Οι μέδουσες ήρθαν και… θα μείνουν, για τουλάχιστον ενάμιση με δύο χρόνια, σύμφωνα με τα λεγόμενα του κ. Χρήστου Τακλή, θαλάσσιου βιολόγου και διαχειριστή του «Ελληνικού Παρατηρητηρίου Βιοποικιλότητας», στο Ράδιο ΕΝΑ και στον Ηλία Κουτσερή.
Ο βιολόγος δηλώνει ότι οι μέδουσες στον Παγασητικό θα μας απασχολήσουν για τουλάχιστον δύο χρόνια ακόμα, ενώ αναφέρεται και στο πώς μπορεί να αποδυναμωθεί το φαινόμενο και να συνεχίσουν οι λουόμενοι να απολαμβάνουν την παραλία. Ο κ. Τακλής ανέφερε ότι το ζήτημα με τις μέδουσες στον Παγασητικό το είχαν αναφέρει ήδη από τον Μάιο στο αρμόδιο Υπουργείο, αν και, όπως λέει ο ίδιος, δεν έγινε τίποτα. Σχετικά με την αδράνεια, ανέφερε και τις προτάσεις που έστειλαν για τη ρυθμιστική αρχή του κυνηγιού, που όπως εξηγεί, επίσης δεν έγινε τίποτα.
«Εφόσον … μπήκαν στο Παγασητικό θα έχουμε
να τις αντιμετωπίζουμε για τουλάχιστον δύο χρόνια»
Ο θαλάσσιος βιολόγος ανέφερε ότι οι μέδουσες έχουν συγκεκριμένο χρόνο ζωής. Εξήγησε ότι συνήθως οι εξάρσεις τους κρατούσαν τέσσερα χρόνια, δίνοντας παράδειγμα τον Κορινθιακό όπου κράτησαν για τρία χρόνια και τη Μάλτα όπου κράτησαν για δύο. Αναφερόμενος στο Αιγαίο σχολίασε ότι λόγω της ανοιχτής θάλασσαν να φανούμε πιο τυχεροί και του χρόνου το φαινόμενο να είναι μικρότερο. Αυτό που θορυβεί στα λεγόμενά του, είναι ότι η έξαρση θα συνεχίσει και ότι δεν τελείωσε. «Εφόσον μπήκαν στο Παγασητικό, θα έχουμε να τις αντιμετωπίζουμε για τουλάχιστον δύο χρόνια, κάτι το οποίο εξαρτάται από τα ρεύματα και τον υπόγειο κυματισμό. Ο Παγασητικός εκτός από το ότι είναι μικρός κόλπος , έχει και πιο μικρά κολπάκια οπότε παγιδεύονται».
«Όσο πιο μεγάλες είναι οι μέδουσες
τόσο πιο εύκολα τις αντιμετωπίζουμε»
Αναφορικά με τα είδη μεδουσών εξήγησε ότι υπάρχουν πολλά είδη που τσιμπάνε, όπως η chrysaora chrisoscella, η οποία παρατηρείται μέχρι και την άνοιξη. Επίσης υπάρχουν και άλλες μικρότερες που σχεδόν δεν τις βλέπουμε με επικίνδυνο τσίμπημα. Όσο πιο μεγάλες είναι οι μέδουσες τόσο πιο εύκολα μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε και να τις αποφύγουμε, συμπληρώνει ο κ. Τακλής. Ο θαλάσσιος βιολόγος ακόμα πιστοποιεί ότι εν μέρει οι μέδουσες δεν βγαίνουν προς τα έξω, αλλά ότι αυτό γίνεται εξαιτίας του κυματισμού και των ρευμάτων. «Ένα κρις-κραφτ να περάσει όλος αυτός ο κυματισμός που θα δημιουργήσει θα τις πετάξει έξω και ακριβώς γι’ αυτό προτείνουμε στον κόσμο να κοιτάει και τους ανέμους. Αν η παραλία παραδείγματος χάριν βλέπει προς τον Νότο και έχει βοριά, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να είναι καθαρή η θάλασσα».
Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η αύξηση
των πληθυσμών των μεδουσών
«Εφόσον έχουμε μεγάλη έξαρση το μόνο που μπορεί να γίνει από το κράτος τουλάχιστον είναι αρχικά να ενημερώνουν τους πολίτες και στη συνέχεια να χρηματοδοτήσουν τα δίκτυα για κάποιες τουριστικές παραλίες», ανέφερε ο κ. Τακλής σχετικά με τις λύσεις που μπορούν να δοθούν για την αντιμετώπιση του φαινομένου με τις μέδουσες. Εξηγεί ότι είναι ειδικά μικρά δίχτυα, τα οποία έχουν ένα μικρό «μάτι», ανάμεσα στα δίχτυα για να μην μπορούν να περάσουν οι μέδουσες. Αυτά τα δίχτυα, μπαίνουν σε συγκεκριμένα μέρη στις παραλίες προκειμένου να μπορούν οι λουόμενοι να κάνουν μπάνιο στη θάλασσα. Συμπληρώνει, ότι για να γίνει αυτή η διαδικασία θέλει ταυτόχρονα άδεια από το Λιμεναρχείο και από την Περιφέρεια, αλλά και διάθεση αρκετών χρημάτων εφόσον, όπως χαρακτηριστικά δηλώνει, είναι πανάκριβα. «Τα 90 μέτρα κοστίζουν 10 με 12.000 ευρώ. Είναι τεράστιο ποσό για κάποιον που έχει μικρό μαγαζί».
Τι είναι το Ελληνικό Παρατηρητήριο
Βιοποικιλότητας και με τι ασχολείται
Ο θαλάσσιος βιολόγος αναφέρθηκε και στο «Ελληνικό Παρατηρητήριο Βιοποικιλότητας» του οποίου είναι διαχειριστής. Σύμφωνα με τον κ. Τακλή το Ελληνικό Παρατηρητήριο Βιοποικιλότητας είναι μια οργάνωση που δουλεύει με την επιστήμη του πολίτη, κάτι το οποίο σημαίνει ότι μπορούν να συμμετέχουν απλοί πολίτες, και όχι μόνο Βιολόγοι και ερευνητές. Σκοπός αυτής της οργάνωσης, όπως αναφέρει ο ίδιος, είναι να καταγράψουμε τη βιοποικιλότητα της Ελλάδας και να διαδώσουν την οικολογική ευαισθησία. «Να καταγράψουμε, να ερευνήσουμε και να δείξουμε στον κόσμο την πλούσια βιοποικιλότητά μας». Οι έρευνες που γίνονται πηγαίνουν στη συνέχεια για επιστημονικές μελέτες, αναφέρει, αν και συμπληρώνει ότι δεν έχουν δώσει βάρος σε αυτό το επίπεδο. «Δουλεύουμε περισσότερο με την καταγραφή», τονίζει.