Μελέτη για τη Νίκη Β. στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος για το Μουσείο της πόλης

Το 2016 οι εκδόσεις Πλέθρον εξέδωσαν το βιβλίο «Η μνήμη αφηγείται την πόλη-Προφορική ιστορία και μνήμη του αστικού χώρου», συγκεντρώνοντας επιστημονικά άρθρα μ’ αυτό το θέμα.

Μία από τις μελέτες της έκδοσης -την οποία έκδοση επιμελήθηκε μεταξύ άλλων η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Βόλου, Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν- αφορούσε την ποδοσφαιρική ομάδα της Νίκης Βόλου και συγγραφέας της είναι η απόφοιτη του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Μαρία Καραστεργίου, που έδωσε τον τίτλο «Το γήπεδο της Νίκης ως τόπος μνήμης, ταυτότητας και ιστορίας των προσφύγων της Νέας Ιωνίας Βόλου».

«Με τις συγκλονιστικές ιστορίες που άκουσα

δυσκολεύτηκα πολύ να μην τα βλέπω όλα μπλε»

Το magnesianews επικοινώνησε με την κ. Καραστεργίου, η οποία ανέφερε για τη δουλειά της:

«Η έρευνα μου πραγματοποιήθηκε ως μέλος της ομάδας του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος “Σχεδιάζοντας το Μουσείο  του Βόλου” και  οι συνεντεύξεις διεξήχθησαν από εμένα την ίδια το 2013. Δική μου πρόθεση μ’ αυτήν την έρευνα ήταν όχι να συμβάλλω στον περαιτέρω διχασμό των οπαδών των δυο ομάδων του Βόλου, αλλά να αναδείξω τη συλλογική μνήμη που αφορά τη Νίκη Βόλου μέσω της προφορικής ιστορίας και της ανθρωπολογικής έρευνας.

Σίγουρα για μια ανθρωπολόγο δεν είναι εύκολο να κρατήσει αποστάσεις από τα “υποκείμενα” μελέτης, όταν “μπλέκει” με τη Νίκη και τη Νέα Ιωνία. Πέρασα πολλές ώρες στα τσιπουράδικα, στον σύνδεσμο των φιλάθλων με τον κ. Παναγιώτη (σ.σ. Αθανασίου) και τους άλλους θαμώνες, καθώς και με τις φοβερές “Diamond” κυρίες απέναντι, στις κερκίδες του γηπέδου και στα σπίτια των ανθρώπων που μου μίλησαν. Με τόση καλοσύνη, ανοιχτές αγκαλιές, χαμόγελα και τις συγκλονιστικές τους ιστορίες δυσκολεύτηκα πολύ να μην “τα βλέπω όλα μπλε”. Σπούδασα στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας του Βόλου, αλλά γεννήθηκα και ζω στη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, νιώθω τον Βόλο ως το δικό μου τόπο, γι’ αυτό και τον επισκέπτομαι πολύ συχνά».

Το magnesianews σας παρουσιάζει εκτεταμένα αποσπάσματα της έρευνας  μετά από δική μας επιλογή, παίρνοντας τη σχετική ΑΔΕΙΑ τόσο από τον εκδοτικό οίκο και τον εκδότη κ. Βασίλη Ρινόπουλο όσο και από τη Μαρία  Καραστεργίου, αλλά ο καθένας μπορεί να τη διαβάσει ολόκληρη στο βιβλίο των εκδόσεων «Πλέθρον».

Εισαγωγή

[…] Το κείμενο αυτό είναι μέρος εθνογραφικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια προγράμματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με τίτλο «Σχεδιάζοντας το Μουσείο της πόλης του Βόλου».

[…] Το υλικό των συνεντεύξεων προέρχεται από τις αφηγήσεις ζωής ποδοσφαιριστών που έπαιξαν στην ομάδα της Νίκης κατά την εικοσαετία 1946-1966 καθώς και φιλάθλων που αφηγούνται τις εμπειρίες τους σε σχέση με την ομάδα κατά την ίδια περίοδο.

Βασικός στόχος της μελέτης είναι η διερεύνηση της συλλογικής μνήμης και της διαδικασίας συγκρότησης της ταυτότητας των προσφύγων της Νέας Ιωνίας μέσα από τα βιώματα τους σε σχέση με τη Νίκη Βόλου, τα οποία δεν εξαντλούνται σε αυστηρά αθλητικά γεγονότα.

Ο προσφυγικός συνοικισμός της Νέας Ιωνίας Βόλου κι ο αθλητικός σύλλογος της Νίκης

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή περίπου 12.000 πρόσφυγες από περιοχές της Ιωνίας, της Θράκης και του Πόντου έφτασαν στον Βόλο των 30.000 κατοίκων. Η Νέα Ιωνία, όπως ονομάστηκε ο προσφυγικός συνοικισμός, εξελίχθηκε σταδιακά σε μια μικρή πολιτεία.

