Η ακτινογραφία της κατάθεσης που τον ανάγκασε να ομολογήσει τον ξυλοδαρμό της συζύγου του

Η υπόθεση της βίαιης επίθεσης και του άγριου ξυλοδαρμού της Σοφίας Πολυζωγοπούλου από τον σύζυγό της και γνωστό ποινικολόγο Απόστολο Λύτρα εκτός από την σκληρότητα της υπόθεσης για την γυναίκα αυτή έχει ανοίξει πολλά μέτωπα και μέσα στο δικηγορικό και δικαστικό σώμα.

Η κατάθεση της Σοφίας Πολυζωγοπούλου, η οποία είναι γροθιά στο στομάχι, περιγράφει όλα όσα έχουν ζήσει εκατομμύρια άνθρωποι – όχι μόνο γυναίκες – θύματα ενδοοικογενειακής βίας σε όλο τον κόσμο. Ο τρόπος που η γυναίκα αυτή χειρίστηκε την κακοποιητική συμπεριφορά του συζύγου της, Απόστολου Λύτρα, είναι πραγματικά άξιος θαυμασμού, αν σκεφτεί κανείς την σωματική αλλά και την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν μετά τον άγριο ξυλοδαρμό της.

Και αν σκεφτεί επίσης ότι ο σύντροφός της -από το 2015- όχι μόνο την χτύπησε, όχι μόνο την απείλησε αλλά την ανάγκασε να ζήσει για αρκετές ώρες υπό το καθεστώς τρόμου προκειμένου να καλύψει το έγκλημά του.

Δεν χρειάζεται κανείς να είναι ειδικός για να διαπιστώσει ότι αυτός ο άνθρωπος που δεν δίστασε να σηκώσει χέρι στη μητέρα του παιδιού του, στην γυναίκα που έχει μεγαλώσει και τα δικά του παιδιά από προηγούμενο γάμο με αγάπη, δεν θα δίσταζε να σηκώσει και πάλι χέρι εναντίον της. Και κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι η επόμενη επίθεση δεν θα ήταν η μοιραία.

Λέει στην κατάθεσή της η Σοφία Πολυζωγοπούλου: «Χθες 15/06/2024 πήγαμε μαζί σε εστιατόριο στη Βουλιαγμένη στα νότια προάστια με μια μεγάλη παρέα. Κάποια στιγμή γύρω στις 23.30 λογομαχήσαμε για μια ασήμαντη αφορμή και συγκεκριμένα γιατί εγώ κοίταζα το κινητό μου και ο σύζυγός μου δεν ξέρω τι θεώρησε πάντως μου έκανε σκηνή ζηλοτυπίας. Η αλήθεια είναι ότι εγώ μιλούσα με την αδερφή μου στην οποία είχα αφήσει το παιδί μου για να βγούμε και η οποία μου έστελνε βιντεάκια με την μικρή μου. Μου ζήτησε επιτακτικά να φύγουμε αλλιώς θα έκανε φασαρία μέσα στο μαγαζί».

Η γυναίκα δηλαδή ήδη είχε έρθει σε δύσκολη θέση από τον σύζυγό της ο οποίος της συμπεριφερόταν σα να ήταν κτήμα του. Και για να μην εκτεθεί ακόμα περισσότερο του ζήτησε να φύγουν για να μην ξεφύγει ακόμα περισσότερο η κατάσταση.

«Εγώ», συνεχίζει η γυναίκα, «επειδή τον είδα σε κατάσταση άνευ λόγου έξαλλη τον ακολούθησα και φύγαμε για να μην εκτεθούμε μπροστά σε φίλους μας και στον υπόλοιπο κόσμο. Μόλις έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο άρχισε να με βρίζει και μου έριξε την πρώτη μπουνιά στο πρόσωπο. Άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και σε μικρή απόσταση σε ένα απόμερο μέρος δεξιά του δρόμου που είχε χώρο σταμάτησε το αυτοκίνητο και με χτύπησε στο πρόσωπο έχοντας τα χέρια του σε γροθιά. Σημειωτέον ότι όλη αυτή την ώρα μου είχε πάρει το κινητό. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ούρλιαζα βοήθεια και τον παρακαλούσα να σταματήσει, ενώ το πρόσωπό μου ήταν γεμάτο αίματα και τα κατάπινα και ένιωθα ότι πνίγομαι».

Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα όσα περιγράφει η γυναίκα αυτή σφίγγεις τις γροθιές και έχεις έναν κόμπο στο λαιμό γιατί ξέρεις ότι όλα αυτά συνέβησαν την ώρα που μπορεί και να περνούσες δίπλα από αυτό το απόμερο σημείο.

Πολλοί εξ’ ημών προσπαθήσαμε να μπούμε στη θέση αυτής της γυναίκας αλλά είναι αδύνατον. Όχι μόνο για την βία που έζησε αλλά και γιατί είχε απέναντί της έναν άνθρωπο που νόμιζε ότι τον ήξερε, που κοιμόταν δίπλα του τα βράδια και ένιωθε ασφαλής αλλά τώρα είχε απέναντί της έναν άγνωστο.

