Ο λόγος της σε ταξιδεύει. Έχει ένα χάρισμα όταν συνομιλείς μαζί της να σου δημιουργεί εικόνες που «τρέχουν» μπροστά στα μάτια σου, δημουργώντας σου στιγμές που ίσως δεν είχες ποτέ. Η θεατρικότητα είναι χαραγμένη στον λόγο, στο πρόσωπο και τις αντιδράσεις της. Η Νιόβη Κωστοπούλου ζει σε ένα παράλληλο σύμπαν κάθε φορά που έρχεται ένας ρόλος, τον οποίο τον ζωνταντεύει με έναν μοναδικό τρόπο. Η Βολιώτισσα ηθοποιός έχει ξεχωρίσει εδώ και αρκετά χρόνια στον χώρο του Θεάτρου, έχοντας σπουδαίες συνεργασίες με καταξιωμένους ηθοποιούς, σκηνοθέτες και σεναριογράφους. Από δική της επιλογή, το 2010 άφησε την Αθήνα και επέστρεψε στον Βόλο συνειδητά, θέλοντας να βρει το δικο της σημείο αναφοράς. Και τα κατάφερε. Η επιστροφή της στα πάτρια εδάφη, συνοδεύτηκε από πλήθος συνεργασιών και από πολλές παραστάσεις με το ΔΗΠΕΘΕ Βόλου με σπουδαία θεατρικά κείμενα. Άμεση, ανοιχτή και χωρίς περιστροφές, η καταξιωμένη ηθοποιός μιλά για την πορεία στην στον χώρο του θεάτρου, τις εμπειρίες της, την αλλαγή στάσης και θέσης αλλά και το μέλλον.
Συνέντευξη: Δήμητρα Παλαιοδημοπούλου
Πως ξεκίνησε το ταξίδι σας στο χώρο του θεάτρου και εν γένει της υποκριτικής; Ήταν παιδικό όνειρο ή μια ανάγκη;
Η σχέση μου με το θέατρο ξεκίνησε όταν ήμουν περίπου στην ηλικία των 16 ετών. Λειτουργούσε τότε στον Βόλο το πρώτο Θεατρικό Εργαστήρι του Δήμου, όπου τα μαθήματα γίνονταν στα υπόγεια του παλιού Δημοτικού Θεάτρου. Έρχονταν τότε και δίδασκαν από την Αθήνα πολλοί σημαντικοί άνθρωποι και λειτουργούσε το εργαστήρι σαν να ήταν μια δραματική σχολή. Εμείς τότε δεν το καταλαβαίναμε πολύ καλά αυτό που συνέβαινε εκεί, το καταλάβαμε όμως μετά. Κι όλους αυτούς τους ανθρώπους τους έφερνε στον Βόλο, (γιατί ταξίδευαν για να έρθουν να κάνουν ένα μάθημα την εβδομάδα), η αγάπη τους για τη δουλειά τους για να μεταδώσουν στους νεότερους όλο αυτό το μυστήριο του θεάτρου και την ομορφιά του και λιγότερο οι οικονομικές απολαβές που είχαν, γιατί ήταν ελάχιστες. Στην πορεία γνώρισα αυτούς τους ανθρώπους καλύτερα και κατάλαβα ότι πραγματικά δεν ήταν καθόλου οικονομικοί οι λόγοι που έρχονταν. Ήταν οι πρώτοι μου δάσκαλοι αυτοί, όπως, κάποιοι από αυτούς, ο Νικήτας Τσακίρογλου, που τον είχα μετά και στη δραματική σχολή, ο συγχωρεμένος Νίκος Παπακωνσταντίνου, που έχει κάνει το μεγάλο βιβλίο για την αγωγή του λόγου, η σύζυγός του κ. Πολυτίμου, που ασχολούνταν με το δημοτικό τραγούδι, ο Πέρρης Μιχαηλίδης, ο Χρήστος Στέργιογλου, η Μαρία Κατσανδρή, αυτοί ήταν οι πρώτοι μου δάσκαλοι στο Εργαστήριο όταν ξεκίνησα εδώ στον Βόλο.
Εκεί ξαφνικά ξεδιπλώθηκε ένας κόσμος διαφορετικός που είχες τη δυνατότητα μέσα από όλη τη διαδικασία να έρθεις σε επαφή με σπουδαία κείμενα, να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους με τρόπο μη συμβατικό, να φύγεις από την πραγματικότητα, να ξεπεράσεις τους φόβους σου ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Το λέω αυτό, γιατί η ανάγκη μου για να ασχοληθώ στην πορεία, ήταν περισσότερο εσωτερική ανάγκη να ζήσω σε ένα παράλληλο σύμπαν, όπου συνέβαιναν όλα αυτά τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο και δεν ήταν η ανάγκη μου για προβολή για δημοσιότητα.
