της Μαρίας Σπανού
Το πανύψηλο μαύρο φουγάρο του κατάλευκου πλοίου της γραμμής έκανε την εμφάνισή του στο λιμάνι. Ο γνώριμος ήχος από τρία στεντόρεια σφυρίγματα τράβηξε την προσοχή όσων το περίμεναν. Οι παραγγελιοδόχοι, οι πράκτορες, οι μικροέμποροι και οι κάθε λογής χαμάληδες πανέτοιμοι με τις καρότσες τους και τα κάρα τράβηξαν από τη μεριά που γινόταν το ξεφόρτωμα. Οι ταξιδιώτες και αυτοί που περίμεναν δικούς τους, παραταγμένοι από την άλλη, έδειχναν ανυπόμονοι σηκώνοντας τους γιακάδες τους για να προστατευτούν από το τσουχτερό πρωινό αγιάζι. Το ταχύπλοο «Ιθάκη» της ομώνυμης ατμοπλοΐας που πρακτόρευαν οι αδελφοί Ν. και Σ. Τσαλαπάτα, γλιστρώντας αθόρυβα στο θαμπό γυαλί της θάλασσας, έριξε άγκυρα αρόδο. Ευθύς, το πλεύρισαν οι λέμβοι και φορτηγίδες πιάνοντας δουλειά. Από την μπουκαπόρτα του πλοίου ξεχύθηκε όσος κόσμος είχε απομείνει για τον τελευταίο σταθμό, μετά τη Χαλκίδα, την Αιδηψό και τους Ωρεούς, που ήταν ο Βόλος. Πρώτα οι επιβάτες της τρίτης και δεύτερης θέσης ανάμεικτα με φορτωτικές και ξύλινα κιβώτια. Στη συνέχεια, οι ελάχιστοι της πρώτης μαζί με τις αποσκευές τους που τις είχαν ζαλικωθεί οι αεικίνητοι καμαρότοι. Επί της αποβάθρας, μια μικρή σειρά από άμαξες και υποζύγια τους περίμενε όλους υπομονετικά.
Εκείνος ήταν ξανά στο Βόλο, επιστρέφοντας μετά από ένα σύντομο ταξίδι στην Αθήνα για νομικές του υποθέσεις. Μπουχτισμένος από τον καπνό του καραβιού, στάθηκε για λίγο στην αποβάθρα για να αναπνεύσει καθαρό αέρα, που ερχόταν κατευθείαν από τον Σαρακηνό. Πριν σκεφθεί οτιδήποτε, έδωσε την βαλίτσα του στο γνωστό χαμίνι που τον πλησίασε και του παράγγειλε αμέσως να τη μεταφέρει στο σπίτι του. Το ήξερε πια καλά ο μικρός, είχε ξαναπάει, όσο βρέθηκε να ζει σ’ αυτή την πόλη. Ένα δίπατο αρχοντικό, όχι μακριά από την παραλία, στην οδό Κοραή ήταν του κυρίου Ιωάννη Ζίφου.[1] Κάθε φορά που πήγαινε, έπαιρνε γερό μπαξίσι από την κυρία του σπιτιού, την κυρία Αικατερίνη, η οποία συνήθιζε να τον φιλεύει με χρήματα και με κάτι φαγώσιμο. Τις προάλλες, εκτός από κέρματα, του έδωσε και μια φούχτα καρύδια. Ευχαρίστησε, γέμισε τις τσέπες του και έφυγε τραγουδώντας. Την πρώτη φορά, μόλις είχαν επιστρέψει από τα λουτρά της Αιδηψού, και είχαν πολλές αποσκευές του έδωσε ένα ζευγάρι ολόγερα δερμάτινα σκαρπίνια. Ήταν, λέει του γιου της, αγορασμένα από εμπορικό των Αθηνών, που δεν του έμπαιναν πια. Ωραία που ήταν. Δεν είχε ξαναφορέσει τέτοια. Πετούσε μαζί τους.
