Αρκετές φορές, η επαφή με ένα βιβλίο στέκεται αφορμή για να ξαναθυμηθούμε ένα προηγούμενο. Η ποιητική συλλογή Συνεταιρισμός θυρωρών του Αντώνη Τσόκου- εκδ. Κίχλη- με γυρίζει στον Κάφκα και το διήγημά του «Μπροστά στο νόμο» από Τη σιωπή των σειρήνων και άλλα διηγήματα, –εκδ. Ζαχαρόπουλος-. Και τούτο, διότι η πρώτη πρόταση στο διήγημα είναι: «Μπροστά στο Νόμο στέκεται ένας θυρωρός». Όλος ο διάλογος ανάμεσα στον άντρα και το θυρωρό, που επισημαίνει την ύπαρξη κι άλλων σαν κι αυτόν, αφορά στην πιθανή είσοδο στο Νόμο.
Είναι, λοιπόν, ο Συνεταιρισμός θυρωρών του Αντώνη Τσόκου μια συλλογή και για το Νόμο; Αναμφισβήτητα πληροί το νόμο της παρατήρησης, εκκινώντας από το διεξοδικό και νυκτόβιο μάτι του Καρλ, του θυρωρού του μπλοκ 45, για να μας παρουσιάσει ιδεοπλαστικές εικόνες, πεζόμορφους στίχους και την πόλη μέσα από στιγμιότυπα κίνησης, μετάβασης, σεναριακής νουάρ (α)συνέχειας.
Ο Συνεταιρισμός θυρωρών αποτελείται από 41 ποιήματα που συνδέονται ως εικόνες της πόλης. Νιώθεις το στίγμα της Αθήνας αλλά με ένα ιδιαίτερο εκτόπισμα, καθώς ο Αντώνης Τσόκος επινοεί ένα μπλουζ λεπτομερειών που μες στη νύχτα, συνήθως, του τοπίου συνηχούν ως οι υπέροχες εκκρεμότητες του προσωρινού.
Ώστε, η ποίησή του έρχεται να αποκαταστήσει την αξία της προσωρινότητας, ενόσω ο νόμος της διατρέχει τις ζωές μας με τα γνωστά σε όλους αποτελέσματα, της αβεβαιότητας και της αοριστίας. Φαίνεται πως πλέον, το απορητικό ερώτημα, πόσο αόριστο και αοριστία να αντέξει κάποιος ακόμα, εδώ έχει βάθος και υπόσταση ποιητικού προσήμου. Όσο πιο ποιητικά κρίνεις το σήμερα και την πόλη, τόσο πιο ενεργή είναι η παρατηρητική σου δύναμη, η εγρήγορση που ως επίτευξη συνδέει ασυνέχειες και απλοποιεί τον συνθετικό ιστό των πραγμάτων.
Ένα δείγμα αυτής της κατάστασης είναι και το ακόλουθο από το ποίημα «Καταραμένη πόλη»:
Πόσο με συγκλόνισε η περσινή άνοιξη!
Ακόμη κουβαλάω τη φροντίδα της στις τσέπες μου.
Οι κρότοι των λεωφορείων
η σφοδρότητα των επιβατών
οι διαδρομές στο κέντρο·
τίποτα δεν δείχνει ικανό
να ισοσκελίσει το κενό
(..)
Ο ποιητής υποφέρει από την φθορά που επιφέρει ο χρόνος και ως μάρτυρας της αντι-ανανέωσης καταθέτει τη ματιά του στους στίχους του, οι εικόνες και τα ερεθίσματα των οποίων αντλούνται από τη φύση, την καθημερινότητα, τη δυσκολία, την αργή κίνηση. Δίνει το λόγο στους αφανείς, στους βασανισμένους, χωρίς να τους εγκαλεί, αλλά γράφοντας μαζί τους. Γι’ αυτό και οι στίχοι ενίοτε αποπνέουν μια βαθιά μελαγχολία. Λόγου χάρη, από το ομώνυμο πεζό ποίημα «Συνεταιρισμός θυρωρών»:
Χτίσαμε ένα νεκροταφείο για μυρμήγκια, το έργο μας ίσως μείνει στους αιώνες άσημο. (..)
Στα κυπαρίσσια του κοιμητηρίου σμήνη τζιτζίκια παρουσιάζουν αφιλοκερδώς το πρόγραμμά τους.
Ενώ από την «Κομψή Θλίψη»:
(..)
Συνεχίζω την απαρίθμηση
από τον Εμπειρίκο ως τον Σαραντάρη
απ’ τον στροβιλισμό της γυναικός
ως την κομψή της θλίψη
-τον Ρεμπώ
προσποιούμαι πως δεν τον θυμάμαι
το ίδιο και τον Μαγιακόφσκι.
