Η μουσική, για τον Ιορδάνη Σιδηρόπουλο, δεν είναι απλώς έκφραση ή επάγγελμα. Είναι χρέος, παρατήρηση, τρόπος σκέψης και βαθιά ανάγκη επικοινωνίας με τον κόσμο. Με αφορμή την επικείμενη εμφάνισή του στον Βόλο, στο «Καφέ Σαντάν» στις 6 Ιανουαρίου, ο Βολιώτης τραγουδοποιός,βρέθηκε χθες στο studio του Ράδιο ΕΝΑ 102,5 και μίλησε για τη διαδρομή του, τις νέες του δουλειές, τις συνεργασίες του, ακόμη και για τη σχέση του με την ελληνική γλώσσα αλλά και τη φιλοσοφία που διατρέχει το έργο του.
Από πολύ μικρή ηλικία, η τέχνη αποτέλεσε διέξοδο και καταφύγιο. Πριν από τη μουσική, υπήρξε η ζωγραφική. Όπως εξηγεί, η μουσική ήρθε αργότερα και σχεδόν φυσικά πήρε τη θέση της. «Είναι ένας δίαυλος επικοινωνίας, αλλά και διαφυγής από την πραγματικότητα, όταν χρειάζεται να πάρουμε ένα διάλειμμα», σημειώνει, υπογραμμίζοντας τη λειτουργία της τέχνης ως αναγκαίας ανάσας.
Όλα άλλαξαν όταν άκουσε τον «Κεμάλ»…
Τα πρώτα του ακούσματα κινήθηκαν κυρίως στον χώρο της ξένης ροκ μουσικής. Όπως πολλοί έφηβοι, είχε απορρίψει συνειδητά το ελληνικό τραγούδι. Όλα, όμως, άλλαξαν όταν άκουσε τον «Κεμάλ» του Μάνου Χατζιδάκι. Εκείνη η στιγμή στάθηκε καθοριστική. Από τότε, ο ελληνικός στίχος έγινε βασικός άξονας της δημιουργικής του πορείας. Σήμερα, δεν διστάζει να προτρέπει και τους νεότερους να δώσουν προσοχή στη δύναμη του ελληνικού λόγου και στη βαθύτερη ουσία του τραγουδιού.
Για τον Ιορδάνη Σιδηρόπουλο, το τραγούδι είναι πρωτίστως λόγος. «Η ετυμολογία του τραγουδιού είναι ο στίχος», επισημαίνει, τονίζοντας πως ένα μουσικό κομμάτι χωρίς στίχο δεν μπορεί να θεωρηθεί τραγούδι. Ο στίχος, κατά τη δική του αντίληψη, είναι το βασικό εργαλείο και η ουσιαστική τομή ενός μουσικού έργου. Είναι αυτός που μπορεί να μεταφέρει σκέψη, συναίσθημα και προβληματισμό, να αγγίξει τον ακροατή και να τον πάει «λίγο παραπέρα».
Έντονος προβληματισμός
Παράλληλα, εκφράζει έντονο προβληματισμό για τη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα. Η ευκολία στην παραγωγή, όπως λέει, έχει οδηγήσει συχνά στη μαζική δημιουργία εις βάρος της ποιότητας. Καλλιτέχνες καλούνται να παράγουν συνεχώς και γρήγορα, με αποτέλεσμα να γίνονται εκπτώσεις στον στίχο και στο νόημα. Επιπλέον, επισημαίνει πως το κοινό συχνά εστιάζει μόνο στους τραγουδιστές, αγνοώντας τον ρόλο των στιχουργών και των συνθετών που αποτελούν τη βάση κάθε τραγουδιού.
Ζώντας και δημιουργώντας στην Ιρλανδία
Ιδιαίτερη θέση στη σκέψη του κατέχει η ελληνική γλώσσα, την οποία χαρακτηρίζει μία από τις πιο πλούσιες και δυνατές παγκοσμίως. Ζώντας στην Ιρλανδία, έχει τη δυνατότητα να βλέπει την Ελλάδα από απόσταση και να συγκρίνει. «Όταν βρίσκεσαι στο εξωτερικό, είναι ανάγκη να κοιτάς πίσω και να βλέπεις τι κάνουμε καλά και τι όχι», σημειώνει, τονίζοντας πως η αντίληψη ότι η χώρα δεν υπερτερεί σε τίποτα είναι λανθασμένη και άδικη.
Μιλώντας για τις νέες του δημιουργίες, αναφέρθηκε στη νέα δουλειά που ετοιμάζει πάνω σε ιρλανδέζικο στίχο, έχοντας παράλληλα επηρεαστεί από την μουσική παράδοση της Ιρλανδίας, αλλά και την προετοιμασία της νέας δουλειάς με ελληνικό στίχο.
Η σχέση του με τον Βόλο παραμένει ζωντανή και ουσιαστική, ακόμη κι αν βρίσκεται μακριά. Η επιστροφή του για εμφανίσεις στην πόλη είναι πάντα μια εσωτερική ανάγκη. Για τον ίδιο, το ταλέντο συνοδεύεται από ευθύνη. Είναι κάτι που οφείλεις να κουβαλήσεις και να εξελίξεις, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται θυσίες. Και, όπως λέει χαρακτηριστικά, δεν μπορεί και δεν θέλει να σταματήσει.
Απόδοση ραδιοφωνικής συνέντευξης: Μαριάνθη Λίκαϊ

































