Ο Βολιώτης δημοσιογράφος – συγγραφέας μιλάει στη «Μ» για το πρώτο του βιβλίο, που κυκλοφόρησε με τίτλο «Κράτα το Σόου – 18+1 Αληθινές Ιστορίες».
Του Δημήτρη Καρεκλίδη
Χωρίς να έχουμε γνωριστεί από κοντά η όψη του με παραπέμπει σε κινηματογραφικό χαρακτήρα. Δυσκολεύομαι να τον τοποθετήσω χρονικά ή στυλιστικά κάπου, αλλά λόγω των ασπρόμαυρων φωτογραφιών που μου έχει στείλει για τη συνέντευξη και της βαθιάς φωνής που ακούω από την άλλη πλευρά του ακουστικού, τον τοποθετώ μέσα σε ένα σκηνικό από την ταινία το Τζιμ Τζάρμους «Καφέδες και Τσιγάρα» μαζί με τον Ίγκυ Ποπ και τον Τομ Γουέιτς να συζητούν για μουσική φουμάροντας Lucky Strikes. Διαβάζοντας φανατικά μουσικά περιοδικά ως έφηβος, η μουσική αποτέλεσε το «κλειδί» για την περαιτέρω εξέλιξή του, καθώς τον έφερε κοντά στη δημοσιογραφία και ακολούθως εισήλθε στον κόσμο του ραδιοφώνου. Ξυπνάει αξημέρωτα στις 6 το πρωί για να καλημερίσει στις 8 τους ακροατές του Best 92,6 με τις μουσικές που αγαπάει «χωρίς να υπάρχει playlist» όπως στα περισσότερα άλλα ραδιόφωνα. «Δεν μου βάζει κανείς χέρι» λέει χαρακτηριστικά. Εκτός από αυτά όμως κάτι τον «γαργαλούσε» και έτσι αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο. Με αφορμή 18+1 συναυλίες που παρακολούθησε σε διάφορες πόλεις από το Βόλο μέχρι τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, τη Βαρκελώνη και την Αθήνα, γράφει μικρές ιστορίες και κάνει παράκληση στον αναγνώστη «κράτα τα σόου», που παραπέμπει στο γνωστό τραγούδι από τις «Τρύπες» (νομίζω) ή για άλλους στους «Queen» κατά το «The show must go on». Ας λύσουμε όμως μια παρεξήγηση πρώτα «δεν πρόκειται για ένα μουσικό βιβλίο. Οι συναυλίες λειτουργούν ως αφορμές για να πως τις ιστορίες που θέλω. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αυτές οι συναυλίες ήταν οριακές για μένα. Δεν είναι σώνει και καλά οι καλύτερες συναυλίες που έχω δει, καθώς όπως αναφέρω και στο βιβλίο μερικές δεν μου άρεσαν καθόλου, παρ’ όλα αυτά με σημάδεψαν. Πρώτη και κύρια η πρώτη που πήγε σε μικρή ηλικία μαζί με τον πατέρα του στο Δημοτικό Θέατρο Βόλου για να ακούσουν τον «αιώνιο» ροκά Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Τι είναι η μουσική για σένα;
Για μένα ήταν ένα μέσο κοινωνικοποίησης με ανθρώπους που είχαν την ίδια «πετριά» με μένα, που αγοράζουν δίσκους, πηγαίνουν σε συναυλίες, προσέχουν τους στίχους των τραγουδιών. Τουλάχιστον παλιότερα που ήταν πιο ξεκάθαρες οι αισθητικές γραμμές, όπου για παράδειγμα αν άκουγες ροκ είχες ένα κοινό σημείο αναφοράς με κάποιους ανθρώπους. Σήμερα από δεν ισχύει πολύ, διότι κάποιος που μπορεί να πάει να δει μια ροκ συναυλία την άλλη μέρα μπορεί να πάει και στα μπουζούκια. Είναι πιο «όλα μέσα». κ.ο.κ.