Έχετε πολλές και ξεχωριστές συνεργασίες στο βιογραφικό σας. Υπάρχει κάποια ή κάποιες που τις ξεχωρίζετε;
Η αλήθεια είναι ότι δούλεψα πάρα πολλά χρόνια και στο Κρατικό και στο Ελεύθερο θέατρο, αλλά στη φάση ζωής που βρίσκομαι τώρα πραγματικά ανατρέχοντας στην πορεία δεν μπορώ και δεν θέλω να ξεχωρίσω, γιατί αυτό που καταλαβαίνω τώρα πια και τότε το καταλάβαινα μάλλον, γι’ αυτό έβρισκα ενδιαφέρον σε καθετί που μου τύχαινε στο δρόμο μου είναι ότι απ όλους τους ανθρώπους που συναντάς και στο αντικείμενο που ασχολείσαι και εκτός αυτού πάντα έχεις κάτι να κερδίσεις , αρκεί να έχεις την ικανότητα να μπορείς να βάζεις τα πράγματα στην άκρη. Να «πετάς» αυτά που δεν σου ταιριάζουν και να «ρουφάς» αυτά που σου ταιριάζουν και σου δίνουν πάτημα για γνώση. Δεν θέλω να ξεχωρίσω κάτι και κανέναν. Νιώθω πως ό,τι έκανα ήταν σημαντικό και κάθετί που συνέβαινε, συνέβαινε την κατάλληλη στιγμή. Οπότε μάζεψα, κράτησα και κρατώ χρώματα, αποχρώσεις απ’ ολους τους ανθρώπους που συνάντησα κι έφτιαξα έναν δικό μου πίνακα που με εκφράζει και με αντιπροσωπεύει. Δεν θέλω να πω ότι κάποιο ήταν καλύτερο και κάποιο άλλο χειρότερο. Απ’ όλα είχα να κερδίσω.
Η μετάβασή σας στην Αθήνα συνοδεύτηκε από συνεργασίες, θεατρικές παραστάσεις και πολλή… Τέχνη. Τι σας οδήγησε πίσω στον Βόλο και πότε έγινε αυτή η επιστροφή;
Η επιστροφή έγινε το 2010 και ήταν πραγματική επιλογή και οι λόγοι ήταν καθαρά προσωπικοί και μ’ έκανε να γυρίσω πίσω η ανάγκη μου για να εστιάσω περισσότερο στην προσωπική μου ζωή, να μπορέσω να έχω πιο ποιοτική επαφή με τους ανθρώπους και με τη φύση, γιατί η ζωή στην Αθήνα και με το θέατρο και όπως κυλούσε, ένιωθα ότι με απομόνωνε, με αποξένωνε κι έχανα τη χαρά.
Δεν ήθελα να είμαι μονοθεματική, ήθελα τη ζωή μου κάπως πιο ολοκληρωμένη. Έκανα και οικογένεια, απέκτησα κι ένα παιδί κι όλο αυτό τώρα με καλύπτει. Ήθελα να νιώσω σταθερότητα, να έχω ένα σημείο αναφοράς, διότι για τουλάχιστον 20 χρόνια ήμουν συνέχεια περιοδείες το καλοκαίρι, με μια βαλίτσα στο χέρι και μεγαλώνοντας δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η ζωή μου θα ήταν μόνο αυτό. Γιατί οι περιοδείες είναι ωραίες, πολλές φορές λυτρωτικές, αλλά είναι και ψυχοφθόρες και πολύ κουραστικές. Ήθελα να έχω μία ισορροπία στη δουλειά και στην προσωπική μου ζωή.
Ο Βόλος, η περιφέρεια γενικότερα, δίνει όμως αυτές τις επαγγελματικές επιλογές στον καλλιτεχνικό χώρο που δίνει η Αθήνα; Μπορείτε να έχετε μία καλλιτεχνική δράση εδώ που ζείτε πλέον;
Τα πράγματα εδώ είναι πολύ περιορισμένα. Για τους επαγγελματίες ηθοποιούς υπάρχει μόνο το ΔΗΠΕΘΕ. Εγώ γυρίζοντας στον Βόλο ήξερα πως εάν μπορέσω να κάνω κάτι θα είναι μόνο στο ΔΗΠΕΘΕ Βόλου. Ευτυχώς από το 2010 που έχω έρθει στον Βόλο μέχρι και τώρα, είμαι ενεργή στις παραγωγές, είμαι μέσα στις περισσότερες δουλειές και κάνω αυτό που μπορώ, που μπορεί και στην Αθήνα καμιά φορά να μην μπορείς να το κάνεις με αυτό το χάος που επικρατεί. Όταν θέλεις, έχεις μια σεμνότητα και μία αξία, νομίζω ότι μπορείς να κάνεις πράγματα όπου κι αν είσαι. Δεν είχα ποτέ κάποιο όνειρο να γίνω σταρ της τηλεόρασης και να παίζω σε σίριαλ, πράγμα που το έκανα κάποια περίοδο, όμως δεν με ενδιέφερε. Πάντως εγώ συνεχίζω κι από τον Βόλο κα ασχολούμαι και πολλές φορές λέω ότι μπορείς να κάνεις και καλύτερα πράγματα και περισσότερα στην περιφέρεια, γιατί και στην Αθήνα πλέον το επάγγελμα είναι ανεξέλεγκτο. Νιώθω πολύ καλά όμως με αυτή την εξέλιξη, γιατί γύρισα στον Βόλο από επιλογή και ήξερα τι θα βρω. Είμαι ευχαριστημένη, νιώθω πλήρης, δεν έχω κάποιο κενό.