[…] Απ’ την αρχή της εγκατάστασής τους οι πρόσφυγες ίδρυσαν μια σειρά συλλόγων και σωματείων. Κεντρική σημασία μεταξύ αυτών των συλλόγων κατείχε ο αθλητικός σύλλογος της Νίκης.

[…] Για τις φανέλες των παικτών υιοθετήθηκαν τα εθνικά χρώματα σε λευκό και μπλε, προβάλλοντας συμβολικά την ελληνικότητα των προσφύγων που αμφισβητούσαν ή υποτιμούσαν έντονα οι ντόπιοι.

Ως έμβλημα της ομάδας επιλέχθηκε η «Νίκη» του αρχαίου γλύπτη Παιωνίου, που υπήρξε επίσης και το σύμβολο του Πανιωνίου Νέας Σμύρνης, και υποδήλωνε τη συνέχεια με τον τόπο καταγωγής.  Την ομάδα αποτελούσαν κυρίως παίκτες που γνώριζαν καλά το άθλημα από «την πατρίδα».

Από την πρώτη στιγμή οι πρόσφυγες του συνοικισμού είδαν στη Νίκη την έκφραση της επιθυμίας τους για διάκριση και υποστήριξαν με αφοσίωση την ομάδα, που σύντομα προκάλεσε το ενδιαφέρον του φίλαθλου κόσμου με τις καλές επιδόσεις της.

[…] Η Νίκη την περίοδο 1946-1959 επικρατεί στο τοπικό πρωτάθλημα κερδίζοντας έντεκα φορές τον τίτλο, ενώ ο Ολυμπιακός μόλις τρεις, παγιώνοντας έτσι την ανωτερότητά της απέναντι στο μεγάλο της αντίπαλο.

Ακόμη, πρωταγωνιστεί και στο Πανθεσσαλικό Πρωτάθλημα με συνεχείς κατακτήσεις του τίτλου του πρωταθλητή, ενώ η φήμη της εξαπλώνεται σ’ όλη τη χώρα μέσα από τη συμμετοχή της στις εθνικές διοργανώσεις.

Το επιστέγασμα της επιτυχημένης πορείας της Νίκης έρχεται το 1961 με την άνοδο της ομάδας στην Α’ Εθνική Κατηγορία, όπου παρέμεινε έως το 1966.

Μνήμη και προφορική ιστορία στο ποδόσφαιρο. Το γήπεδο ως μικρογραφία της πόλης

Οι ποδοσφαιρικοί αγώνες μεταξύ Νίκης και Ολυμπιακού αποτέλεσαν πεδίο έντονης δραματοποίησης της αντιπαλότητας και έκφρασης βαθύτερων κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών ανταγωνισμών. Οι δύο ομάδες έγιναν το σύμβολο αντιτιθέμενων αξιών και ερμηνειών μέσα στο αστικό περιβάλλον: γηγενείς εναντίον προσφύγων, πλούσιοι εναντίον φτωχών, δεξιοί εναντίον αριστερών, αριστοκράτες εναντίον εργατών, συνοικία εναντίον κέντρου.

Η υποδοχή των προσφύγων στον Βόλο, κατά την πρώτη φάση της εγκατάστασής τους, όπως και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, έγινε με πρακτικές διάκρισης, αποκλεισμού και απαξίωσης. Δεν ήταν μόνο οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των προσφύγων που αποτελούσαν διακριτή απειλή για τη συνοχή της τοπικής κοινωνίας.

[…] Οι αντιθέσεις ντόπιων και προσφύγων προέκυπταν στη βάση διαφορετικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών και διαχέονταν στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, αντανακλώντας διαφορετικές νοοτροπίες και συνήθειες.

 

[…] Εδώ στο Βόλο οι πρόσφυγες φέραν το ποδόσφαιρο. Φέρανε τον πολιτισμό, φέρανε πολλά αγαθά να πούμε. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι εδώ του Βόλου […] εμείς γλεντάγαμε εδώ στη Νέα Ιωνία, ήταν το Φαρδύ απ’ το Σύνταγμα μέχρι τη γέφυρα, δεξιά κι αριστερά είχε μπουζούκια, κλαρίνα, αυτά και […] αυτοί κοιμόντουσαν με τις κότες στο Βόλο. Δεν ήξεραν τι θα πούνε κρασιά, τσίπουρα και αυτά, δεν είχανε υπόψη τους. Αφού τους λέγαμε να φαν γαρίδες και λέγανε «Σαρανταποδαρούσες θα φάμε;» (Κώστας Καϊάφας, φίλαθλος Νίκης, γενν. 1931).

[…] Στο παραπάνω απόσπασμα αναφέρονται εκείνα τα πολιτισμικά στοιχεία στα οποία οι πρόσφυγες φέρονται να υπερτερούν έναντι των ντόπιων και τα οποία θεμελιώνουν διακριτές διαφορές ανάμεσά τους. Μεταξύ της διασκέδασης και της διατροφής προβάλλεται και το ποδόσφαιρο, το οποίο επιλέγεται εξαρχής ως συστατικό στοιχείο της συνέχειας του προσφυγικού πολιτισμού.