Η μουσική μάλιστα ήταν η αφορμή να μπλεχτώ με τη δημοσιογραφία και το γράψιμο. Ως έφηβος διάβαζα κυρίως μουσικά περιοδικά. Μετά πέρασα στο πανεπιστήμιο, (όπου σημειωτέον ήμουν κακός φοιτητής) διότι είχα αποφασίσει από πολύ νωρίς ότι ήθελα να γράφω για μουσική και έτσι έβγαλα τότε έβγαλα ένα περιοδικάκι μόνος μου για κανα δυο χρόνια. Ήταν μια περίοδος που ο underground τύπος και τα fanzines κρατούσαν στην Αθήνα. Μετά ξεκίνησα να γράφω σε μεγαλύτερα περιοδικά μουσικής και έτσι δρομολογήθηκε η δημοσιογραφική μου πορεία. Τα τελευταία χρόνια βέβαια συνειδητά, δεν γράφω πολύ για μουσική.
Γιατί αυτό;
Μπορεί να είναι λάθος η άποψή μου, αλλά θεωρώ ότι σήμερα το να γράφει κάποιος δισκοκριτικές είναι λίγο άσκοπο, διότι ο εν δυνάμει ακροατής υπάρχει πιθανότητα να έχει ακούσει τον δίσκο πριν τον μουσικοκριτικό (λόγω του downloading). Οπότε η μουσική πλέον αποτελεί την αφορμή για να γράψω ένα κείμενο, όπως περίπου έγινε και με το βιβλίο.
Εκτός από τη δημοσιογραφία ασχολείσαι και με το ραδιόφωνο
Το είχα κάνει πριν από δυο χρόνια σε ένα web radio και πέρυσι μου έγινε μια πρόταση από τον Best 92,6 που είναι ένας μεγάλος σταθμός που είχε κλείσει και ξανάνοιξε. Πλέον ξυπνάω στις 6 το πρωί γιατί παρουσιάζω το πρωινό δίωρο. Είναι λίγο ζόρικα τα πράγματα, αλλά είναι ωραία. Το ραδιόφωνο είναι μια πολύ ωραία εμπειρία, ειδικά η συγκεκριμένη ζώνη. Σε ακούνε όσοι ξυπνάνε εκείνη την ώρα και ξεκινούν τη μέρα τους. Είναι ζωντανή η σχέση με τους ακροατές. Για καλή μου τύχη ο Best είναι από τους λίγους στους σταθμούς που δεν έχει Playlist και έτσι παίζω την μουσική που μου αρέσει. Από Παύλο Παυλίδη μέχρι π.χ. ένα νέο συγκρότημα από τη Νέα Υόρκη που ανακάλυψα και μου άρεσε. Δεν μου βάζει κανένας «χέρι» και έχουμε απόλυτη ελευθερία. Αυτό το εκτιμά ο κόσμος και είναι κάτι που έρχεται σε αντίθεση με αυτούς που λένε ότι το ραδιόφωνο πρέπει να λειτουργεί με Playlist για να τραβάει κόσμο. Πρέπει να υπάρχουν και τα δύο. Μπορεί να υπάρχει ραδιόφωνο που θα παίζει Joan Jett ή Scorpions και κάποιο άλλο που θα κάνει νέες μουσικές προτάσεις και πιο ρηξικέλευθες.
Με το Βόλο τι επαφή μας;
Αγαπώ πολύ το Βόλο. Οι φίλοι μου μάλιστα στην Αθήνα με αποκαλούν τοπικιστή. Θεωρώ ότι είναι μια πανέμορφη πόλη, η οποία τα τελευταία χρόνια είναι χτυπημένη από την ανεργία. Διατηρώ επαφή με τον Βόλο γιατί ζουν οι δικοί μου και κάποιοι πολύ καλοί μου φίλοι. Δυστυχώς έρχομαι όλο και λιγότερο, λόγω φόρτου εργασίας. Σε ένα παράλληλο σύμπαν θα μπορούσα να δω τον εαυτό μου να ζει στο Βόλο και να κάνει οικογένεια και να ζει λίγο πιο ήσυχα απ΄ότι στην Αθήνα.