«Κάποια στιγμή ένιωθα ότι χάνω τις αισθήσεις μου. Προφανώς με είδε σε αυτή την κατάσταση και σταμάτησε. Τον παρακαλούσα να με πάει σε κάποιο νοσοκομείο και να μου δώσει το κινητό μου προκειμένου να ειδοποιήσω την αδερφή μου ή κάποιον δικό μου. Ο ίδιος δεν ανταποκρινόταν σε τίποτα από όλα αυτά παρότι του έλεγα ότι θα πεθάνω γιατί αιμορραγούσα πάρα πολύ! Ακόμα και τα ρούχα μου είχαν γεμίσει αίματα. Με οδήγησε στο σπίτι. Εγώ όταν μπήκα μέσα με όσες δυνάμεις είχα γιατί ζαλιζόμουν πολύ και ήμουν πολύ χτυπημένη του είπα ότι πάω να πλυθώ. Όταν ανέβηκα στο δωμάτιο προκειμένου να πάρω το κουμπί πανικού που είναι συνδεδεμένο με τον συναγερμό και χτυπάει κατευθείαν στην αστυνομία με πρόλαβε και το πήρε αυτός και συνέχιζε να κρατάει το κινητό μου».

Τελικά, ο Απόστολος Λύτρας σύμφωνα με την κατάθεση της συζύγου του πείστηκε να την μεταφέρει στο νοσοκομείο αφού τον διαβεβαίωσε ότι δεν θα τον καταγγείλει. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να μην τον καταγγείλει.

«Ζαλιζόμουν πολύ και αιμορραγούσα πολύ από τη μύτη. Μου είπε να πλυθώ και να αλλάξω ρούχα και εγώ τον παρακαλούσα να με πάει σε ένα νοσοκομείο. Εγώ του είπα ότι αν με πάει στο νοσοκομείο δεν θα πω ότι με χτύπησε αλλά ότι έπεσα μόνη μου. Πράγματι μου είπε να κάνω ένα μπάνιο και να αλλάξω ρούχα και με πήγε στην Ευρωκλινική. Μπήκαμε μαζί στην είσοδο της Ευρωκλινικής. Είπα ότι θέλω να με δει γιατρός στα επείγοντα επειδή έχω χτυπήσει στο κεφάλι. Με πήρε κατευθείαν ο γιατρός στο εξεταστήριο μόνη μου και δεν επέτρεψε στον σύζυγό μου να μπει. Μαζί ήρθε και μια νοσοκόμα. Μόλις με πλησίασε η νοσοκόμα της είπα αμέσως ότι με έχει χτυπήσει ο άνδρας μου. Ότι φοβάμαι και τον ίδιο και το είπα και στον γιατρό. Μου είπαν ότι θα ειδοποιήσουν την αστυνομία».

Με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει η Σοφία Πολυζωγοπούλου χειρίστηκε με υποδειγματικό τρόπο την κατάσταση ενώ ήταν χτυπημένη και βαριά τραυματισμένη ψυχολογικά.

«Όπως πράγματι και έγινε. Μου παρείχαν τις πρώτες βοήθειες. Όταν έκτοτε ο αστυνομικός, επειδή δεν ήθελα να καταλάβει κάτι ο άνδρας μου και να φύγει και δεν ήξερα αν εκείνη την στιγμή έπρεπε να τον εμπιστευθώ, κυρίως δεν ήθελα να φύγει γιατί δεν είχα ειδοποιήσει την αδερφή μου για το τι είχε συμβεί γιατί κρατούσε την κόρη μου. Είπα στον αστυνομικό ότι είμαι δικηγόρος και δεν ήθελα να δώσω κατάθεση εκείνη την στιγμή αλλά του είπα να πάρει την κατάθεση του γιατρού. Ενώ εγώ θα πήγαινα να εξεταστώ από ιατροδικαστή. Σημειωτέον ότι αμέσως μόλις είπα στον γιατρό τι είχε συμβεί έβγαλε φωτογραφίες με το κινητό του. Όταν έφτασε η αστυνομία ο σύζυγός μου έδωσε το κινητό μου στον γιατρό ο οποίος μου το έδωσε και έτσι έβγαλα φωτογραφίες με το δικό μου κινητό τις οποίες θα τυπώσω και θα σας τις προσκομίσω. Ο αστυνομικός επέμενε ότι έπρεπε να δώσω κατάθεση εκείνη την στιγμή. Του είπα να γράψει ότι έπεσα από τις σκάλες και να μου δώσουν κουμπί πανικού έτσι ώστε οι αστυνομικοί να αντιληφθούν τι είχε συμβεί και όχι ο άνδρας μου».

Όμως, ο φόβος δεν υποχωρούσε παρότι βρισκόταν σε ασφαλές περιβάλλον. Και αυτό τον τρόμο δεν αξίζει να τον ζει κανένας άνθρωπος.

«Φοβούμενη μήπως κάποιος τον ειδοποιήσει και φύγει από το νοσοκομείο. Για τον ίδιο λόγο στην κατάθεσή μου στους αστυνομικούς είπα ότι δεν επιθυμώ εξέταση από ιατροδικαστή. Ο γιατρός ενημέρωσε ότι έχω υποστεί διάσειση, αιμάτωμα στο κρανίο κάταγμα ρινός, μώλωπες στα μάτια, στα ζυγωματικά, κήλη, κάταγμα στα δάχτυλα, θλαστικά τραύματα στα χέρια και στο κρανίο. Ο γιατρός με ειδοποίησε ότι οι αστυνομικοί πήραν τον σύζυγό μου και εγώ υπέγραψα τις πρωινές ώρες για να φύγω από την κλινική ενώ είχα ειδοποιήσει την αδερφή μου και μια φίλη μου. Οι συστάσεις των γιατρών της κλινικής ήταν να παραμείνω εκεί».

Μόνο αφού πραγματοποιήθηκε αυτή η κατάθεση ο γνωστός ποινικολόγος, ο άνθρωπος που έλεγε για κακοποιητές ότι «μόνο οι Ταλιμπάν τα κάνουν αυτά», αναγκάστηκε, δεν πείστηκε, αναγκάστηκε να ομολογήσει την αποτρόπαια πράξη του. Με μια συγγνώμη όμως αυτά δεν λύνονται.

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.