Οι αντιπαραθέσεις μεταξύ ντόπιων και προσφύγων συνοδεύτηκαν από χαρακτηρισμούς όπως «Τούρκοι», «αούντηδες», «μεμέτια» και «τουρκόσποροι», ενώ η λέξη «πρόσφυγας» είχε αποκτήσει αρνητικό σημασιολογικό φορτίο.

 

[…] Όταν έπαιζαν ποδόσφαιρο και παίζαμε μεταξύ μας και με τους ντόπιους εδώ δεν μας φέρνονταν εντάξει. Μας λέγαν τουρκόσπορους […] «παίζουνε οι Έλληνες με τους Τούρκους», κάτι τέτοια που μας πλήγωναν. Αλλά με τα παιδιά που παίζαμε ήμασταν φίλοι (Δημήτρης Κοκκινάκης, ποδοσφαιριστής της Νίκης, γενν. 1929).

 

Μας λέγανε Τούρκους. Γι’ αυτό μας νευριάζανε πολύ. «Πάμε στην Τουρκία να παίξουμε», να πούμε. Αυτό μας κακοφαινόταν εμάς και παίζαμε με τόση μανία με τον Ολυμπιακό (Νίκος Σπανάκης, ποδοσφαιριστής της Νίκης, γενν. 1928).

 

Ξέρεις τι με φώναζαν εμένα; «Α, ρε Τουρκαλάαααδες!». Φωνές, κακό, αυτό. Γελούσα εγώ, εγώ γελούσα (Ευάγγελος Πανταζόπουλος, ποδοσφαιριστής της Νίκης, γενν. 1927).

Κι εσείς τότε τι τους λέγατε τους Ολυμπιακούς;

Τι να τους πούμε κι αυτούς για προπόνηση τους είχαμε […] Αυτούς τους κέρδιζα σου λέω μόνος μου, δηλαδή, τέτοιο μίσος τους είχα! (Δημήτρης Λαλές, ποδοσφαιριστής της Νίκης, γενν. 1935).

Ο χαρακτηρισμός «Τούρκοι» είχε στόχο να πλήξει το γόητρο και την ταυτότητα των προσφύγων, αφού όχι απλώς τους ταύτιζε με αυτούς που θεωρούνταν εχθροί του ελληνικού έθνους αλλά και με τους διώκτες τους και την αιτία του ξεριζωμού τους. Όπως φαίνεται από τα παραπάνω αποσπάσματα, η βαριά ύβρις, η αμφισβήτηση της ελληνικότητας των προσφύγων από τους Ολυμπιακούς προκαλεί διαφορετικά συναισθήματα στον κάθε παίκτη.

Οι φίλαθλοι της Νίκης, μέσω της μαζικής παρουσίας τους στο γήπεδο, και οι παίκτες στον αγωνιστικό χώρο κουβαλούσαν το φορτίο της αποκατάστασης της τιμής των προσφύγων. Ειδικότερα για τους παίκτες η πίεση να πετύχουν μόνο τη νίκη στους αγώνες, κυρίως με τον Ολυμπιακό, ήταν πολύ μεγάλη. Όταν κέρδιζαν, η προσφυγική κοινότητα τους αντιμετώπιζε σαν ήρωες, όπως λένε, ενώ όταν έχαναν, τους έβριζαν και ασκούσαν κριτική στις επιδόσεις τους. Ήταν τέτοιο το βάρος της ευθύνης που έφεραν οι παίκτες απέναντι στους φιλάθλους, ώστε η ήττα προκαλούσε στους ίδιους θρήνο, κλάματα και ντροπή, τόση που δεν έβγαιναν απ’ τα σπίτια τους, όπως αναφέρουν στις συνεντεύξεις τους.

[σύνθημα της δεκαετίας του 1950] «Ποια ειν’ αυτή, ποια ειν’ αυτή που κατεβαίνει από το, από το Συνοικισμό; Είναι η Νίκη μας η δοξασμένη και πάει να ξεφτιλίσει τον Ολυμπιακό! Νίκη!» (Κώστας Καϊάφας).

 

Και σας κορόιδευαν μες στο γήπεδο;

Όχι μες στο γήπεδο δεν μπορούσαν να […]. Άμα παίζαν εδώ πέρα δεν μπορούσαν να μιλήσουν εδώ πέρα, γιατί ήμασταν περισσότεροι εμείς. Όλη η προσφυγιά ανέβαινε πάνω! (Νίκος Σπανάκης)

 

Η γιαγιά… Η γιαγιά έκανε κομπόδεμα, τους έδενε τα πόδια, Σμυρνιά κι αυτή να πούμε. Στη Νέα Ιωνία όταν ανέβαινε το λεωφορείο απάνω με τους παίκτες για να παίξουνε, δένανε το μαντήλι κόμπους τάχα να μην μπορούν να τρέξουνε. Αυτά είναι σμυρνέικα φαίνεται, από κει πέρα (Δημήτριος Λαλές)

Ποιοι να μην τρέξουνε;

Οι αντίπαλοι! Οι αντίπαλοι! (Δημήτριος Λαλές)

 

Παίζατε με άλλες ομάδες;

Μόνο με τον Ολυμπιακό, δεν είχε άλλες ομάδες. Αυτή τη Δημητρίου ειδικά, του δικηγόρου την κόρη, εγώ την είχα ξεμαλλιάσει, ε. Απ’ το μαλλί την πετούσα κάτω!