Τώρα όλο προσδοκία χτύπησε το ρόπτρο της αυλόπορτας και περίμενε. Αμέσως, είδε από την πίσω αυλή να έρχεται σχεδόν χοροπηδώντας το υπηρετριάκι, η Αμυρσούδα. Είχε ακούσει το όνομά της προχθές, που την φώναζε η μεγάλη υπηρέτρια, η Αριστέα που είχε αναλάβει την εκπαίδευσή της. Τις είχε δει και τις δύο από το απέναντι πεζοδρόμιο καθώς εκείνες έβγαιναν από το αποικιακό του Σκρέτα στη Μεγάλη οδό (σήμερα Δημητριάδος) κουβαλώντας κάτι δέματα. Τρόφιμα μάλλον θα είχαν. Η νέα ψυχοκόρη των Ζίφου πρέπει να ήταν στην ηλικία του, δώδεκα, το πολύ δεκατρία. Μικρό κορίτσι που ξενιτεύτηκε όπως και τόσα άλλα της ηλικίας της. Μα τουλάχιστον μπήκε στη δούλεψη αυτής της οικογένειας, που είχε τη φήμη της τίμιας. Καθώς σκεπτόταν όλα αυτά, η κοπελούδα στάθηκε μπροστά του ανοίγοντας την βαριά σιδερένια πόρτα. Ήταν στο ύψος του, αδύνατη, με μια πλούσια χρωματιστή βράκα, που την λίκνιζε κάπως κωμικά, καθώς περπατούσε με χάρη. Η φορεσιά της του θύμιζε τα μέρη του. Μπούκλες ατίθασες έκρυβαν σχεδόν το κοκκινισμένο από ντροπή μουτράκι της. Πριν της πει οτιδήποτε, άκουσε το παράθυρο της σάλας που άνοιξε σχεδόν καταπάνω τους. Πίσω από τη βαριά κουρτίνα φάνηκε το καλωσυνάτο πρόσωπο της Αικατερίνης.
«Αμυρσούδα», ακούστηκε η φωνή της. «Πέρασε τον μικρό στην κουζίνα».
«Έλα», του είπε εκείνη, «πάμε».
Χωρίς δεύτερη κουβέντα την ακολούθησε.
«Από πού είσαι;» την ρώτησε.
«Από το Καράμπουρναρ» του απάντησε.
«Το γνωρίζω αυτό το μέρος, είναι το χωριό της μητέρας μου», έκανε εκείνος και της γέλασε, σαν να την ήξερε από καιρό. Έκαναν την ίδια διαδρομή απ’ όπου το κορίτσι είχε κατέβει. Πέρασαν τον ανθώνα της αυλής. Φροντισμένος, όπως οι περισσότεροι κήποι των σπιτιών. Ανέβηκαν πέντε πέτρινα σκαλιά και μπήκαν από την είσοδο υπηρεσίας κατευθείαν στην κουζίνα. Η σπιτονοικοκυρά ήταν εκεί, έτοιμη για το φίλεμα.
«Ήρθε ο κύριος», της είπε ο μικρός και ύψωσε ταπεινά το βλέμμα του προς εκείνη. «Έχει ακόμη κάτι δουλειές» μου είπε «να σας πω» και παρέδωσε την δερμάτινη βαλίτσα στην υπηρέτρια μαζί και μια μεγάλη ξύλινη καπελιέρα. Είχε πάνω της ένα κολλημένο χαρτί με τη φίρμα του «Ευρωπαίον». Σημάδι ότι ο κύριος είχε περάσει τις δυο νύχτες του εκεί. Η κυρία Αικατερίνη του άφησε τρυφερά στην χουφτίτσα του τρία ολόκληρα τάληρα.
«Ευχαριστώ κυρία, ευχαριστώ» και έκανε να φύγει.
«Περίμενε» του είπε, «Δωρόθεο, δεν είπες ότι σε λένε; πάρε και αυτό να το δώσεις σε παρακαλώ στον κύριο. Αν δεν τον συναντήσεις σε κάποιο από τα παραλιακά καφενεία όπου συχνάζει, σίγουρα θα τον βρεις στο δικηγορικό του γραφείο, στην οδό Κενταύρων 2» και του έδωσε ένα φάκελο, όπου μέσα του είχε τοποθετήσει προσεκτικά διπλωμένα δύο όμοια χειρόγραφα.