Πως θα «πουλούσες» το Βόλο σε κάποιον για να τον επισκεφθεί;
Ξεκινάμε από το κλισέ ότι έχει αυτή τη θάλασσα μπροστά της η πόλη. Κάτι που εμένα βέβαια που δημιουργεί έντονη αίσθηση μελαγχολίας. Έχει μια ποιότητα ζωής με λιγότερο άγχος. Έχει βέβαια το Πήλιο που είναι το πιο όμορφο μέρος στην Ελλάδα, αν όχι στον κόσμο. Είναι μια πόλη που είναι επαρχία χωρίς να είναι.
Αντιμετώπισες βέβαια και ένα δίλημμα για το αν θα ήθελες να ζήσεις στον Κισσό Πηλίου ή στη Νέα Υόρκη.
Ναι ήταν την περίοδο που είχα ξεκινήσει να γράφω το βιβλίο και πήγαινα σε κάθε ευκαιρία στον Κισσό. Πήγα πρώτη φορά και ερωτεύτηκα αυτό το χωριό και το επισκεπτόμουν όσο πιο συχνά μπορούσα. Συζητούσαμε τότε με την παρέα μου να αφήσουμε τον χαμό της Αθήνας, να ανοίξουμε ένα καφέ εκεί και να γράφουμε τα βιβλία μας.
Θα τον επέλεγες από τη Νέα Υόρκη;
(Γελάει δυνατά και απαντάει) Θα ήθελα να μοιράσω τον χρόνο μου. Για να έχει τον χαμό της Νέα Υόρκης και την ηρεμία του Πηλίου.
Μετά το άγχος για την έκδοση του πρώτου βιβλίου, αυτή την περίοδο αναζητά τον χρόνο να ξεκινήσει να γράφει το επόμενο βιβλίο του. Τρέχουν πολλά αυτή την περίοδο όμως και δεν προλαβαίνω. Έχει μπει στη διαδικασία που πρέπει να γράψει το επόμενο βιβλίο. «Υπάρχουν οι ιδέες και αναζητείται ο χρόνος τώρα».
Παρακολουθείς στενά τα πράγματα στη χώρα. Πως τα βλέπεις;
Είναι αυτό το πράγμα που ξυπνάς το πρωί και σκέπτεσαι ότι δεν μπορεί να πάει πιο χαμηλά, όμως πηγαίνει. Ζούμε μια διαρκή ακύρωση προσδοκιών τα τελευταία χρόνια. Ψευδεπίγραφης ελπίδας. Μία απογοήτευση. Αυτό που πρέπει να κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε όλο αυτό που ζούμε, είναι να πάψουμε να το βλέπουμε σαν κρίση, σαν κάτι παροδικό. Δεν πρέπει να περιμένουμε να περάσει. Εμείς περιμένουμε ακόμη να ξυπνήσουμε και να έρθουν τα λεφτά μας εκεί που ήταν, να μειωθεί η ανεργία ξαφνικά. Δεν θα γίνουν αυτά. Είμαστε ήδη. Ας απεμπλακούμε από την ψευδαίσθηση ότι είναι κάτι παροδικό. Αυτό υπονοεί και η λέξη κρίση. Είναι μια κατάσταση μονιμότητας πια. Ας βρούμε ο καθένας τρόπο να παλέψει μέσα σ’ αυτή τη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Θα γίνουμε καλύτεροι «ναύτες» οι Έλληνες; Θα αλλάξουμε συμπεριφορά;
Οι σημερινοί 35άρηδες, πιστεύω δεν θα αλλάξουμε μυαλά. Ακόμη και η δική μου γενιά πιστεύει ότι με κάποιο μαγικό τρόπο στην εποχή που οι μισθοί μας ήταν τριπλάσιοι. Αυτό πιστεύει ότι δεν θα συμβεί με τις νεότερες γενιές από εμάς. Ένα παιδί που η κρίση τον βρήκε περίπου στα 16-17 και δεν είχε προλάβει να ζήσει τη ζωή του στη «χρυσή εποχή», το γεγονός ότι δεν έχει μέτρο σύγκρισης με τα παλιά καλά χρόνια, ίσως να τον βοηθήσει να μην έχει αυτές τις «αγκυλώσεις» με το παρελθόν.