Μέσα στον αγώνα;

Μες τον αγώνα, έξω απ’ τον αγώνα; Δεν τις χώνευα ήταν πολύ αριστοκράτισσες. Πουλούσαν πολλή μούρη κι έρχονταν με σκοπό να κερδίσουνε. Ναι. Πώς θα κερδίσεις, άντε έτσι; (Ελένη Αλμπάνη, αθλήτρια της ομάδας μπάσκετ γυναικών της Νίκης, γενν. 1938).

Οι αναμετρήσεις με τον Ολυμπιακό δεν ήταν απλοί αγώνες αλλά συμβολικοί πόλεμοι. Το ποδόσφαιρο αποτελούσε ένα δυνητικό πεδίο δόξας και διάκρισης για τους πρόσφυγες ενάντια στους αφιλόξενους ντόπιους.

[…] Η γιαγιά του πληροφορητή συμμετείχε συμβάλλοντας με τον δικό της τρόπο, αφού, όπως λέει, «είναι Σμυρνιά κι αυτή». Εκείνη επιστρατεύει την τελετουργική πρακτική του δεσίματος του μαντηλιού σε κόμπους με σκοπό την «εξουδετέρωση» των αντιπάλων.

[…] Οι πρακτικές της αφοσίωσης και της υποστήριξης προκύπτουν κι από άλλες μαρτυρίες, σύμφωνα με τις οποίες τις Κυριακές οι γυναίκες άναβαν κεριά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας για τη νίκη επί του Ολυμπιακού, «θυμιάτιζαν» πριν το παιχνίδι τους παίκτες της προσφυγικής ομάδας, άναβαν τα καντήλια στο σπίτι, ενώ όλος ο συνοικισμός ήταν μια βδομάδα στο πόδι για τις προετοιμασίες.

[…] Στη Νέα Ιωνία οι ομάδες των προσφυγικών σπιτιών -τα τζαμαλιώτικα, τα τετράγωνα και τα γερμανικά- αρχικά περιγράφονται από τους πληροφορητές, συχνά με απέχθεια, ως χώροι γεμάτοι δυσκολίες, φτώχεια και ακαταλληλότητα για την καθημερινή διαβίωσή τους. Στη συνέχεια, όμως, μιλώντας για τη Νίκη, οι χώροι αυτοί ανασημασιοδοτούνται και προβάλλονται ως ένα από τα βασικότερα στοιχεία της ταυτότητας της Νίκης. Η συνοχή, η δυναμική και η αίσθηση συνέχειας της ομάδας με το προσφυγικό παρελθόν βασιζόταν στο γεγονός ότι οι παίκτες της γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σ’ αυτά τα σπίτια.

 

[…] Όλα τα παιδιά εδώ πέρα τη Νίκη την αποτελούσανε τα «γερμανικά» [ομάδα προσφυγικών σπιτιών]. Δηλαδή εδώ στα «γερμανικά» μπορώ να σου πω η Νίκη είχε και δεκατέσσερα άτομα στην ομάδα (Νίκος Σπανάκης).

 

Ήταν όλα παιδιά από τα «γερμανικά». Να πω ονόματα; Ήταν ένας Μιτζηλαίος τερματοφύλακας, ήμουνα εγώ, ήτανε ο Καλλιοτζής, ήταν ο Μανιατάκης, ήταν ο Λαλές, οι μεγάλοι παίκτες ήταν αυτοί που ’καναν την ομάδα μεγάλη. Ο Τζίνης δεν ήταν πρόσφυγας, ήτανε μαζί μας όμως κι αυτός, ήτανε σ’ εκείνη την ομάδα (Δημήτρης Κοκκινάκης).

 

Όλα τα παιδιά από μια γειτονιά, απ’ αυτού που σου ’πα απ’ τα «τετράγωνα» [ομάδα προσφυγικών σπιτιών]. Δηλαδή, τα δέκα παιδιά ήμασταν από κει μέσα, απ’ την ομάδα αυτή, κι ένας, ο Τζίνης, ήταν απ’ τον Άνω Βόλο. Δηλαδή που ’ναι ο Άνω Βόλος; Και τον θεωρούσαμε ότι δεν είναι δικός μας, ας πούμε, ότι τον πήραμε απ’ έξω! (Δημήτρης Λαλές)

 

Ο Τζίνης ο Νίκος. Ο οποίος ήταν ο μόνος, παράξενο που πήγε στη Νίκη, αν και καθόταν στη γειτονιά που ήταν ο Εθνικός Βόλου τότε, στον Άγιο Βασίλειο, πήγε στη Νίκη, πέρασε το ποτάμι χωρίς διαβατήριο (Αντώνης Παππάς, ποδοσφαιριστής Ολυμπιακού Βόλου, γενν. 1944).