«Κι αυτό για σένα», του είπε χαμογελώντας και του έτεινε ένα δεματάκι τυλιγμένο με μια υφαντή πετσέτα. Το πήρε διστακτικά και το έβαλε παραμάσχαλα. Της φίλησε το χέρι και έφυγε σπαρταρώντας από την πείνα που του άνοιξαν οι μυρωδιές εκείνης της κουζίνας. Μα τι είχε μέσα η φιλιά; Μισό καρβέλι αχνιστό σπιτικό ψωμί και ένα μεγάλο κομμάτι κασέρι. Τυχερός που στάθηκε σήμερα.
Έτρεξε γρήγορα ως το διαγωνίως απέναντι πλουσιόσπιτο της κυρίας Αμαλίας Ρήγα, ανέβηκε γρήγορα τις επιβλητικές μαρμάρινες σκάλες του, όπου η μητέρα του σήμερα είχε πλύση από τα χαράματα, της είπε με μια ανάσα τα νέα και άδειασε τα χρήματα στην ποδιά της.
-«Το νου σου τζιέρι μου στ’ αδέρφια σου», του είπε εκείνη και μ’ ένα νεύμα του έκανε να φύγει.
Ο Δωρόθεος ξαλαφρωμένος έφυγε για το σπίτι, που από καλή τύχη τους είχε παραχωρηθεί απ’ την πρώτη στιγμή. Άλλοι συμπατριώτες τους ήταν ακόμη στις παράγκες της παραλίας και ποιος ξέρει για πόσο ακόμα καιρό. Το δικό τους, ένα τόσο δα ισόγειο, παλιό σπιτάκι, πίσω από το νεοκλασικό του Νικολάου Ματσάγγου, στη συνοικία Μεταμορφώσεως, αρκούσε προς στιγμή να στεγάσει την πενταμελή τους οικογένεια. Ο πατέρας του, Όμηρος Κωνσταντινίδης είχε προσληφθεί ως έκτακτος τεχνίτης στο καπνεργοστάσιο μιας ανθηρής βιομηχανίας από το 1890, που εκείνη τη στιγμή ήταν ο πνεύμονας της οικονομικής ζωής της νέας πόλης του Βόλου. Προς το παρόν, δοκίμαζαν την ικανότητά του στην πρώτη σιγαροποιητική μηχανή αμερικάνικης κατασκευής, που είχε παραγγελθεί δυο χρόνια πριν, στοχεύοντας στην διεύρυνση της παραγωγής. Η μητέρα του Ζαχαρώ, γνωστή ασπρορουχού στον τόπο της, τώρα ξενόπλενε σε γνωστές οικογένειες του αφεντικού του άντρα της, όπως ήταν η οικογένεια του αλευροβιομήχανου Κωνσταντίνου Ρήγα. Ο ίδιος, απόφοιτος της πρώτης τάξης του Γυμνασίου, τώρα τριγύριζε στην αγορά, ψάχνοντας να αναλάβει μικροεξυπηρετήσεις και αγώγια, πότε με κάποια πληρωμή και πότε όχι. Η αδερφή του, η Μεταξούλα, ένα χρόνο μεγαλύτερη, απόφοιτη του δημοτικού και καλή κεντήστρα, έμενε στο σπίτι φροντίζοντας το νοικοκυριό. Κάθε μέρα κοιτούσε πως να τελειώσει με τα αναγκαία και ύστερα άρπαζε το τελάρο της με τις κλωστές, που μετά βίας είχε προλάβει να στριμώξει στον μπόγο της, και τραβιόταν κατά το παράθυρο. Εκεί, κάπως νευρικά στην αρχή, με τέμπο και ευχαρίστηση στη συνέχεια, κεντούσε τα όνειρά της. Σαν σε όνειρο θυμόταν την ανέμελη ζωή της στο Αϊβαλί. Τις φίλες που έχασε, τις βόλτες μαζί τους στην προκυμαία ή στο βδομαδιάτικο παζάρι και τα ατέλειωτα νυχτέρια με ένα βελόνι στο χέρι να σιγοτραγουδούν αντάμα:
«Θάλασσα μη θυμώνεις, μην κάνεις πείσματα, στην αγαπώ τα στέλνω, τζόγια μου αμάν, τα χαιρετίσματα, στην αγαπώ τα στέλνω, τζόγια μου αμάν, τα χαιρετίσματα…».[2]