(..)
Βλέπουμε ότι ο Αντώνης Τσόκος βυθίζεται στο χρόνο, στην ποιότητα της ποίησης και της καταγωγικής αξίας για να προχωρήσει τη διαδρομή του στην… Έρημη (; ) Εν νυκτί Χώρα του, με αρωγό τη μνήμη, την αίσθηση, τη διεπαφή. Και καλεί το παιδί που υπήρξε, αυτό που εξακολουθεί να ανασύρει και να πιστεύει. Είναι ρομαντικός κατά βάθος, ένας υπαρξιστής που, όμως, δεν επιθυμεί να αποχωριστεί τους άλλους και τις σχέσεις του, για να δημιουργήσει τον δικό του ποιητικό κόσμο.
Προχωρώντας τη συλλογή, προκύπτει ότι αυτή η εναπόθεση της δύναμης στους πράκτορες του αθέατου, στους θυρωρούς, είναι μια καλομελετημένη κίνηση, προκειμένου οι αναγνώστες της ποίησής του να αισθανθούν ότι τους έχει παράλληλα εναποθέσει και τη δύναμη του παρελθόντος. Ως εκ τούτου, και το παρελθόν είναι εν μέρει αθέατο, αν και βαρύ, ενώ ένα παράδειγμα του τελευταίου είναι και ο ακόλουθος στίχος από το ποίημα «Εγκατάλειψη κινδύνου»:
Το παρελθόν εμποδίζει τη βλάστηση
Στο πλαίσιο του παρελθόντος, ο έρωτας έχει να συνεισφέρει την εικόνα του, ως κρυπτογράφημα του είναι και του χρόνου, όπως εκδιπλώνεται στο ποίημα «Κάθε φορά που μ’ αγαπάς να λύνεις τα μαλλιά σου»:
(..)
έλυσες την κορδέλα απ’ τα μαλλιά
κι ένας μεταξωτός καταρράκτης
χύθηκε στους ώμους σου.
Ακόμα και η εκφορά, η μορφή της γλώσσας σε πολυτονικό σύστημα αναζητεί την επαφή με το παρελθόν και την γλώσσα πριν από το μονοτονικό. Η ομορφιά της καταγωγής συνδιαλέγεται με το σήμερα και τη φύση, ως η άλλη πόλη, ή/και η πόλη που δεν υπάρχει πια όπως τη ζήσαμε ή τη θυμόμαστε. Εμείς που ζήσαμε τις κασέτες, την υπομονετική διαδικασία πίσω μπρος μέχρι να «πιάσουμε» με το μάτι, να ζυγίσουμε την κασέτα, αν θα παίξει το αγαπημένο μας κομμάτι.
Μεταξύ των ερωτημάτων με υπόγειο χιούμορ είναι και τα ακόλουθα, στο ποίημα «Θ’ απολογηθεί κανείς για το σταφύλι;» διαβάζω:
Πώς γίνεται ο ίδιος Θεός να δημιούργησε
το σταφύλι και τον άνθρωπο
το τέλειο και το ατελές
τη μέθη και την προδοσία;
Πώς γίνεται να νόθεψε με αίμα το κρασί;
Στα σίγουρα δύο θεοί υπάρχουν
ο ένας κοιμάται τον ύπνο μου
ο άλλος ερωτεύεται τα κορίτσια μου.
Πρέπει να βρω μια επανάληψη
να επιβεβαιώσω την ύπαρξή μου.
Ενώ, η τελευταία εικόνα – ποίημα της συλλογής είναι εξίσου μια έξυπνη και παιγνιώδης αποτύπωση της δυσκολίας που μοιραζόμαστε, κατανοούμε πλήρως όσοι συμπλέουμε ποιητικά.
Αποδελτίωση
Οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν
για τη συγγραφή των ποιημάτων
επέστρεψαν στα λεξικά.
Το νόημα της απουσίας τους
βαραίνει αποκλειστικά τον αναγνώστη.
Όλα τα έξοδα
για την προμήθεια γραφικής ύλης
καλύφθηκαν από τον γράφοντα.
Η ανάγνωση κάθε ποιητικής συλλογής δεν λήγει. Επανερχόμαστε, ξανασκεφτόμαστε, λειτουργούμε. Διότι η ποίηση ευνοεί τους ποιητές και μακάρι να συμβαίνει και το αντίστροφο. Ο Αντώνης Τσόκος έγραψε μια ενδιαφέρουσα συλλογή δίνοντας τη φωνή πίσω στα μικρά, τα αθόρυβα, τα υπαρκτά.
*στίχος από το ποίημα «Εγκατάλειψη κινδύνου».
































