Τα 4 μεγάλα «μυστικά» του Βόλου

Έρωτες, γάμοι κι ένας φόνος

Στο μακρινό παρελθόν, προς το τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, ο Βόλος και το Πήλιο «μεθούν» με τις μυρωδιές του γιασεμιού και τις ομορφιές της ανθισμένης αμυγδαλιάς, τα συναισθήματα των μεγάλων ερώτων και παθών. Εκείνες τις εποχές, τα μυστικά έμεναν κλειδωμένα μεταξύ οικογενειών και σαλονιών της αστικής τάξης.
Τέσσερα μεγάλα μυστικά του Βόλου και του Πηλίου, οι έρωτες, ακόμη και τα «τρίγωνα», οι προδοσίες και οι απογοητεύσεις κυριάρχησαν και έφθασαν ακόμη σε φόνους και μίση αιώνια μεταξύ οικογενειών.

Γράφουν: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΕΚΛΙΔΗΣ – ΗΛΙΑΣ ΚΟΥΤΣΕΡΗΣ

1ο ΜΥΣΤΙΚΟ
Ενας έρωτας, ένας αρραβώνας, ένας φόνος κι ένας γάμος Κασσαβέτηδων
Οι κάτοικοι του Βόλου και του Πηλίου, στις αρχές του 1900, είχαν μάθει από στόμα σε στόμα για τις σχέσεις μιας Κασσαβέτη και του νεαρού βουλευτή Βόλου, Αντώνη Καρτάλη, γιο του πρώην δημάρχου Βόλου, Γεωργίου Καρτάλη.
Τα κουτσομπολιά έλεγαν, ότι ο νεαρός Αντώνης ήταν τακτικός επισκέπτης του αρχοντικού των Κασσαβέτηδων και μάλιστα είχε συνάψει σχέσεις με την δίδα Κασσαβέτη, κόρη του Αλέξη Κασσαβέτη. Μάλιστα, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο Αντώνης Καρτάλης έμενε στο ίδιο σπίτι και όπως αργότερα αποκαλύφθηκε, υπήρχε ένας αρραβώνας μεταξύ των δυο νέων.
Κάποια στιγμή, ο Αντώνης είπε στον πεθερό του ότι θα φύγει για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου κατοικούσαν οι θείοι του, και θα τους ζητούσε να του έδιναν την ευχή τους για να παντρευτεί την δίδα Κασσαβέτη.
Η απάντησή τους ήταν αρνητική και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ο Αντώνης δεν έδινε σημεία ζωής και κρυβόταν από τους Κασσαβέτηδες.
Τα…καμώματα του Αντώνη Καρτάλη κάποτε αποκαλύφθηκαν και έγιναν γνωστό ότι το 1901 είχε συνάψει γάμο στο εξωτερικό με την πλούσια δίδα Μαρίκα Μπακοπούλου.
Οι Κασσαβέτηδες, που είχαν βάλει λυτούς και δεμένους για να τον εντοπίσουν, τελικά τα κατάφεραν.
Το ημερολόγιο έγραψε 13 Νοεμβρίου 1901, όταν ο Θ. Κασσαβέτης, μαζί με τον φίλο του Σπύρο Αντωνόπουλου, έμαθαν ότι ο Αντώνης Καρτάλης βρίσκεται στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια» και δειπνούσε με την σύζυγό του.
Ο Θόδωρος Κασσαβέτης τον πλησιάζει και όπως ειπώθηκε αργότερα από μάρτυρες «του σύρει το μυστάκιο εκριζώσας εξ αυτού πολλάς τρίχας, λέγοντάς του «Είσαι άτιμος».
Οι ίδιες πληροφορίες θαμώνων υποστηρίζουν στο δικαστήριο αργότερα ότι ο Καρτάλης τραβάει το όπλο του, ένα ρεβόλβερ, αλλά ο Κασσαβέτης καταφέρνει και του το αρπάζει.
Σύμφωνα με όσα κατατέθηκαν στο δικαστήριο, ο Κασσαβέτης του φωνάζει «εισάκουσε στην εξουσία μου, αν θέλω σε φονεύω, αλλά δεν θα το κάμω» και του το πετάει περιφρονητικά στα πόδια του.
Τότε έρχονται στα χέρια, κάποιοι τους χωρίζουν. Οι Κασσαβέτηδες φεύγουν από το ξενοδοχείο και κατευθύνονται σε μια μπυραρία, στην πλατεία Συντάγματος, όπου μετά από μια ώρα βγήκαν και είδαν ότι τους την είχαν στήσει άνθρωποι του Αντώνη Καρτάλη.
Σύμφωνα με μαρτυρία του Τζων Κασσαβέτη, δέχθηκε χτυπήματα από ρόπαλο, ο Θ. Κασσαβέτης τράβηξε όπλο, πυροβόλησε, αλλά αστόχησε κι ένας από τους φίλους του Καρτάλη πυροβόλησε και ευστόχησε ρίχνοντας τον νεκρό.