Έχει χαθεί το παιχνίδι για τους σημερινούς 30άρηδες και 40άρηδες;
Εμάς μας έχει χτυπήσει αλύπητα η κρίση. Κι εγώ έχω χάσει δουλειά και έχω φάει φέσια. Δεν έχει νόημα να σκεφτόμαστε αν έχει χαθεί το παιχνίδι ή όχι. Το παιχνίδι είναι αυτό που είναι, ας παίξουμε τη μπάλα που μπορούμε.
Είσαι στον πυρήνα των Νέων Μέσων με μία ιστοσελίδα το propaganda.gr που έχει διαμορφώσει το δικό του κοινό.
Όποιο παιδί αποφασίζει να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία, θα πρέπει να περιμένει ότι θα τα βρει πολύ σκούρα τα πράγματα. Η εποχή που γράφαμε για τα χάρτινα περιοδικά και που υπήρχαν λεφτά και ένα αίσθημα ευφορίας, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, συμβαίνει και στο εξωτερικό, απλώς εκεί είναι άλλα τα μεγέθη. Τα περιοδικά έχουν τελειώσει στην Ελλάδα. Ο δημοσιογράφος σήμερα πρέπει να είναι «πολυεργαλείο». Πρέπει να ξέρει να γράφει που είναι το πιο σημαντικό, πρέπει να βγάζει φωτογραφίες, να μοντάρει εικόνες, να διαχειρίζεται διαδικτυακές πλατφόρμες για να ανεβάζει τα κείμενά του, να είναι γρήγορος, να δουλεύει κάθε μέρα όλη μέρα. Υπάρχει βέβαια και μια απαξίωση από μεγάλο μέρος του κόσμου.
Η υπερ-πληροφόρηση που έχει ο κόσμος βοηθάει στο να διαμορφώσει άποψη για τα πράγματα; Μήπως καταλήγει περισσότερο μπερδεμένος;
Οι περισσότεροι ούτως ή άλλως ενημερώνονται από τη ροή ειδήσεων στο facebook. Μέσα σ’ αυτή μπορείς να δεις από απερίγραπτες ανοησίες μέχρι όντως σοβαρά πράγματα. Αυτό είναι το ενδιαφέρον γιατί εγώ θα δω ένα άρθρο των Νιου Γιορκ Τάιμς και από κάτω ένα άρθρο που θα λέει ότι κατεβαίνουν τα «Νεφελίμ» στην Ελλάδα! (λέει γελώντας δυνατά) Είναι λίγο παρανοϊκό. Στο «καφενείο» του facebook χωράνε όλα. Το θέμα είναι τι θα κλικάρεις εσύ για να διαβάσεις.
Το βιβλίο του Θεοδόση Μίχου «Κράτα το Σόου» κυκλοφορεί από την Key Books και θα παρουσιαστεί σήμερα Σάββατο στις 17:30 στο Public Βόλου (Ογλ 28). Ο Θεοδόσης Μίχος δίνει ραντεβού το βράδυ στο Tender Bar (Ογλ 35)! Γιατί, όπως λέει ο ίδιος «το ταξίδι είναι πιο ωραίο όταν η μουσική παίζει δυνατά».






























