Ο Φαίδων Κυριακού είναι διδάκτωρ Εμβιομηχανικής του Πανεπιστημίου Strathclyde. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1990 και σήμερα εργάζεται στη Σκωτία ως μεταδιδακτορικός ερευνητής καρδιαγγειακών μοσχευμάτων με δημοσιεύσεις σε σημαντικά επιστημονικά περιοδικά και συνέδρια. Η μεγάλη αγάπη του ωστόσο, είναι η τέχνη. Από την παιδική του ηλικία ως και σήμερα, γράφει ποιήματα και παιδικά βιβλία, δημοσιεύοντας ήδη δύο, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε η νέα του συγγραφική δουλειά με κυρίαρχα ζητήματα τη ζωή και τον θανάτο (“Η Γκιλοτίνα του Ναυπλίου” εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ). Ο κ. Κυριακού μίλησε στο «Ράδιο ΕΝΑ 102,5» και στον Ηλία Κουτσερή για το ταξίδι του στην λογοτεχνία, αλλά και στην επιστήμη.
Πως ταιριάζει το κομμάτι της επαγγελματικής επιστημονικής ενασχόλησής σας με τη συγγραφή;
Είναι δύο ανεξάρτητες αγάπες, δεν συνδέεται κατ’ ανάγκη η μία με την άλλη. Εγώ αγαπούσα πάντα τη Φυσική και τα Μαθηματικά στο σχολείο και θεώρησα φυσιολογική την επαγγελματική μου εξέλιξη σ’ αυτούς τους χώρους, παράλληλα όμως είχα μια μεγάλη αγάπη στη λογοτεχνία, έγραφα από παιδί και αυτό με ακολουθούσε πάντα ως χόμπι κι όσο περνούν τα χρόνια τόσο θέλω να το κάνω την κύριά μου δραστηριότητα. Προς το παρόν είναι δύο παράλληλοι δρόμοι, που προσπαθώ να τους ακολουθώ εξίσου πιστά.
Διαλέξατε όμως ένα δύσκολο δρόμο, των ποιημάτων από τη μία και από την άλλη των παιδικών βιβλίων, γιατί και το παιδικό αναγνωστικό κοινό δεν είναι εύκολο.
Ξεκίνησα τα πρώτα μου βήματα στο χώρο της λογοτεχνίας με ποίηση, η πρόζα ήρθε λίγο αργότερα κυρίως στα παιδιά μου χρόνια κι όταν ενηλικιώθηκα κι άρχισα να σκέφτομαι πιο σοβαρά το χώρο, στραφηκα στην παιδική λογοτεχνία με μεγαλύτερη θα έλεγα σοβαρότητα. Το πρώτο μου βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο όταν ήμουν 25 ετών. Αυτό το βιβλίο είναι πλέον εξαντλημένο, αλλά συνεχίζω στον χώρο του παιδικού βιβλίου κι εκεί χρησιμοποιώ ομοιοκαταληξίες. Κυκλοφορεί κι ένα χριστουγεννιάτικο παιδικό βιβλίο από τις εκδόσεις Μάρτη, το «Όνειρο Χριστουγέννων», που απευθύνεται σε μικρές ηλικίες. Εξακολουθώ να γράφω και για παιδιά, αλλά πρόσφατα εκδόθηκε και το ιστορικό μου μυθιστόρημα για ενήλικες αναγνώστες. Θα έλεγα πως με μαγεύει όλος ο χώρος της λογοτεχνίας, σε όποια μορφή κι αν έρχεται και ως αναγνώστη και ως συγγραφέα.
«Η Γκιλοτίνα του Ναυπλίου» πως προέκυψε, με ποια αφορμή;
Η πρώτη σπίθα έμπνευσης ήταν μία εικόνα που είχα. Σκέφτηκα έναν άνθρωπο, καταδικασμένο σε θάνατο, ο οποίος περιμένει να εκτελεστεί και την ημέρα της εκτέλεσής του, ενώ περιμένει το μοιραίο, αντί να έρθουν να τον πάρουν για να τον εκτελέσουν, έρχονται και του ανακοινώνουν ότι ο δήμιός του, αυτός που θα τον σκότωνε, έχει πεθάνει κι άρα παίρνει μία παράταση ζωής. Αυτή ήταν η αρχική ιδέα και πάνω σ αυτή άρχισα να δουλεύω και δεν με άφηνε να ησυχάσω. Ερωτήματα όπως πως διαχειρίζεται κανείς έναν επικείμενο θάνατο, πως διαχειρίζεται μία παράταση ζωής άρχισαν να με τριβελίζουν. Αυτό χρειάστηκε να το τοποθετήσω χρονικά, οπότε πήγα στο παρελθόν για να βρω τη θανατική ποινή σε δράση στην Ελλάδα. Προς έκπληξή μου, γιατί δεν το γνώριζα, ήταν πως τον 19ο αιώνα ο κύριος τρόπος εκτέλεσης ήταν οι καρατομήσεις κι έτσι άρχισα να διαβάζω για την γκιλοτίνα του Ναυπλίου, μια ιστορία που άρχισε να με γοητεύει και να την ενσωματώνω στην ιστορία του δικού μου βιβλίου. Αυτό που είδα όσο έγραφα το βιβλίο μου, είναι όσο κι αν θέλεις να προσεγγίσεις το ζήτημα του θανάτου, αναπόφευκτα μιλάς για τη ζωή. Οπότε το βιβλίο εξιστορεί τις ζωές δύο ανθρώπων τον 19ο αιώνα, λίγες ημέρες πριν από τον θάνατό τους.
