Το εργασιακό και το συνταξιοδοτικό και η φερεγγυότητα της κυβέρνησης

Από τον Δημήτρη Μποσνάκη

Παρόλες τις φιλελεύθερες μεταμφιέσεις της κυβέρνησης και τις αποπροσανανατολιστικές εξαγγελίες για ανάπτυξη, τη γύμνια της κυβερνητική πολιτικής και την παράδοση άνευ όρων αποκαλύπτουν τα μέτρα σε βάρος των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Η δραματική αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, χωρίς εγγυήσεις για το μέλλον, συνιστά αφαίρεση παρακρατηθέντων αποδοχών και επιπλέον πολυετή άμισθη εργασία.

Η δραματική μείωση των συντάξεων, και μάλιστα σε δύο φάσεις ώστε να διασπασθεί η ενότητα παλαιών και νέων συνταξιούχων, συνιστά ένα μεγάλο πλήγμα στην αξιοπρέπεια των ελλήνων εργαζομένων. Η κοινωνική διάσταση του θέματος είναι σοβαρότερη από την οικονομική και συνιστά ζήτημα εθνικής υποβάθμισης, παράλληλης με όσα συμβαίνουν σε πολλούς τομείς της εθνικής ασφάλειας, της παιδείας, της υγείας, της επιδοματικής πολιτικής που εκτρέφει την ανεργία.

Το εργασιακό και το συνταξιοδοτικό νομοσχέδιο, πέρα από το εκτρωματικό ιδεολόγημα του “ όσο περισσότερο δουλέψεις τόσο λιγότερα θα πάρεις ”, αποτελούν πρόκληση για μια διαφορετικού τύπου ερμηνεία. Η αύξηση του απαιτούμενου ορίου ηλικίας των εργαζομένων μειώνει δραστικά τις ευκαιρίες των ατόμων να μετέχουν στα κοινά και στις δημόσιες υποθέσεις, λόγω της εργασιακής εξουθένωσης, παράλληλα με την οικονομική αποδυνάμωσή τους. Ο πολίτης που γνωρίζει ότι θα εργάζεται σε όλη του τη ζωή, αποθαρρύνεται από το ενδιαφέρον για τα κοινά και τα εγκαταλείπει στα χέρια μιας πολιτικής και νομικής γραφειοκρατίας. Σ’ αυτό συνεπικουρεί και η απαξίωση και οι διώξεις του συνδικαλισμού. Αντίθετα, οι διευθυντικές θέσεις ούτε μειώνονται σε αριθμό ούτε βλάπτονται σοβαρά σε αποδοχές και “προνόμια”. Προφανώς διότι κάθε κυβέρνηση θέλει την “διευθυντική ολιγαρχία”, όση έχει απομείνει, ως συμπαρομαρτούσα στις αποφάσεις της.

Από την άλλη πλευρά, η δραστική μείωση των συντάξεων, ιδιαίτερα των νέων συνταξιούχων, και ακόμη περισσότερο η μεγαλύτερη μείωση των “υψηλότερων” συντάξεων, αποβλέπει στην πλήρη αδρανοποίηση των πιο έμπειρων στελεχών της διοίκησης και της αγοράς, που είναι οι αποχωρούντες από την εργασία, από κάθε συμμετοχή στα κοινά λόγω της οικονομικής τους αδυναμίας. Με τον τρόπο αυτό, και στις δύο περιπτώσεις που αναφέραμε, συρρικνώνεται δραστικά μια πολιτική δύναμη που θα μπορούσε να ασκήσει κριτική από θέση ισχύος λόγω της εργασιακής εμπειρίας απέναντι στην κυβερνητική γραφειοκρατία. Παράλληλα, περιορίζεται ο κύκλος των συμμετεχόντων στη νομή της εξουσίας σε όσους μπορούν να απολαμβάνουν υψηλά οικονομικά προνόμια. Και αυτοί είναι οι φιλοκυβερνητικοί αξιωματούχοι και οι συνεργαζόμενοι με την κυβέρνηση επιχειρηματίες. Επιχειρήσεις και επενδύσεις της μη κυβερνητικής επιλογής εξοβελίζονται, βλέπε “Ελληνικός Χρυσός” και “επένδυση Ελληνικού”, τη στιγμή που εντείνεται ο πόλεμος των επιχειρηματικών ομίλων για τη διείσδυση και τον έλεγχο της πολιτικής ζωής.