Τώρα, κοντά ένα τρίμηνο εδώ στην παράλια αυτή πόλη, νιώθει αποκομμένη. Εκτός από την οικογένειά της δεν βλέπει μήτε φίλες, μήτε άλλους συγγενείς. Τις λίγες φορές που πήγαν με τη μητέρα της στην εκκλησία, λοξοκοιτώντας μπας και διακρίνει κάποιο γνωστό από εκείνους, που άκουσαν ότι ήρθαν από την πατρίδα, δε στάθηκε τυχερή. Βέβαια παρηγοριόταν που είχε για παρέα τον οκτάχρονο αδερφό της, τον Σάββα, που δεν είχε γραφτεί ακόμα στο σχολείο. Περίμεναν να δούνε πως θα πάει με την εύθραυστη υγεία του, ακατάπαυτη φροντίδα της αδερφής του. Ειδικά το χειμώνα, ο βήχας του δυνάμωνε και δεν έπρεπε να βραχεί ούτε να κρυώσει. Μα παιδί ήταν, κι όταν άκουγε φωνές και παιχνίδια από συνομήλικά του αγόρια, δεν άντεχε και με καμώματα προσπαθούσε να ξεγελάσει το φύλακα άγγελό του και να πεταχτεί έξω.
Έτσι και τώρα, καθώς η Μεταξούλα πάσχιζε απορροφημένη να σχεδιάσει με το μολύβι ένα πουλί για να το κεντήσει, δεν μπόρεσε να τον κάνει ζάφτι και τελικά έδειξε ανοχή στην ανυπακοή του. Ο μικρός βγήκε στον ανεμικό ήλιο που ξεσκέπαζε τα γύρω από την πρωινή πάχνη του Δεκεμβρίου. Μετά την πρώτη του τρεχάλα στην μπροστινή αλάνα, κρεμάστηκε στην πετρόκτιστη μάντρα, συνέχεια του βιομηχανικού συγκροτήματος κι αφέθηκε να χαζεύει το δρόμο. Απ’ έξω περνούσε κόσμος βιαστικός, άλλοι σκεπτικοί κι άλλοι πιο ξέγνοιαστοι, κρατώντας κι από κάτι στο χέρι. Μαζί και κάποια παιδιά που εκείνη τη στιγμή περιέπαιζαν ένα μικρότερο. Πάσχιζε το καημένο γρήγορα να επαναλάβει ό,τι και τα μεγαλύτερα. Διέκρινε ήχους γνώριμους. Μα ναι, δοκίμαζαν ξανά και ξανά τα κάλαντα της παραμονής, που πλησίαζε:
«Καλήν ημέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας Χριστού τη Θείαν Γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας…».
Κάπως έτσι τα είχε ακούσει και στην πατρίδα του και προσπάθησε να τα φέρει στη μνήμη του. Μα πως είναι δυνατό, έτσι να τραγουδάνε και εδώ τη Γέννηση!
Τη στιγμή που έξυνε το κεφαλάκι του για να θυμηθεί, άκουσε το όνομά του. Ο Δωρόθεος τρεχάτος από τη γωνία κατέφθασε, τον άρπαξε με τρυφερότητα και σχεδόν σύροντάς τον ως το πεζούλι της αυλής, κάθισαν μαζί και άρχισαν να τρώνε το ζεστό ψωμί της κυρίας Αικατερίνης με βουλιμία. Μετά τις πρώτες μπουκιές, ο μικρός θυμήθηκε:
«Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ο ορισμός σας», έτσι δεν πάει το τραγούδι και στο χωριό μας; ρώτησε τον αδερφό του, και σαν σε συνεννόηση συνέχισαν κι οι δυο τους, με το ίδιο τέμπο:
«Ιδού όπου σας είπαμεν όλην την ιστορίαν, του Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν.Και σας καλονυχτίζομεν, πέσετε κοιμηθήτε, ολίγον ύπνον πάρετε και πάλι σηκωθείτε.Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην εκκλησίαν τρέξατε, με προθυμίαν μπήτε. Ν’ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν.[3].