 

Μέσα από τη σύνθεση της ομάδας η Νίκη αναδεικνύεται ως οργανικό κομμάτι του σώματος της προσφυγικής κοινότητας. Ο μόνος συμπαίκτης τους μη προσφυγικής καταγωγής φαίνεται σαν να έρχεται από πολύ μακριά, απ’ «έξω», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, ενώ στην πραγματικότητα η Νέα Ιωνία από τον Άνω Βόλο απέχει μόλις επτά χιλιόμετρα. Έτσι, ενώ η γεωγραφική απόσταση είναι μικρή, η πολιτισμική απόσταση είναι μεγάλη, επειδή ο Τζίνης δεν έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά: δεν είναι πρόσφυγας και δεν είναι από τη Νέα Ιωνία, χώρο ταυτοποίησης των προσφύγων. Ακόμη κι αν εκείνος εντάχθηκε πρακτικά στην ποδοσφαιρική ομάδα, δεν ενσωματώθηκε στη συλλογική μνήμη των παικτών ως μέλος της κοινότητας, λόγω της καταγωγής του.

[…] Για τους κατοίκους του Βόλου «ο πέραν του Κραυσίδωνος τόπος» ήταν ταυτισμένος με το νεκροταφείο της πόλης που υπήρχε εκεί. Η τοποθεσία του ποταμού επηρέασε πολύ τον τρόπο με τον οποίο οι πρόσφυγες βίωσαν την εμπειρία του νέου τόπου εγκατάστασης, καθώς αποτέλεσε τομή μεταξύ του προσφυγικού συνοικισμού και του Βόλου, τόσο γεωγραφική όσο και συμβολική.

Η Αλίκη Σωτηρίου γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία το 1930 από μικρασιάτες πρόσφυγες και αναφέρει το εξής:

Θυμάμαι μόνο που λέγαν εδώ, ήταν ένας, ο μπαρμπ’ Αντώνης, ένας μπακάλης, Βρακάς. Και το λέγαν μετά, δεν τον είδα εγώ, έβαζε τα παπούτσια στη μασχάλη, πήγαινε ξυπόλητος μέχρι τη γέφυρα κι απ’ τη γέφυρα και πέρα έβαζε τα παπούτσια και πήγαινε [γέλια]. Δηλαδή ήτανε ξυπόλητοι.

Η πληροφορήτρια φαίνεται να επικεντρώνει το νόημα της ιστορίας στο γεγονός ότι ο Μικρασιάτης Αντώνης Βρακάς κυκλοφορούσε ξυπόλυτος στον προσφυγικό συνοικισμό, όπως πιθανόν και άλλοι. Ωστόσο, ο συμβολισμός που προκύπτει από την πράξη του αφήνει να διαφανεί ότι το ποτάμι, ως φυσικό σύνορο μεταξύ των δύο περιοχών, διαχωρίζει επιπλέον και το «μέσα» από το «έξω», το οικείο και ελεύθερο από το επιβεβλημένο και το πρέπον ή, όπως θα λέγαμε και στη γλώσσα του ποδοσφαίρου, το «εντός» και «εκτός» έδρας.

Γενικότερα, στις αφηγήσεις ζωής των πληροφορητών ο Κραυσίδωνας αναφέρεται κυρίως ως το ποτάμι που χώριζε τις δύο περιοχές και λιγότερο ως η γέφυρα που τις ένωνε. Ο Δημήτρης Λαλές αναφέρει στη συνέντευξή του: «Μας χωρίζει το ποτάμι, δεν βλέπεις; Ανατολικό Βερολίνο και Δυτικό».

[…] Σ’ αυτό το πλαίσιο επίσης, ένα ντέρμπι μεταξύ Ολυμπιακού και Νίκης ήταν για τους γηγενείς ένας αγώνας μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, και για τους πρόσφυγες ένας αγώνας μεταξύ Ελλάδας και Αυστρίας, αφού «Αυστριακοί» ήταν το σκωπτικό παρώνυμο των Βολιωτών, πολύ πριν από την παρουσία των προσφύγων στην πόλη.

[…] Κάθε φορά, λοιπόν, που γινόταν αγώνας στην έδρα του Ολυμπιακού οι φίλαθλοι της προσφυγικής ομάδας συναντιόνταν στη γέφυρα του Κραυσίδωνα και διασχίζοντας την πόλη με λάβαρα, καραμούζες, τραγούδια κι εμβατήρια έφταναν στον Άναυρο, την περιοχή όπου βρισκόταν εκείνη την εποχή το γήπεδο του Ολυμπιακού.