Η πανδημία του κορωνοϊού έχει πλήξει σφοδρά τον χώρο του πολιτισμού. Ένας καλλιτέχνης έχει διεξόδους αυτή την περίοδο;
Δυστυχώς δεν έχει καμία διέξοδο, βρίσκονται όλα σε παύση. Οι ηθοποιοί ως επί τω πλείστω δεν έχουν και χρήματα, ζουν από τα επιδόματα. Ο χώρος έχει καταστραφεί, έχει εξαφανιστεί ο πολιτισμός. Όλοι οι καλλιτέχνες, που ζούσαν και ήταν αυτό το κύριο επάγγελμά τους δεν έχουν διέξοδο και είναι σαν ο χώρος ο καλλιτεχνικός να μην αφορά κανέναν, σαν να εξαφανίστηκε, σαν να μην υπήρχε. Είναι από τους ελάχιστους τομείς, που το κράτος δεν αναφέρει τίποτα γι’ αυτόν, ούτε πλάνο για το τι θα γίνει. Όσοι ασχολούνται με τις Τέχνες επαγγελματικά, κάνουν πολλή υπομονή κι ελπίζω ότι θα αλλάξουν τα πράγματα και κάποιος θα ενδιαφερθεί ή όταν ξανανοίξουν θα έχουν την στήριξη, ώστε να μπορέσουν να μπουν πάλι σε λειτουργία.
Όσα έχουν ακουστεί το τελευταίο διάστημα για παρενοχλήσεις και κακοποιήσεις στον χώρο του θεάτρου σας έχουν θορυβήσει; Είχατε εικόνες παρόμοιες;
Στον βαθμό που αποκαλύφθηκαν τα γεγονότα, όχι. Το μυαλό μου δεν είχε σκεφτεί ποτέ τέτοια πράγματα, ούτε είχα βρεθεί αντιμέτωπη με τέτοιες καταστάσεις. Τώρα, το ότι η δουλειά είναι τέτοια, που κάποιες φορές μπορεί να υπάρξει κάποιου είδους κατάχρησης εξουσίας, συμβαίνει, αλλά στο πλαίσιο μιας παρεξήγησης, σε μια πρόβα να μην συμφωνούν ηθοποιός και σκηνοθέτης, να υπάρχουν κόντρες, εντάσεις, αλλά όχι όλο αυτό που αποκαλύφθηκε. Αυτά που συνέβησαν πιστεύω πως αφορούν τη μειοψηφία. Γιατί δεν είναι αυτό το θέατρο. Ο χώρος απαρτίζεται από ανθρώπους που αγαπούν αυτή τη δουλειά και είναι φωτεινά μυαλά, που έχουν φωτεινές σκέψεις και συμπεριφορές, όμως παντού υπάρχουν εξαιρέσεις, σε όλους τους χώρους. Ίσως ήταν η κατάλληλη στιγμή, κάποιοι άνθρωποι να μιλήσουν κα δεν είναι αυτό που ακούγεται γιατί τώρα. Ίσως τώρα έπρεπε να το πουν, γιατί δεν μπορείς να μιλήσεις πάντα. Εγώ επικροτώ τα θύματα για το θάρρος που είχαν να μιλήσουν, έστω και τώρα κι όχι τότε και θέλω να ελπίζω και γι’ αυτό κάνει δουλειά το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, ότι μετά απ’ όσα συνέβησαν ο χώρος θα ξεκαθαρίσει από σκοτεινά στοιχεία, που δημιουργούν τέτοια προβλήματα. Το ΣΕΗ προσπαθεί να μπουν βάσεις για να υπάρξει ένα νομικό πλαίσιο, που θα προστατεύει τους ηθοποιούς και τους νεότερους, ώστε να μην βιώσει ποτέ ξανά κανείς τέτοιες εμπειρίες.