«Και εις έτη πολλά» απόσωσαν και αγκαλιάστηκαν.
Μα δεν πρόλαβε να κατέβει η μπουκιά τους και ο μεγάλος σκέφθηκε ότι έπρεπε να ξαναφύγει. Ήλπιζε, εκτός από το να παραδώσει τον φάκελο, να προλάβει κάποιον ακόμη πελάτη, από κείνους που τράβηξαν ευθύς από το καράβι κατά την αγορά. Μέχρι να κατέβει, ποιος ξέρει μπορεί να είχαν αποσώσει τον καφέ και τις κουβέντες τους και τώρα να ήθελαν να τραβήξουν κατά την πάνω συνοικία. Μπορεί κι άλλοι να χρειάζονταν τις υπηρεσίες του.
Ο Ιωάννης είχε κατευθυνθεί στο καφενείο «Γιαννοπούλου». Ήταν ένα μεγάλο παραδοσιακό καφενείο, ίσως το αρχαιότερο του Βόλου επί της «Προκυμαίας Αργοναυτών», σημείο αναφοράς για την αστική κοινωνία της εποχής. Είχε κλασικό στιλ, δίχως τις απομιμήσεις του συρμού που ακολουθούσαν κατά το γαλλικό πρότυπο τα περισσότερα νεότερα της παραλίας. Τώρα το πρωί ήταν γεμάτο ανθρώπους, που κατανάλωναν εφημερίδες περισσότερο, παρά καφέδες και αφεψήματα. Από τους θαμώνες, ορισμένοι είχαν ήδη επιδοθεί στις κλασικές απολαύσεις των καφενείων, τράπουλα, κοντσίνα και τάβλι. Αρκετοί μάλιστα, βρισκόμενοι εν ευθυμία χτυπούσαν με βρόντο τα πούλια πάνω του, συνοδεύοντας με ηχηρά επιφωνήματα τα παραγγέλματά τους. Παρακεί, κατά την τζαμαρία, τρεις ηλικιωμένοι μερακλήδες με φέσι στα κεφάλια τους, κάπνιζαν ήσυχοι ναργιλέ με τουμπεκί. Έμοιαζαν να το απολαμβάνουν. Οι περισσότεροι πια κάπνιζαν πίπα ή στριφτά τσιγάρα, που συχνά προμηθεύονταν από τα καπνοπωλεία που λειτουργούσαν μέσα στα καφενεία.
Παρότι δεν είχε ακόμα μεσημεριάσει, η ατμόσφαιρα γεμάτη από γαλάζιες τολύπες καπνού γινόταν πνιγηρή. Παρόλα αυτά, το καφενείο είχε μια αίσθηση καθαριότητας. Μεγάλο προνόμιο, καθισμένος από μέσα να αντικρίζεις τη θάλασσα. Αλλά αυτό ήταν το κύριο γνώρισμα όλων των παραλιακών του είδους που τα τελευταία χρόνια είχαν πληθύνει για τα καλά.[4]Ειδικά τώρα που η παραλία είχε πάρει την τελική της όψη. Παλιότερα όλα αυτά τα κοσμικά κέντρα-καφενεία ήταν συγκεντρωμένα πιο πάνω. Εκεί που χτυπούσε η εμπορική ζωή της πόλης. Μα η αίγλη του καφενείου αυτού συμβάδιζε και με την πρόσφατη ανανέωση του εσωτερικού του. Η διακόσμηση και επίπλωση, που τη συμπλήρωναν ολοκαίνουργιοι καθρέπτες στους τοίχους και μεγάλα κάδρα-λιθογραφίες που εικόνιζαν άγνωστους κόσμους, έδιναν άλλον αέρα. Και οι τρεις καινούργιοι βελούδινοι μπορντό καναπέδες, τι σου έλεγαν· μα δεν μπορούσε οποιοσδήποτε να καθίσει σ’ αυτούς. Το ήξεραν αυτό οι θαμώνες. Εκεί συνήθως καθόταν οι βιομήχανοι, όπως ο Μελέτιος Σταματόπουλος με τους συνεργάτες του, ο κύριος Ιωάννης Ματσάγγος, ο Γεώργιος Δ. Τσούγκος κ. ά. Κάποιες φορές απομονώνονταν εκεί οι νομικοί της πόλης για να συζητήσουν θέματα απόρρητα. Γι’ αυτό και ο ιδιοκτήτης του καφενείου είχε βάλει ανάμεσά τους δυο τεράστιους φίκους. Σαν διαχωριστικό. Σεπαρέ το έλεγαν οι Γάλλοι.
