρμόζουν στο αισθητικό και λειτουργικό πρότυπο της πόλης», η Χαστάογλου, συνεχίζοντας τον σχολιασμό της για το σχέδιο, θα αναφερθεί διεξοδικά για την υποτίμηση «τα των ζητημάτων της ιστορικής φυσιογνωμίας της πόλης… για τον απαξιωτικό τρόπο με τον οποίο αποτιμήθηκαν οι ιδιότυπες κληρονομιές της… ενώ αντίθετα σαφής έμφαση δίδεται στις λιγοστές εκκλησίες που προϋπάρχουν του 1881, οι οποίες απελευθερώνονται από τον περιβάλλοντα ιστό και τοποθετούνται σε περίοπτες θέσεις στο κέντρο μικρών πλατειών».

Εκτός των τεσσάρων μικρών πλατειών που προβλέπονται ως περίβολοι των εκκλησιών, το σχέδιο προέβλεπε μία και μοναδική κεντρική πλατεία, την πλατεία Ελευθερίας, καθώς και μία παραλιακή, όπου στεγάζονταν οι στρατώνες, και ονομάσθηκε αργότερα σε πλατεία Ρήγα Φεραίου. Αργότερα, όταν θα ολοκληρωθεί η επιχωμάτωση της θάλασσας μεταξύ Παπαστράτου και Αγίου Κωνσταντίνου, το 1917, θα αναδυθεί και ένας άλλος δημόσιος χώρος, όπου, το 1931, θα διαμορφωθεί η μεγάλη παραλιακή πλατεία του Γεωργίου Α ́. Η πλατεία αυτή, αποτέλεσε σίγουρα ένα αντιστάθμισμα στην έλλειψη πλατειών και ελευθέρων χώρων σε ολόκληρο τον οικιστικό ιστό της πόλης. Ουσιαστικότερο, όμως, αντιστάθμισμα θα αποτελέσει η διαπλάτυνση και η κατασκευή της προκυμαίας Αργοναυτών που έδωσε στην πόλη «τον δημοφιλέστερο δημόσιο χώρο και την πιο ευρύχωρη αστική προκυμαία σε ελληνική πόλη».

Παλλάς – Αίγλη
καφενείο Εύβοια –
μετέπειτα μέγαρο Γεωργιάδη

Η τότε δημοτική Αρχή αντιμετώπιζε πράγματι ένα τραγικό δίλλημα: να προτάξει την γρήγορη ανοικοδόμηση της πόλης και την στέγαση των κατοίκων της, που ήταν άμεση και επείγουσα, ή να αναβάλει για λίγο(;) την έναρξη της ανοικοδόμησης, επανασχεδιάζοντας (μερικώς) την πόλη με δεδομένο ότι η πόλη είχε μεταβληθεί σε οικοπεδικές ιδιοκτησίες με κατεστραμμένες οικοδομές; Το δίλλημα επιτεινόταν ακόμη περισσότερο γιατί η δημοτική αρχή αντιμετώπιζε ένα έκδηλο αυταρχισμό της κυβέρνησης, απέναντι σε μια κοινωνία αδύναμη, εξουθενωμένη από τον εμφύλιο και την χρόνια εγκατάλειψή της. Το δημοτικό συμβούλιο επέλεξε την σίγουρη ανοικοδόμηση. Ο Καρτάλης δίσταζε. Ζητούσε δέσμευση της κυβέρνησης για το ύψος των αποζημιώσεων ενόψει των ρυμοτομήσεων και των απαλλοτριώσεων που θα προέκυπταν από την αναθεώρηση του σχεδίου. Δεν επέμεινε όμως, δεν διεκδίκησε, δεν κινητοποίησε την κοινωνία του Βόλου, δεν ζήτησε τη συμπαράσταση και άλλων πολιτικών παραγόντων, ακόμα και του βασιλικού ζεύγους με το οποίο διατηρούσε καλές σχέσεις.

Περιορίσθηκε μόνο να ρίξει το μπαλάκι στην κυβέρνηση. Που δεδηλωμένα δεν είχε τέτοιες ευαισθησίες και νοιαζόταν να κλείσει άρον-άρον το θέμα της ανοικοδόμησης και να βγάλει τον Ιατρίδη βουλευτή.