Ποια είναι τα σχέδια και τα όνειρά σας για το μέλλον;
Έχω σταματήσει αυτό που λέμε «κάνω όνειρα». Εγώ προγραμματίζω μέχρι την επόμενη ημέρα! Τη μεθεπόμενη δεν τη σκέφτομαι. Αυτό που μπορώ τώρα να κάνω δεν είναι σχέδια, αλλά ευχές. Οι ευχές είναι ίσως και λίγο τετριμμένες, αυτές που λέγανε οι γιαγιάδες μας κι εμείς γελούσαμε. Παλεύουμε για την υγεία μας και να κρατηθούμε αισιόδοξοι. Αναφορικά με το θέατρο, εγώ ήμουν από τους τυχερούς, γιατί το 2020 είχα την ευκαιρία να εργαστώ, κάνοντας έναν μονόλογο.
Το έργο λέγεται «Μια κανονική μέρα» και είναι της Κατερίνας Γιαννάκου, η οποία είναι σεναριογράφος και το σκηνοθέτησε ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ, ο Γρηγόρης Γαλάτης. Το προσεγγίσαμε με πολλή αγάπη, σεβασμό, ειλικρίνια και διακριτικότητα. Στη σκηνή ήμουν και μόνη μου και μπορούσα να το διαχειριστώ όπως νομίζω και κρίνω για τον εαυτό μου. Πρόκειται για ένα νεοελληνικό έργο, επίκαιρο, ένας δραματικός μονόλογος που διαπραγματεύεται την απώλεια. Βλέπουμε μια σύγχρονη γυναίκα, που βρίσκεται σε κατάσταση σοκ και περνά απ’ όλα τα στάδια του πένθους, διότι αυτοκτόνησε ο σύζυγός της την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Περνά λοιπόν όλα τα στάδια του πένθους, μέχρι να καταφέρει να βγει από αυτό το σκοτεινό τούνελ. Έχει μείνει με τις δυο της κόρες και καταφέρνει να δει φως στο τούνελ και συνεχίζει τη ζωή της.
Για την παράσταση αυτή δουλέψαμε κάτω από δύσκολες συνθήκες, υπό τον φόβο του κορωνοϊού, λαμβάνοντας φυσικά όλα τα μέτρα και καταφέραμε να την ολοκληρώσουμε και να τη βιντεοσκοπήσουμε. Είναι παράξενο βέβαια, όταν κάνεις κάτι για τόσο καιρό, είναι σαν να εγκυμονείς και να μην γεννήσεις. Ευχή μου και όλων των συντελεστών είναι να ανοίξουν τα θέατρα, να τελειώσει αυτή η ιστορία και να μην κινδυνεύει κανείς και να «γεννηθεί» η παράστασή μας δια ζώσης στο κοινό.
Λίγα λόγια για την πορεία της Νιόβης Κωστοπούλου
Η Νιόβη Κωστοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς Βολιώτες. Μετακόμισε οικογενειακώς στον Βόλο στα 8 της χρόνια, όπου και τελείωσε το σχολείο. Στα 17 έφυγε για σπουδές στην Αθήνα και αποφοίτησε από την Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης Βεάκη το 1994. Από τότε εργάζεται επαγγελματικά στον χώρο του θεάτρου, σε κρατικούς, ημικρατικούς φορείς, καθώς και στο ελεύθερο θέατρο. Έχει συνεργαστεί με σκηνοθέτες όπως η Λυδία Κονιόδου, Σπύρος Ευαγγελάτος, Νικαίτη Κοντούρη, Διαγόρας Χρονόπουλος, Θεόδωρος Τερζόπουλος, Θέμις Μουμουλίδης, Κοσμάς Φουντούκης, Κωνσταντίνος Μάριος, Θάνος Δερμάτης, Διονύσης Βούλτσος, Σπύρος Κουβαρδάς, Σπύρος Μαβίδης, Νικηφόρος Νανέρης κτλ.
Επί σειρά ετών συμμετείχε στα φεστιβάλ Αθηνών, Επιδαύρου και Δελφών, καθώς έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε πολλά φεστιβάλ του εξωτερικού (Ν. Υόρκη, Θεατρική Ολυμπιάδα Μόσχας, Φεστιβάλ Merida Ισπανιας. Γερμανία και Αυστρία). Έχει διδάξει υποκριτική στο Θεατρικό Εργαστήρι του Δήμου Ρίου στην Πάτρα και έχει παραδώσει σεμινάρια θεατρικού αυτοσχεδιασμού στην Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης του Δήμου Βόλου. Στην τηλεόραση συμμετείχε στη σειρά του Πάνου Κοκκινόπουλου «Κόκκινος Κύκλος».

