Μέσα στη βιασύνη του ο Ζίφος δεν κοίταξε καν τα πρόσωπα των θαμώνων, που συγκεντρωμένοι στο κέντρο μιλούσαν για τις τελευταίες εξελίξεις των ημερών. Από τη μια, η παρέα των σιδηροδρομικών σχολίαζε τις ολέθριες ζημιές που έπληξαν τη Θεσσαλία οι τελευταίες πλημμύρες: «δεν φτάνει που η γεωργία και η κτηνοτροφία είναι σε έσχατη ανάγκη, κόπηκε και η γραμμή Βόλου-Λάρισας στα δύο, μέχρι το Τοπουσλάρ πάει το τρένο…», έλεγαν.
«Γιατί, λίγα έγιναν στο Πήλιο;», πετάχτηκε ένας Αη-Λαυρεντίτης προσθέτοντας: «Ο Βρύχωνας βρυχήθηκε και κατέβασε τόσο νερό στα Λεχώνια που, άκουσον-άκουσον, σχημάτισε άλλους δώδεκα ορμητικούς παραπόταμους που καταστρέφουν στο διάβα τους ό,τι βρουν».[5] Από την άλλη, μια παρέα νομομαθών με τον δημοτικό σύμβουλο Ν. Παπαϊωάννου της δημαρχίας Κ. Γκλαβάνη, συζητούσαν για το ευρωπαϊκό χάος της εξωτερικής πολιτικής και τη νοσούσα εσωτερική κατάσταση της χώρας, που τελευταία επιδεινώθηκε και με το προσφυγικό ζήτημα.
«Να βοηθήσωμεν τους πρόσφυγες», φώναξαν κάποιοι που τους παρακολουθούσαν.
«Ναι, αλλά ας πειθαρχήσουν κι αυτοί κι ας αντιληφθούν την τραγικότητα της κατάστασης, πως θα ανταπεξέλθει το έρμο κράτος»; ύψωσε τη φωνή του κάποιος, παροτρύνοντάς τους να διαβάσουν στον Τύπο τις εκκλήσεις του υπουργού περιθάλψεως κ. Δοξιάδου».
«Να τους συντρέξουμε, συμφωνώ, αλλά πώς να εμπιστευτείς στη δούλεψή σου ανθρώπους άγνωστους ως τα χθες;» πετάχτηκε ένας αντιπρόσωπος τοπικού ναυτιλιακού πρακτορείου.
Ο Ζίφος, έβγαλε το καπέλο του και με αργό βηματισμό πλησίασε την παρέα. Αφού τους καλημέρισε ευγενικά, πρόσθεσε με ύφος που δεν χωρούσε αντίρρηση:
«Όπως και να έχει το πράγμα, εάν διαφύγωμεν την απειλούσαν ημάς σήμερον κρίσιν, εάν εισέλθωμεν εις την οδόν της επουλώσεως των πληγών δια της ειρηνικής εργασίας, οι προσφυγικές χείρες θα αποτελέσουν στοιχείον πολύτιμον δια την αναγέννησιν της Ελλάδος. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος αδερφοί, πιστέψτε με, το ίδιο πιστεύει και η διανόηση εις Αθήνας, όπου είχα την ευκαιρία να ενημερωθώ τις τελευταίες ημέρες», συμπλήρωσε.
«Και τι μπορούμε να κάνωμεν εμείς που δεν διαθέτωμεν ανθηρές επιχειρήσεις;» αναρωτήθηκε ένας νεόκοπος έμπορος από το βάθος.