Έτσι η πόλη οικοδομήθηκε πάνω στο παλιό σχέδιο και παράλληλα άρχισαν οι ενέργειες για την επέκτασή του ώστε να συμπεριληφθούν στις δανειοδοτήσεις και οι κάτοικοι των ακραίων συνοικιών. Με βάση το σχέδιο που συνέταξε το υπουργείο δημοσίων έργων, το δημοτικό συμβούλιο σε αλλεπάλληλες συνεδριάσεις τροποποίησε το σχέδιο και ενέκρινε το τελικό σχέδιο. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό η πόλη επεκτεινόταν σε έξι συνοικίες. Οι εντασσόμενες περιοχές ήταν οι εξής: η Νεάπολη, οι Άγιοι Ανάργυροι, η Χιλιαδού, η Καλλιθέα, το Καραγάτς και η Νέα Δημητριάδα. Η έκταση του αστικού χώρου διπλασιάσθηκε. Το ύψος των αποζημιώσεων και για τις απαλλοτριώσεις και τις ρυμοτομήσεις δεν βάρυνε το κράτος, όπως αξίωνε ο Δήμαρχος Καρτάλης για την αναθεώρηση του παλιού σχεδίου, αλλά τον Δήμο. Οι επόμενοι Δήμαρχοι δεν επωμίσθηκαν μόνο τα άλυτα προβλήματα των ελλείψεων και στρεβλώσεων από το παλιό σχέδιο, αλλά έπρεπε να αντιμετωπίσουν και το τεράστιο κόστος που προέκυπτε από την επέκταση του σχεδίου πόλης για διανοίξεις και εξασφάλιση ελευθέρων χώρων. Ευτυχώς υπήρξαν προβλέψεις για πλατείες και κοινόχρηστους χώρους, και άξιζε τον κόπο και τις δαπάνες για την εξασφάλιση των χώρων αυτών.

Ο Ανδρέας
Αποστολίδης
(τέταρτος αριστερά)
στην Κυβέρνιση Κ. Καραμανλή

Πριν κλείσω το κεφάλαιο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο οικισμούς που δημιουργούνται την ίδια εκείνη εποχή, βόρεια της πόλης και ανατολικά της οδού Ιωλκού, μεταξύ Καλλιθέας και κοινότητας Αγίου Γεωργίου. Πρόκειται για δύο οικισμούς που δημιουργούνται ταυτόχρονα με την οικοπεδοποίηση ενός μεγάλου κτήματος, του κτήματος Χρυσοχοΐδη. Στο βόρειο μέρος του κτήματος κτίζονται οικήματα με πρασιές, άνετους δρόμους και μεγάλη κεντρική πλατεία βάσει οργανωμένου σχεδίου και χρηματοδότησης του νεοσύστατου τότε οργανισμού εργατικής κατοικίας. Τα οικήματα αυτά, εκατό περίπου, δίνονται με κλήρωση σε εργατοϋπαλλήλους, αλλά περιέχονται ως επί το πλείστον στους ημέτερους του ελεγχόμενου τότε συνδικαλιστικού κινήματος. Ο οικισμός αυτός είναι τα λεγόμενα «εργατικά».

Στο νότιο κομμάτι του κτήματος Χρυσοχοΐδη, που τεμαχίζεται σε μικρά οικόπεδα και πολεοδομείται με ιδιωτική πρωτοβουλία, εκτείνεται ο οικισμός «Ιατρίδη». Η ονοματοθέτηση του οικισμού με το όνομα του στρατηγού αποτελεί μία αναγνώριση για τη συμβολή του Ιατρίδη στη δημιουργία του οικισμού με την πρωτοβουλία του να χορηγήσει δάνειο 5000 δραχμών για την αγορά οικοπέδου και επί πλέον 25000 δραχμές για το κτίσιμο του σπιτιού. Δικαιούχοι είναι, ως επί το πλείστον, άστεγοι και ακτήμονες. Σε αντίθεση με τον οικισμό των «Εργατικών», εδώ «στριμώχνονται » 400 σπίτια σε ευθύγραμμους μεν δρόμους, καθέτους και παραλλήλους κατ ́ απομίμηση του παλιού Βόλου, αλλά οι δρόμοι είναι αφόρητα στενοί -με ανύπαρκτα σχεδόν πεζοδρόμια- και το χειρότερο είναι σχεδόν απροσπέλαστοι. Είναι η κληρονομιά που αφήνει ο Ιατρίδης στους μελλοντικούς Δημάρχους του Βόλου για να ομαλοποιήσουν τους δρόμους από τις βραχώδεις εξοχές τους, να τους ασφαλτοστρώσουν, και να καταστήσουν τον οικισμό τελικά βιώσιμο.

Με όλες αυτές τις μεγάλες περιπέτειες για την πόλη, και τις αντίστοιχες ατυχίες για τον Καρτάλη, η δημαρχία του φτάνει στο τέλος. Στις 19 Φεβρουαρίου του 1956, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που διαδέχεται τον Παπάγο στην πρωθυπουργία μετά τον θάνατό του, ορίζει τις εθνικές εκλογές. Ο Γεώργιος Καρτάλης παραιτείται από Δήμαρχος του Βόλου, στις 28 Ιανουαρίου, για να συμμετάσχει στις επικείμενες εθνικές εκλογές. Ως αρχηγός με πρόεδρο τον Αλέξανδρο Σβώλο- του δημοκρατικού κόμματος εργαζόμενου λαού, πρωτοστατεί στη δημιουργία ενός ευρύτατου συνασπισμού, της δημοκρατικής ένωσης, όλων των αντιπολιτευομένων τον Καραμανλή πολιτικών δυνάμεων, πλην Μαρκεζίνη, με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου.