Επιπλέον, γύρω απ’ το ποτάμι εκτυλίσσονταν συγκρούσεις μεταξύ των φιλάθλων. Όταν ο αγώνας γινόταν στο γήπεδο της Νίκης και έληγε επεισοδιακά, οι φίλαθλοι κατεδίωκαν τους Ολυμπιακούς μέχρι τη γέφυρα, μέχρι να τους απωθήσουν απ’ τη δική τους «αγωνιστική» περιοχή, τη Νέα Ιωνία.

Στη συλλογική μνήμη όλων των φιλάθλων και των παικτών κυριαρχεί ένας αγώνας με τον Ολυμπιακό, τον Μάιο του 1953, τον οποίο ανέφεραν όλοι οι πληροφορητές. Σ’ αυτόν τον αγώνα κρινόταν ο τίτλος του πρωταθλητή Βόλου.

Στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου ο Ολυμπιακός προηγήθηκε με 3-1. Τότε κάποιοι φίλαθλοι της ομάδας, θεωρώντας δεδομένη την επικράτηση, θέλησαν πριν την ολοκλήρωση του αγώνα να κάνουν συμβολικά την «κηδεία» της Νίκης. Έτσι, έφεραν μια νεκροφόρα την  οποία στάθμευσαν κατά το ημίχρονο στο νεκροταφείο, ένα σημείο που ήταν «ουδέτερο» και κοινό για τις δυο κοινότητες, με σκοπό να την οδηγήσουν στο γήπεδο μετά τη λήξη του αγώνα. Ωστόσο, αυτό δεν έγινε ποτέ, αφού στο μεταξύ ενημερώθηκαν ότι κατά τη διάρκεια του δευτέρου ημιχρόνου η Νίκη ανέτρεψε το σκορ και κατέκτησε τελικά τον τίτλο του πρωταθλητή με 4-3. Έτσι αποτράπηκε η «επίθεση» των Ολυμπιακών στη «μικρή περιοχή» της Νέας Ιωνίας.

Τα αγωνιστικά αποτελέσματα της ήττας ή της νίκης της προσφυγικής ομάδας εγγράφονται επίσης στον χώρο, κάτι που φαίνεται από τις κινήσεις των παικτών μετά τον αγώνα. Στην περίπτωση της ήττας, όχι μόνο από τον Ολυμπιακό, οι παίκτες αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι δεν έβγαιναν ούτε στο «Φαρδύ», τον κεντρικό και πολυσύχναστο δρόμο της Νέας Ιωνίας, προκειμένου να αποφύγουν τη χλεύη και τον θυμό της κοινότητας. Οι περισσότεροι κλείνονταν στα σπίτια τους, όπως ήδη αναφέρθηκε, ενώ άλλοι συγκεντρώνονταν στο μαγαζάκι με τα ηλεκτρικά του προέδρου της Νίκης, Παντελή Μαγουλά, όπου έπεφταν σε ένα ομαδικό «πένθος» κλαίγοντας και πίνοντας για την ήττα.

Αντιθέτως, όταν κέρδιζαν, διέσχιζαν το «Φαρδύ» με υπερηφάνεια κι έπειτα κατηφόριζαν στο πιο πολυσύχναστο μέρος του Βόλου, την παραλία, κάνοντας ορατή την παρουσία τους στους «αντιπάλους». Το σημαντικότερο όμως είναι ότι αυτή η πανηγυρική πορεία κατέληγε στον Άναυρο, συγκεκριμένα στα κέντρα διασκέδασης που βρίσκονταν ακριβώς κάτω από το γήπεδο του Ολυμπιακού. Εκεί πήγαιναν μετά τον αγώνα φίλαθλοι και παίκτες για να γιορτάσουν τη νίκη τους.  Η κυριαρχία εντός του γηπέδου μετασχηματίζεται πλέον σε κυριαρχία στον κοινωνικό χώρο, αφού το αγωνιστικό αποτέλεσμα δίνει το δικαίωμα στους νικητές να διασκεδάζουν μέσα στην εστία του αντιπάλου, μπροστά στα μάτια του.

Παρ’ όλο που ο επίσημος τίτλος του συλλόγου ήταν Νίκη Βόλου, και έτσι έγινε γνωστή πανελλαδικά ως ποδοσφαιρικός εκπρόσωπος της πόλης, για τους πρόσφυγες η Νίκη συγκαταλεγόταν στα δικά τους επιτεύγματα και ταυτιζόταν άρρηκτα με τη Νέα Ιωνία:

 

«Η Νέα Ιωνία είχε την Ευαγγελίστρια, όπως λέγανε, και τη Νίκη. Αυτά ήτανε δικά τους επιτεύγματα, ήτανε κάτι που τα φτιάξανε μόνοι τους, όταν ήρθανε από κει» (Κοκκινάκης).