«Μα ό,τι περνάει από το χέρι μας», είπε ο ζωγράφος Νικήτας Γρύσπος, που καθόταν παράμερα, προσθέτοντας:
«Ας δώσουμε λίγη χαρά στα προσφυγόπουλα. Ας αναλάβετε όλοι σας και από μια οικογένεια. Ας φροντίσει ο καθείς να τη διευκολύνει όπως δύναται. Για παράδειγμα, εγώ που είμαι αδέκαρος πρόσφερα μερικά έργα μου στην αξιέπαινη προσπάθεια του Ασύλου της πόλης μας, υπέρ των προσφύγων. Τώρα ετοιμάζω τη νέα μου σοδειά για την προσεχή εκδήλωση του Δέντρου των Χριστουγέννων, [6] που γίνεται για τον ίδιο ευγενή σκοπό».
-«Και τι είναι αυτό το Δέντρο;» Ρώτησε ένας άλλος.
-Είναι η αφορμή για να δώσει φως στις σκοτεινές μας μέρες. Να δείξουμε την ανθρωπιά μας με πολιτισμένο τρόπο. Αφήστε που οι δεσποινίδες Ποιμενίδου και Οικονομάκη υπόσχονται αξέχαστες μουσικές στιγμές στην ωραία αυτή βραδιά.
Η συζήτηση φούντωσε. Ο Ζίφος ως συντονιστής της προσπάθειας ενδιαίτησης και φροντίδας των προσφύγων, με κύριο όχημα την Επιτροπή Κυριών της πόλης που εργάζονταν νυχθημερόν, ήταν στο επίκεντρο και ανέλαβε να δίνει εξηγήσεις. Όλοι συγκεντρώθηκαν γύρω του.
«Θα ήθελα και εγώ να βοηθήσω την υπόθεση των προσφύγων» ακούστηκε η φωνή του κ. Κωνσταντίνου Μπορνόζη, γνωστού επιχειρηματία καθώς πλησίασε προς το μέρος του, λέγοντας: «Θα ήθελα να σας ενεχειρίσω το ποσόν των 250 δραχμών υπέρ του Λυκείου των Ελληνίδων της πόλεώς μας για το έργο του με τις προσφυγοπούλες».
«Πώς δηλαδή βοηθάει τις προσφυγοπούλες, αυτό το Λύκειο; ρώτησε ο κ. Ηρακλής Βιανέλλης, ιδιοκτήτης του καταστήματος φωνογράφων.
Πριν εκείνος πει οτιδήποτε, πάνω στην ώρα μπήκε ασθμαίνοντας στο καφενείο ο Δωρόθεος και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.
«Αυτό για εσάς», και του έδωσε το φάκελο της κυρίας Αικατερίνης, η οποία ήταν η ιδρύτρια του Λυκείου των Ελληνίδων Βόλου από το 1920 και πρόεδρός του. Ο Ζίφος, ένευσε το παιδί να παραμείνει. Ξεδίπλωσε το χαρτί, φόρεσε τα γυαλιά του και αντί άλλης απαντήσεως προς την ομήγυρη με ωραία δυνατή φωνή άρχισε να διαβάζει τα γραφόμενα. Ήταν ένα δελτίο τύπου της εποχής με την παράκληση της συζύγου του να το μεταφέρει στις τοπικές εφημερίδες προς δημοσίευση:
«…Όπως κάθε χρόνο και εφέτος το αλτρουιστικόν λύκειον και πέραν του Δέντρου των Χριστουγέννων υπέρ των προσφύγων με εκλεκτά δώρα, συνεχίζει ακατάπαυτα και με συνέπεια, από τις 22 Σεπτεμβρίου της αφίξεως των προσφύγων ως σήμερα, την λειτουργία των συσσιτίων με τρία γεύματα ημερησίως, φροντίζοντας παράλληλα την περισυλλογή ενδυμάτων για το ντύσιμό τους.
Γίνεται επιπλέον γνωστό στους ενδιαφερομένους ότι παρέχει εργασίαν εις τας προσφυγοπούλας, τας γνωριζούσας κεντήματα, και ραπτικήν…πληροφορίες εντός».
«Σε παρακαλώ αγόρι μου πήγαινε αυτά τα χαρτιά αμέσως στον κ. Τ. Οικονομάκη στην «Θεσσαλία» και μετά στον κ. Αλέξανδρο Μέρο στον «Ταχυδρόμο» και πες τους από μένα.