Η κυβέρνηση δεν καταστρατηγεί άμεσα το δικαίωμα του πολίτη να έχει λόγο στο εργασιακό μοντέλο, στη σχέση εργαζόμενου-εργοδότη, καταστρατηγεί όμως την οικονομική δυνατότητα και την κοινωνική αξιοπρέπεια του εργαζόμενου ώστε να ορθώσει ανάστημα απέναντι στην εργοδοσία και να διαπραγματευθεί τα δικαιώματά του.

Η επιρροή των εργαζομένων μπορεί να είναι μεγαλύτερη όταν κατέχουν στρατηγικά σημεία στο χώρο της παραγωγής και των κοινωνικών υπηρεσιών, όπως, για παράδειγμα, στην ηλεκτρική ενέργεια, στην ύδρευση, στις συγκοινωνίες, στις μεταφορές. Τότε μπορούν να εξαναγκάζουν την εργοδοσία, που είναι συχνά το κράτος και η κεντρική γραφειοκρατία, να υποχωρήσει σε θέματα μισθών, εργασιακών σχέσεων και ασφάλισης. Το αντίδοτο εδώ είναι η ιδιωτικοποίηση. Τα πράγματα όμως είναι χειρότερα στη βιομηχανία όπου, με την αυτοματοποίηση της παραγωγής, οι εργαζόμενοι έχουν περιορισμένο ή μηδενικό έλεγχο στην παραγωγή. Εδώ η οπισθοδρόμηση στο εργασιακό καθεστώς είναι μοιραία. Εκτός αν οι παρεμβάσεις των εργατικών ενώσεων είναι καλά συντονισμένες.

Ανάμεσα στα “θύματα” του νέου εργασιακού και συνταξιοδοτικού καθεστώτος είναι τόσο η μεσαία τάξη όσο και το σώμα των δημόσιων λειτουργών. Αυτό μπορεί να μην ανατρέπει άμεσα τις οικονομικές και κοινωνικές δομές και να αποτελεί μια επίφαση κοινωνικής δικαιοσύνης, πράγμα που ικανοποιεί το δημόσιο αίσθημα, στην ουσία όμως αποδομεί την υπάρχουσα κοινωνική διαστρωμάτωση με την ανάδειξη μιας νέας “πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας”. Δηλαδή είναι μια πολιτική που δε θίγει το οικονομικο-πολιτικό σύστημα, αλλά μόνον τα πρόσωπα μας παλιάς καθεστηκυίας τάξης που αντικαθίστανται σταδιακά από μια νέα.

Το πρόβλημα δεν είναι τόσο το οικονομικό, όσο το θέμα της αξιοπρέπειας των ελλήνων εργαζομένων. Πρόκειται για μια οργανωμένη υποβάθμιση του προϊόντος της εργασίας, παράλληλη με μια συνεπακόλουθη υποτίμηση του εθνικού πολιτιστικού προϊόντος σε μια διαβαλκανική ισοτιμία, παράλληλα με την υποβάθμιση της ασφάλειας, της παιδείας, της υγείας, την επιδοματική εξάρτηση των ανέργων. Η απάντηση πρέπει να είναι μια πειστική και ρηξικέλευθη πολιτική που θα κερδίσει την εμπιστοσύνη των εργαζομένων και θα τους δώσει πίσω το χαμένο κύρος και την αξιοπρέπεια, χωρίς συμβιβασμούς και παλινδρομήσεις. Η εφαρμογή του νόμου δεν πρέπει να είναι προσχηματική, αλλά υποδειγματική. Η διακυβέρνηση της χώρας δεν μπορεί να είναι διπρόσωπη, αλλά ξεκάθαρη και φερέγγυα. Και όλα αυτά απουσιάζουν από τη σημερινή συγκυβέρνηση.

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.