 

Στο ίδιο αφήγημα εντάσσεται και η εκκλησία της Ευαγγελίστριας, η οποία χτίστηκε το 1926 στην κεντρική πλατεία του Συνοικισμού, και για την ολοκλήρωσή του συμμετείχαν εθελοντικά πολλοί πρόσφυγες με προσωπική εργασία. «Στη Νέα Ιωνία λένε ‘Νίκη, Ευαγγελίστρια και οικογένεια. Δεν λεν τίποτε άλλο. Μέχρι κι ο παπάς το λέει στην Ευαγγελίστρια» (Λαλές).

 

«Εμείς λέγαμε Νίκη εδώ, Νέα Ιωνία, προσφυγική ομάδα λέγαμε. Όλοι οι πρόσφυγοι ήμασταν ένα, ένα και το… ένα πρόσωπο ήμασταν όλη η Νίκη» (Σπανάκης).

 

[…] Από την άλλη, υπήρχε ένα κοινό στοιχείο σε όλες τις συνεντεύξεις των παικτών και των δύο ομάδων, που αρχικά τουλάχιστον δημιούργησε ερωτηματικά. Οι έντονα συναισθηματικά φορτισμένες αφηγήσεις για την αντιπαλότητα μεταξύ τους, που έδιναν την εντύπωση πως τόσο το γήπεδο όσο και η πόλη μετατρέπονταν σε πεδία μάχης τις Κυριακές, κατέληγαν πάντα στο εξής: «αλλά με τους παίκτες της άλλης ομάδας ήμασταν πολύ φίλοι και κάναμε παρέα». Οι παλαίμαχοι ποδοσφαιριστές της Νίκης και του Ολυμπιακού επεδίωκαν να διαχωριστεί η στάση τους σε σχέση με αυτή των φιλάθλων, κάνοντας σαφές ότι η αντιπαλότητα μεταξύ των παικτών περιοριζόταν αυστηρά μέσα στο γήπεδο και πως έξω απ’ αυτό επιζητούσαν μια ειρηνική συνύπαρξη.

Διάφορες ερμηνείες θα μπορούσαν να προκύψουν γι’ αυτή τη στάση των παικτών και των δύο ομάδων, που σ’ αυτές τις συνθήκες αναπτύσσουν φιλικές σχέσεις, όπως, για παράδειγμα, η αναγνώριση ότι, πέρα απ’ όσα τους χώριζαν, τους ένωνε ένα κοινό αίσθημα που δημιουργούσε η ευθύνη απέναντι στον φίλαθλο κόσμο που τους ακολουθούσε. Ακόμη, πρακτικοί λόγοι, όπως το γεγονός ότι ο Βόλος ως μικρή επαρχιακή πόλη είναι ένας τόπος όπου εύκολα αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν να εργάζονταν στην ίδια δουλειά ή να αποκτούσαν συγγενικές σχέσεις.

Τέλος, στις συνεντεύξεις των παικτών του Ολυμπιακού υπάρχει ρητά η παραδοχή ότι εκείνη την εποχή η ποδοσφαιρική υπεροχή των παικτών της Νίκης σε σχέση με τη δική τους ήταν πράγματι αδιαμφισβήτητη, κι αυτό φαίνεται πως ήταν μια σημαντική κατάκτηση για τους παίκτες της προσφυγικής ομάδας, ώστε να διαχωρίζουν το μίσος για τον Ολυμπιακό από τη φιλία τους με τους παίκτες.

Η ομάδα της Νίκης ως περιβάλλον και τόπος μνήμης

[…] Τόσο η Νέα Ιωνία, όσο και η Νίκη ως προσφυγικός αθλητικός σύλλογος υπήρξαν πεδία όπου η μνήμη μπορούσε να εντοπιστεί παντού και στα οποία η εμπειρία του παρελθόντος διατηρούνταν ζωντανή, βιωνόταν και μεταδιδόταν προφορικά στον δημόσιο βίο.

Οι ίδιοι οι παίκτες της ομάδας υπήρξαν ζωντανό αφήγημα για το πώς, ακόμη και μέσα από τις πιο αντίξοες συνθήκες και δυσκολίες, εκείνοι κατάφεραν το ακατόρθωτο.

[…] Σήμερα, τόσο το ποδόσφαιρο, όσο και η οργάνωση της κοινωνικής ζωής στη Νέα Ιωνία, έχουν αλλάξει, αλλάζοντας ταυτόχρονα και τους τρόπους παραγωγής της μνήμης. Η εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου, η σύνθεση της ομάδας από παίκτες που προέρχονται από κάθε γωνιά της Ελλάδος και του κόσμου, η λειτουργία της ομάδας ως ανώνυμης εταιρείας (ΠΑΕ), η αστικοποίηση του παραδοσιακού προσφυγικού οικιστικού περιβάλλοντος, είναι μόνο κάποιες από τις όψεις αυτής της διαδικασίας.

Σ’ αυτό το πλαίσιο η Νίκη λειτουργεί πλέον ως «τόπος μνήμης» και εξυπηρετεί την ανάγκη να μη σβήσει η ιστορία του προσφυγικού παρελθόντος, να διατηρηθεί η προσφυγική ταυτότητα, να ενισχυθεί η συνοχή της οργανωμένης οπαδικής κοινότητας και η Νίκη να μεταδοθεί ως κληρονομιά στις επόμενες γενιές.