«Μάλιστα κύριε» απάντησε ο μικρός και κίνησε προς την έξοδο.
Μα έκανε μερικά βήματα και πισωγύρισε. Στάθηκε πάλι μπροστά του και με τρεμάμενη φωνή του ψέλλισε:
«Θα μπορούσε στ’ αλήθεια κύριε και η αδερφή μου να εργαστεί στο Λύκειο;»
——————–
*Τα πρόσωπα της μικρής ιστορίας, εκτός της μικρασιατικής οικογένειας, είναι όλως διόλου αληθινά. Το ίδιο και οι ιδιότητές τους όπως και τα γεγονότα, όπως αντλούνται από την τοπική μας ιστορία. Όσο για το σπίτι της Αικατερίνης Ζίφου, της ιδρύτριας του Λυκείου των Ελληνίδων βρισκόταν επί της Κοραή 92, διαγωνίως από το σπίτι της Αμαλίας Ρήγα, νυν έδρα του ΛΕΒ.
Το παραπάνω κείμενο είναι δημοσιευμένο στον αφιερωματικό τόμο του ΚΕΒΙΜΑΣΥ με τίτλο «ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ (1922-2022)», Εργαστήριο Λόγου και Πολιτισμού Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βόλος 2022.
[1] Ο Ιωάννης Ζίφος (1866-1945) επιφανής νομικός της Θεσσαλίας και γενικά σημαίνουσα προσωπικότητα της εποχής σε πολλά επίπεδα, δύο χρόνια αργότερα (1924) θα αναλάμβανε τα ηνία του Λιμενικού Ταμείου Βόλου, σε μια καίρια εποχή με τεράστιο έργο και συμβολή στην ανάπτυξη του λιμένα. Περισσότερα, Σπανού Μ., Το Λιμάνι του Βόλου, (υπό έκδοση ΟΛΒ ΑΕ), 2024, σ. 154-155, 199 και 203.
[2] «Τρεχαντηράκι», παραδοσιακό μικρασιάτικο τραγούδι. Τραγούδι ιδιαίτερα γνωστό και αγαπημένο στα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας, απ’ όπου το μετέφεραν οι πρόσφυγες στη νησιωτική κυρίως Ελλάδα. Εκεί ζυμώθηκε, αγαπήθηκε και τραγουδιέται μέχρι σήμερα σε πολλές παραθαλάσσιες περιοχές, λόγω και του θέματός του.
[3] Από το διήγημα του Φώτη Κόντογλου «Παραμονή Χριστούγεννα». Περιλαμβάνεται στο έργο του «Το Αίβαλί η πατρίδα μου», εκδ. Αστέρος, που γράφτηκε το 1962. Στο διήγημα ο συγγραφέας περιγράφει με νοσταλγία τη γιορταστική ατμόσφαιρα (ήθη κι έθιμα) που επικρατούσε στο Αϊβαλί τις ημέρες των Χριστουγέννων.
[4] Για τα πρώτα καφενεία του Βόλου βλ. Σπανού Μ., «όψεις της μουσικής καλλιέργειας και της βολιώτικης διασκέδασης στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ού αιώνα», Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών, (17ος αφιερωματικός τόμος Βόλος 1908), ΕΘΕ, Βόλος 2008, σ. 257-287.
[5] Εκτεταμένα δημοσιεύματα περιγράφουν τις μεγάλες καταστροφές που προκάλεσαν οι εκτεταμένες πλημμύρες στη Θεσσαλία εκείνη την περίοδο (Δεκέμβριος 1922). Μεταξύ άλλων μιλούν για τις ζημιές του χειμάρρου Βρύχωνα, εφ. Θεσσαλία, Βόλος 24.12.1922, αρ. φ. 7555.
[6] Το Δέντρον των Χριστουγέννων ήταν ένας θεσμός του Λ.Ε.Β. που εκτός του καλλιτεχνικού μέρους του περιλάμβανε λαχειοφόρο αγορά υπέρ κοινωνικών σκοπών. Η συμμετοχή του κόσμου, όπως αποτυπώνεται στον τοπικό Τύπο ήταν πάντα εντυπωσιακή.
