Απαιτήθηκε έρευνα και ιστορικά στοιχεία τα οποία έχουν καταγραφεί;
Απαιτήθηκαν αρκετοί μήνες έρευνας , γιατί εγώ δεν είμαι των θεωρητικών σπουδών, δεν έχω κάποιο υπόβαθρο ιστορικού, οπότε ως ένας ερευνητής που θέλει να μάθει για την εποχή, διάβασα τα κατάλληλα βιβλία, πήγα σε μουσεία, επισκέφθηκα χώρους, μίλησα με ανθρώπους για να καταλάβω ποιες ήταν οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής, που ήταν το πιο σημαντικό, γιατί σε βιβλία ιστορίας είναι πολύ εύκολο να βρούμε χρονολογίες, αριθμούς αλλά όταν γράφει κανείς λογοτεχνία δεν είναι αυτα τα καίρια ζητήματα. Τα καίρια είναι να μάθει πως μιλούσαν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή, ποιες ήταν οι ιδέες που κυριαρχούσαν, οι κοινωνικές και ανθρώπινες σχέσεις πως δομούνταν. Οπότε χρειάζεται κανείς έρευνα εάν θέλει να γράφει, για να μην αναφέρει πράγματα τα οποία είναι πραγματολογικά λάθος.
Πέρα από την ηθική ανταμοιβή που είναι για έναν συγγραφέα οι αναγνώστες, τα σχόλια και οι πωλήσεις ίσως επιπλέον, λαμβάνει κέρδος πιστεύω, από το ταξίδι αυτό της έρευνας…
Η περίοδος της ελληνικής επανάστασης, στην οποία αναφέρεται αρκετά το βιβλίο δεν ήταν μια περίοδος που στο σχολείο ως μαθητής την είχα συμπαθήσει ιδιαίτερα. Πλέον ως ενήλικας στην ενασχόλησή μου ανεξάρτητα με τα αντικείμενα για να γνωρίσω και να μιλήσω γι’ αυτά, μπορώ να πω ότι συναρπάστηκα. Είναι ενδιαφέρον το πόσο διαφορετικά μπορεί να δει κανείς μία εποχή όταν έχει την ελευθερία να γυρίσει στις πηγές που εκείνος επιλέγει και ίσως με τη χρονική απόσταση των παιδικών χρόνων, που συνήθως συναντάμε από τις ιστορικές μορφές, τη διάθεση να ηρωοποιούμε ανθρώπους και καταστάσεις. Όταν με πιο ώριμο μάτι δούμε τις καταστάσεις, τις εποχές και τους ανθρώπους και τους βάλουμε σε ένα σωστό πλαίσιο, γίνονται πιο γοητευτικοί, με τα ελαττώματά τους, με τις ηρωικές τους στιγμές, με τις αδυναμίες τους. Τελικά μπορώ να πω πως κι εγώ κέρδισα από αυτή την έρευνα.
Πώς επιλέξατε τον επιστημονικό σας προσανατολισμό, γιατί είστε μεταδιδακτορικός ερευνητής καρδιαγγειακών μοσχευμάτων;
Τελείωσα τις σπουδές μου στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα και μέσα από τη Σχολή ανακάλυψα αυτό τον χώρο που λέγεται βιομηχανική αποδίδοντας τον όρο στα αγγλικά ως biomedical engineering. Είναι εφαρμογές του μηχανικού στην επιστήμη της ιατρικής. Οτιδήποτε δηλαδή μπαίνει στο ανθρώπινο σώμα και δεν είναι φαρμακευτικό χρειάζεται κάποιον μηχανικό για να το εξετάσει. Είτε είναι στέντ, που ήταν η διδακτορική μου διατριβή, είτε είναι πρόσθετα μέλη, είτε είναι πλάκες για ορθοπεδικές διορθώσεις. Όλα αυτά χρειάζονται έναν μηχανικό για να ελέγξει τα όριά τους. Είναι ένας σχετικά καινούργιος τομέας, που στο εξωτερικό υπάρχει, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πολλοί που κάνουν τέτοιες έρευνες. Υπάρχουν άνθρωποι σε πανεπιστημιακό επίπεδο, αλλά όχι αντίστοιχες εταιρείες. Είναι ένας ανερχόμενος τομέας ερευνητικά.