Η Δημοκρατική Ένωση πλειοψηφεί σε ψήφους, αλλά την πλειοψηφία των βουλευτών κερδίζει ο Καραμανλής λόγω του εκλογικού συστήματος, του λεγόμενου τριφασικού, που συνδυάζει και τα τρία συστήματα (πλειοψηφικό, αναλογική και ενισχυμένη αναλογική) για να εξασφαλίσει το κυβερνών κόμμα την πλειοψηφία των εδρών.

Για τον Καρτάλη, και το δημοκρατικό του κόμμα με τους 16 βουλευτές, ανοίγεται ένα ευρύ πεδίο πολιτικής δράσης στην κεντρική, και πάλι, πολιτική σκηνή, όσο η μοίρα δεν του κόβει πολύ πρόωρα το νήμα της ζωής του. Ο Καρτάλης, όμως, δεν ξεχνά την πατρογονική του παράδοση σε ότι αφορά τη δημαρχία του Βόλου και της Νέας Ιωνίας.

Θέλει δικό του Δήμαρχο, της απόλυτης δικής του επιλογής. Όπως διαβάζουμε στον «Ταχυδρόμο», στο φύλλο της 2 Μαρτίου 1956, «ο Καρτάλης, αναχωρών δια τας Αθήνας έδωσε εντολή δια την προβολήν του Δημήτρη Κασσαβέτη ως υποψηφίου Δημάρχου Βόλου». Ο Καρτάλης αφήνει να εννοηθεί ότι για την υποψηφιότητα του Κασσαβέτη υπάρχει συνεννόηση με την διοικούσα επιτροπή της ΕΔΑ στην Αθήνα. Η εντολή του όμως, για ένα ακόμα υστερόγραφό του στην εκλογή του Δημάρχου, πέφτει στο κενό. Δεν λογαριάζει την αντίδραση της τοπικής κοινωνίας. Η ΕΔΑ του Βόλου, που έχει κάνει πλέον αισθητή την παρουσία της στην πόλη, με τη νομαρχιακή επιτροπής της, τα κομματικά της όργανα, τις δημοκρατικές διαδικασίες στη λήψη των αποφάσεων για τις τοπικές υποθέσεις, στέλνει μήνυμα στην ηγεσία της ότι δεν θα ανεχθεί παλαιοκομματικές μεθοδεύσεις στην εκλογή Δημάρχου με ξεφτισμένους γόνους παλαιών οικογενειών. Η ηγεσία της ΕΔΑ δεν θέλει σύννεφα στη συνεργασία της με τον Καρτάλη, για αυτό και στέλνει στο Βόλο τον στρατηγό Σαράφη για τη διευθέτηση της κρίσης.

Ο Σαράφης συγκαλεί ευρεία σύσκεψη των τοπικών στελεχών, όπου και αποφασίζεται η υποστήριξη της υποψηφιότητας Σιαφλέκη και εναλλακτικά του Στουρνάρα που είναι και πλειοψηφών σύμβουλος. Ο Καρτάλης και πάλι επιμένει, και ο εκλεκτός Κασσαβέτης καταθέτει στο Πρωτοδικείο δήλωση υποψηφιότητας με τη συγκατάθεση του Καρτάλη. Τότε πλέον εκδηλώνεται έντονη αντίδραση και από την πλευρά της νομαρχιακής επιτροπής του Δημοκρατικού κόμματος, η οποία και από κοινού με την τοπική ΕΔΑ ορίζουν κοινό υποψήφιο τον δημοτικό σύμβουλο Θεόδωρο Κλαψόπουλο. Ο Καρτάλης για πρώτη φορά χάνει το προγονικό προνόμιο να ορίζει τον δήμαρχο της πόλης, ο Κλαψόπουλος εκλέγεται δήμαρχος του Βόλου με μικρή διαφορά έναντι του αντιπάλου του Κονταράτου. Η καρταλική εποχή στον Δήμο Βόλου τελειώνει, και η παρένθεση κλείνει.

 

O Μιχάλης Κουντούρης, πρώην δήμαρχος Βόλου, που έφυγε από την ζωή στις 27 Σεπτεμβρίου 2025

Πηγή: Ειδικό ένθετο του Ομίλου Καρεκλίδη- «Στιγμές Ιστορίας-Ο Βόλος που χάθηκε-Τα δεινά στη Δεκαετία 1950-1960-Το Σήμερα και το Αύριο» 

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.
Γίνετε μέλος στο κανάλι Magnesianews στο Messenger για όλες τις τελευταίες ειδήσεις.