Ο βομβαρδισμός των Καναλίων Καρδίτσας τον Δεκαπενταύγουστο του 1943

Μερική άποψη των Καναλίων Καρδίτσας με τη μεγάλη εκκλησία της Παναγίας

Έχουν περάσει 79 ολόκληρα χρόνια από τον Δεκαπενταύγουστο του 1943, που βομβαρδίστηκαν τα Κανάλια Καρδίτσης από 12 γερμανικά αεροπλάνα. Επί μία ολόκληρη ώρα τα αεροπλάνα αυτά που κατέφθασαν από το αεροδρόμιο της Λάρισας σκόρπισαν τον τρόμο και το θανατικό στο χωριό μας, που βυθίστηκε στον καπνό, στη σκόνη και στις φλόγες από τις πολλές εμπρηστικές βόμβες των αεροπλάνων. Πολλοί από μακριά, που έβλεπαν τη βιβλική αυτή καταστροφή αναρωτώνταν: Άραγε έμεινε κανείς ζωντανός στο χωριό αυτό; Καταστράφηκαν τελείως και αφανίστηκαν 22 σπίτια, 3 κάηκαν, 27 Καναλιώτες σκοτώθηκαν, εκ των οποίων 6 επισκέπτες, πάρα πολλοί τραυματίστηκαν και μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο της Καρδίτσας. Πολλές σπαρακτικές εικόνες συνόδευσαν τον βομβαρδισμό, με την πιο τραγική εκείνη της ολοφυρόμενης μάνας γεμάτης αίματα στο στήθος να τρέχει για να κρυφτεί με το νεκρό παιδί στην αγκαλιά της, σε οικτρή κατάσταση. Ήταν χωρίς κεφάλι, διότι κάποιο βλήμα που εκσφενδονίστηκε, του έκοψε το κεφάλι και πλημμύρισε από αίματα το στήθος της χωρίς να το καταλάβει. Της το υπέδειξε κάποια τρεχάμενη περαστική με πραγματική οδύνη.

Μια λιτή περιγραφή του βομβαρδισμού παρατίθεται στη συνέχεια, όπως την έζησα.

Ήταν 15 Αυγούστου 1943. Πανηγύριζε ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, της Παναγίας μας. Πλήθος κόσμου συνέρρευσε στην εκκλησία, όχι μόνο από το χωριό μας, αλλά και από τα γύρω χωριά και από την Καρδίτσα ακόμη. Μαζί και οι αντιστασιακές οργανώσεις, με τις σημαίες τους.

Όταν τελείωσε η λειτουργία βγήκαμε όλοι στο προαύλιο του ναού για να αποχωρήσουμε σιγά – σιγά. Εκείνη την ώρα περνούσε ένα αεροπλάνο, που έκανε αναγνωρίσεις αρκετά χαμηλά και φαίνεται ότι είδε κάτι το ενδιαφέρον. Γι’ αυτό ξαναγύρισε πολλές φορές κάνοντας διάφορες στροφές γύρω από το χωριό, πάντα εστιάζοντας να περάσει πάνω από την εκκλησία. Εκείνοι που είχαν τις σημαίες, τις κυμάτιζαν περισσότερο και φώναζαν:

  • Δικό μας είναι, δικό μας, συμμαχικό και τριγυρίζει έτσι για να μας χαιρετίσει.

Σε λίγο έφυγε και όλοι μας κατευθυνθήκαμε προς τα σπίτια μας. Δεν προλάβαμε, όμως, να φτάσουμε ως εκεί και σε λίγο καταφθάνουν άλλα δώδεκα αεροπλάνα από τη Λάρισα, τα οποία άρχισαν έναν ανηλεή βομβαρδισμό του χωριού μας.

Εγώ μόλις έφτασα στο σπίτι, τους βρήκα όλους ανάστατους. Δεν ήξεραν πού να πάνε να κρυφτούν. Τελικά η μάνα μου επέλεξε το αχυρωνάκι, που ήταν χαμηλοτάβανο. Εκεί συγκεντρωθήκαμε όλοι μας, μαζί με τους φιλοξενούμενους της Καρδίτσας, κάπου 15 άτομα.