Έτσι, οι οπαδικοί σύλλογοι της Νίκης εφευρίσκουν μνημονικές πρακτικές, όπως επετειακές εκδηλώσεις, graffiti στα διάφορα σημεία της πόλης (π.χ. «Νίκη σημαίνει προσφυγιά» ή «Νικάρα-Proud Refugees»), βιβλία -αφιερώματα στην ιστορία της ομάδας, πανό στις κερκίδες του γηπέδου, όπως αυτό που ανάρτησαν οι οπαδοί στον αγώνα με τον Ολυμπιακό τον Απρίλιο του 2013: «Νίκη Βόλου-Ζωντανή ιστορία μιας χαμένης πατρίδας» και «Νέα Ιωνία – Νίκη – Ευαγγελίστρια», μετάλλια, κύπελλα και φωτογραφίες στους συνδέσμους από αγώνες που αποτέλεσαν ορόσημα στην πορεία της ομάδας, ύμνους και συνθήματα (όπως: «Δώστε μου μαύρο για να πιω / τη Σμύρνη να ονειρευτώ/Αλλοι πιστεύουν στο Ισλάμ/άλλοι πιστεύουν στο Θεό/εγώ σε έναν άγγελο / Νικάρα μου, καψούρα μου / εσένα έχω στην καρδιά/ Να ’σαι καλά να τους γ…άς/για τα παιδιά της προσφυγιάς).

Η διαδικασία παραγωγής ενός νέου «μνημονικού τόπου» καταγράφηκε σε πραγματικό χρόνο κατά τη διάρκεια της εθνογραφικής έρευνας. Την 1η Ιουνίου 2014 η Νίκη, μετά από αναμέτρηση στο στάδιο της Νέας Ιωνίας (σ.σ. Πανθεσσαλικό) με τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης, κατάφερε με την επικράτησή της την άνοδό της στην Α’ Εθνική κατηγορία για δεύτερη φορά στην ιστορία της, έπειτα από 48 χρόνια.

Μετά τον αγώνα ο φίλαθλος και οπαδικός κόσμος της Νίκης συγκεντρώθηκε στο προαύλιο της εκκλησίας της Ευαγγελίστριας και χτυπούσαν χαρμόσυνα τις καμπάνες, ενώ αρκετοί κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες, όπως στην Ανάσταση. Λίγη ώρα αργότερα έφθασαν με πούλμαν όλοι οι παίκτες και οι παράγοντες της ομάδας, που υπό τις επευφημίες και τους πανηγυρισμούς του κόσμου εισήλθαν ως ήρωες στον ναό και έλαβαν την ευχή του ιερέα. Στη συνέχεια το πλήθος κατηφόρισε προς τον Βόλο και ξεχύθηκε στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, όπου κορυφώθηκαν οι εορτασμοί.

Η συμβολική και τελετουργική αυτή πορεία από το γήπεδο στην εκκλησία μέσα στην καρδιά της Νέας Ιωνίας εκπλήρωσε, σχεδόν σαν συλλογικός εσωτερικός καταναγκασμός, τη ρήση ότι την ταυτότητα του πρόσφυγα του Βόλου σηματοδοτεί το τρίπτυχο «Νέα Ιωνία-Νίκη-Ευαγγελίστρια», συνδέοντας έτσι στο παρόν το παρελθόν με τις προσδοκίες μιας νέας «χρυσής εποχής» στο μέλλον και εκφράζοντας τη βεβαιότητα της αδιάσπαστης συνέχειας, η οποία εγγράφεται στην προσφυγική ιστορία. Λιγότερο συμπαγής στην ύλη, αλλά πυκνή σε νοήματα και υποσχέσεις, η ακολουθία των γεγονότων εκείνης της ημέρας δεν υπολειπόταν σε τίποτα από ένα σύγχρονο μνημείο.

Σημειώσεις

Στις 22.12.2014 πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του «Μουσείου της πόλης του Βόλου». Στον τελευταίο όροφο του κτηρίου βρίσκεται η πτέρυγα για το τοπικό ποδόσφαιρο, αφιερωμένο στις δύο μεγάλες ομάδες της πόλης, τη Νίκη Βόλου και τον Ολυμπιακό Βόλου.

Θα ήθελα, ως ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις εξαιρετικές αφηγήσεις και τη βοήθειά τους στην έρευνα, να αφιερώσω αυτό το κείμενο στη μνήμη δύο σπουδαίων ανθρώπων και ποδοσφαιριστών της Νίκης Βόλου, του Δημήτρη Κοκκινάκη και του Δημήτρη Λαλέ, που έφυγαν από τη ζωή λίγους μήνες πριν από τα εγκαίνια της έκθεσης, σημειώνει η Μαρία Καραστεργίου.

 

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.