Και οι βόμβες δεν έλεγαν να σταματήσουν. Άκουγα ένα γρύλισμα στην αρχή και νόμιζα ότι κάποιο αεροπλάνο ακουμπάει με τις ρόδες του στα κεραμίδια του σπιτιού μας, οπότε περίμενα η βόμβα που θα ρίξει, να πέσει επάνω μου. Η μάνα μου έβαλε στο κεφάλι της μια κατσαρόλα ανάποδα, σαν κράνος, για να προστατευθεί. Ο αδερφός μου ήθελε να φύγει και να πάει στο Θωμά Παγώνη για να γλιτώσει από τις βόμβες. Οι άλλοι σταυροκοπιόνταν, προσεύχονταν φανερά και σιωπηλά, να μας προστατέψει η Παναγία από το μεγάλο κακό.

Κάποια στιγμή ένας ισχυρότατος κρότος ακούστηκε, η πόρτα άνοιξε διάπλατα, από την ορμή του αέρα, και ένας πυκνός κουρνιαχτός πλημμύρισε το αχυρωνάκι μας.

  • Πάει χαθήκαμε, σκέφτηκα, και όλοι κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο για να βεβαιωθούμε ότι είμαστε ζωντανοί.

Ήταν η βόμβα, που έπεσε κάτω από το σπίτι μας, στην αχυρώνα του Κωνσταντίνου Σακελλάρη και σκότωσε το Γιώργο Κωνσταντάρα, όπως μάθαμε αργότερα.

Μια ολόκληρη ώρα διήρκεσε ο ανηλεής εκείνος βομβαρδισμός, με βόμβες εμπρηστικές και καταστροφικές. Μόλις τελείωσε, γρήγορα – γρήγορα πήραμε τα πρόχειρα πράγματά μας και φύγαμε, φοβούμενοι ότι τα αεροπλάνα θα πήγαιναν για ανεφοδιασμό στη Λάρισα και θα έρχονταν πάλι να βομβαρδίσουν. Ανεβαίνοντας προς τον Αϊ Λιά, στο Κοινοτικό Πηγάδι, αντικρίσαμε ένα μακάβριο θέαμα. Η Ειρήνη Τέσσα, ήταν πεσμένη, νεκρή, δίπλα στο μεγάλο πλάτανο. Τη σκότωσαν οι Γερμανοί πυροβολώντας την. Η Ειρήνη, φοβούμενη μην πέσει το σπίτι από τον βομβαρδισμό και την πλακώσει, βγήκε έξω, δίπλα στο πηγάδι. Εκεί, όμως, την επισήμαναν οι αεροπόροι και την πυροβόλησαν.

Προχωρήσαμε πιο πάνω, βλέποντας παντού χαλάσματα και συντρίμμια από τη μεγάλη καταστροφή. Σε λίγο φτάσαμε στο αμπέλι, στο Στεφάνι, όπου υπήρχε μια μεγάλη σπηλιά μέσα σε κοτρόνι. Εκεί στρώσαμε και ετοιμάσαμε το χώρο για να μείνουμε.

Όλοι ήμασταν εκεί, εκτός από τον παππού μας το Χρυσόστομο Παπαϊωάννου. Εκείνος ήταν ψάλτης στην Παναγία και έμεινε εκεί με τους παπάδες. Εκεί τον βρήκε ο βομβαρδισμός. Οι Γερμανοί είχαν βάλει στόχο την εκκλησία, που αποτελούσε το μεγαλύτερο και το επιβλητικότερο κτίριο του χωριού, και πολλές βόμβες έπεσαν τριγύρω της. Καμιά, όμως, δεν την πέτυχε. Και ήταν μέσα γεμάτη από κόσμο, που έμεινε για τα υψώματα ή έτρεξε να κρυφτεί.

  • Τι να έγινε, λοιπόν, ο παππούς; Μήπως σκοτώθηκε; Αναρωτιόμασταν.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και από ψηλά στη ράχη ακούμε την δυνατή φωνή του:

  • Όλγα, παιδιά, εδώ είμαι. Ήρθα κι εγώ. Είστε όλοι καλά;
  • Καλά – καλά είμαστε, έλα και συ τώρα να μας πεις πώς έζησες.

Όταν ήρθε ο παππούς, μας είπε ότι δεν πήγε καθόλου από το σπίτι, αλλά ανέβηκε από την Παναγία κατ’ ευθείαν επάνω στα Ταμπούρια και από εκεί στο Στεφάνι, γιατί κατάλαβε ότι είμαστε σίγουρα εδώ.

Η γιαγιά μου, η Γιαννούλα Παπαϊωάννου, πήγε το μεσημέρι στο σπίτι, πήρε το φαγητό και το ψωμί και μας το έφερε. Σε λίγο καταφθάνει και ο θείος μου ο Βασίλης Πλιάσας, από την Καρδίτσα, ο οποίος είδε τον βομβαρδισμό και έτρεξε να δει αν ζούμε ή όχι.

Στο Στεφάνι μείναμε ολόκληρη εκείνη τη νύχτα και μόνο την άλλη μέρα γυρίσαμε για λίγο στο χωριό. Εκεί και πάλι συναντήσαμε ένα επίσης μακάβριο θέαμα. Κάτω από το σπίτι μας ένα συνεργείο από Καναλιώτες, με επικεφαλής τον παπα – Κώστα Τσαρούχα, που είχε μαζεμένα τα ράσα, πήραν με τη σειρά τις πέτρες του αχυρώνα, που έπεσε και πλάκωσε το Γιώργο Κωνσταντάρα. Μόνο έτσι, σκέφτηκαν, θα μπορούσαν να τον βρουν. Και πραγματικά το απόγευμα της ίδιας μέρας τον βρήκαν μέσα στα χαλάσματα

Το ίδιο απόγευμα και την επόμενη μέρα έγιναν πάνδημες οι κηδείες των 21 νεκρών Καναλιωτών και των άλλων 6 επισκεπτών – προσκυνητών.

Τόσος ήταν ο φόβος και η τρομοκρατία που μας δημιούργησε ο βομβαρδισμός αυτός, ώστε την επόμενη χρονιά, το Δεκαπενταύγουστο του 1944, πήγαμε στο λόγγο, στη Ράζια, μια τοποθεσία κοντά στο Μορφοβούνι (κ. Βουνέσι) και εκεί περάσαμε την γιορταστική αυτή ημέρα.

Ας σημειωθεί ότι πάρα πολύς κόσμος, όπως ελέχθη, κατά την ώρα του βομβαρδισμού βρίσκονταν ακόμη στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, είτε για υψώματα είτε για διάφορες συζητήσεις με γνωστούς και φίλους, ιδιαίτερα γυναίκες και παιδιά. Ενώ δε γύρω από την εκκλησία έπεσαν πάρα πολλές βόμβες, οι οποίες είχαν ως στόχο το μεγάλο και εντυπωσιακό αυτό κτίριο των Καναλίων, εντούτοις καμιά βόμβα δεν πέτυχε το ναό.

Σε ανάμνηση της μεγάλης αυτής καταστροφής και των θυμάτων του βομβαρδισμού, από τη 10ετία του 1970, κάθε χρόνο το Δεκαπενταύγουστο, οργανώνεται από τις αρχές του χωριού ένας ανώμαλος δρόμος θυσίας, με έπαθλα και διπλώματα. Επίσης δίπλα από την παιδική χαρά στήθηκε ωραίο μνημείο στη μνήμη των θυμάτων του βομβαρδισμού.

Κων/νος Δ. Μαυρομμάτης

(Από το βιβλίο «Κανάλια Καρδίτσης – το βιβλίο των αναμνήσεων», σελ. 82, που διανέμεται ΔΩΡΕΑΝ)

 

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.