Το φονικό έγινε γνωστό την επόμενη ημέρα, 14 Νοεμβρίου 1901, από τις εφημερίδες της Αθήνας ΣΚΡΙΠ, Εμπρός και άλλες που ήρθαν στο Βόλο το βράδυ. Ο Καλαποθάκης, ιδιοκτήτης του «Εμπρός», ήταν πολιτικός φίλος του Καρτάλη και από τους κατηγορούμενους για την δολοφονία του Θ. Κασσαβέτη. Για μήνες, έως τον Μάρτιο του 1902, η δικαιοσύνη προσπάθησε να διαλευκάνει την υπόθεση με γρήγορους ρυθμούς και μετά την δίκη αποκαλύφθηκε ότι ο Αντώνης Καρτάλης είχε σχέση με την δίδα Κασσαβέτη, κόρη του Αλέξη Κασσαβέτη, βουλευτή Βόλου και μάλιστα έμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα στο σπίτι των Κασσαβέτηδων και υπήρξε και αρραβώνας μεταξύ των δυο ερωτευμένων νέων. Κάποια στιγμή, ο Αντώνης Καρτάλης, είπε στον πεθερό του ότι θα φύγει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου θα επισκέπτονταν τους θείους του, για να τους πει για τον αρραβώνα του και να πάρει την ευχή τους. Τα πράγματα όμως δεν ήρθαν όπως τα ήθελε ο Αντώνης Καρτάλης και μετά από ημέρες έστειλε ένα γράμμα στον Κασσαβέτη που του έγραφε ότι οι θείοι του δεν συμφωνούν με τον αρραβώνα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να παντρευτεί την κόρη του.
Ακολούθησε τότε γράμμα του Αλέξη Κασσαβέτη στους Καρτάληδες οι οποίοι του διαμήνυσαν ότι δεν ξέρουν τίποτα για τον αρραβώνα της κόρης τους και αυτοί δεν συναινούν σε έναν τέτοιο γάμο.
Από τότε, ένα άσβεστο μίσος κυριάρχησε μεταξύ των Καρτάληδων και Κασσαβέτηδων, το οποίο έγινε μεγαλύτερο όταν έφθασαν τα μαντάτα στον Βόλο και στη Ζαγορά ότι ο Αντώνης Καρτάλης παντρεύτηκε εις Παρισίους την πλούσια δίδα Μαρίκα Μπακοπούλου. Από τότε άρχισαν τα κουτσομπολιά, ότι ο Αντώνης Καρτάλης είναι άτιμος, διότι ατίμασε την Κασσαβέτη, μπαινοβγαίνοντας στο σπίτι της και πολλά άλλα που συνέβησαν μεταξύ των δυο ερωτευμένων νέων. Μάλιστα, έλεγαν ότι ακύρωσε τον γάμο του ο Καρτάλης, γιατί οι θείοι του δεν συμφώνησαν στην προίκα που θα έδινε ο Αλέξανδρος Κασσαβέτης στην κόρη του. Από τότε, ο Αντώνης Καρτάλης είχε εξαφανιστεί από την περιοχή και οι Κασσαβέτηδες είχαν βάλει λυτούς και δεμένους για να τον βρουν και να πάρουν εκδίκηση για την ατίμωση. Το επεισόδιο στην Μεγάλη Βρετάνια και η δολοφονία του Θεόδωρου Κασσαβέτη και τα όσα ακολούθησαν, έγιναν μόνιμο θέμα συζήτησης στα μεγάλα σαλόνια του Βόλου και της Αθήνας, για τον έρωτα της δίδας Κασσαβέτη με τον Αντώνη Καρτάλη, και την αθέτηση του αρραβώνα.
Μετά την δολοφονία του Κασσαβέτη, συνελήφθη ο Ιωάννης Κριάλης, άνθρωπος του Αντώνη Καρτάλη, ενώ ως ηθικός αυτουργός της δολοφονίας φυλακίστηκε και ο βουλευτής Βόλου, ο γραμματέας του Γ. Τσίμας, ο διευθυντής της εφημερίδας «Εμπρός»
Δ. Καλαποθάκης και ένας δημοσιογράφος της ίδιας εφημερίδας.
«Από 24 Νοεμβρίου 1901», υποστηρίζουν δημοσιεύματα, στις φυλακές το δωμάτιο όπου διαμένει ο κ. Καρτάλης έχει επιπλωθεί αναπαυτικότατα. Καναπέδες μεταφέρθηκαν εκεί, πολυθρόνες και άλλα καθίσματα, εστρώθη δε και τάπητας».
Θύελλα διαμαρτυριών και τηλεγραφημάτων, κυρίως από το Βόλο και το Πήλιο, φθάνουν την κυβέρνηση για την σύλληψη του Αντώνη Καρτάλη, όπως και με την συνέντευξη του συνηγόρου του Μίλτου Μπουφίδη, ονομαστού δικηγόρου της εποχής και αργότερα προέδρου της Βουλής.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ
Τον Μάρτιο του 1902 άρχισε η δίκη και τελείωσε στις 28 Μαρτίου. Ο Εισαγγελεύς ζήτησε τον θάνατο των τριών Κριάλη, Τσιμά, Καλαποθάκη και ισόβια για τον Καρτάλη λόγω «συγχύσεως του νου».
Οι ένορκοι αποφασίζουν ενοχή του Κριάλη, αλλά όχι εκ προμελέτης, καθώς δέχθηκαν τον ισχυρισμό του ότι ήταν σε αυτοάμυνα. Όλοι οι άλλοι και ο βουλευτής Αντώνης Καρτάλης κρίθηκαν αθώοι.
Το μεγάλο μυστικό που έμεινε κρυμμένο για έναν και πλέον αιώνα ήταν ότι η δίδα Κασσαβέτη δεν ήταν κόρη του Αλέξανδρου, αλλά ψυχοκόρη με το ίδιο όνομα και ο βουλευτής Βόλου την είχε στο σπίτι του και ήταν σφόδρα ερωτευμένος μαζί της. Αργότερα μάλιστα την παντρεύτηκε και την έκανε γυναίκα του. Το μίσος όμως έμεινε άσβεστο μεταξύ των δυο οικογενειών.

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΣΣΑΒΕΤΗΣ
Ο Αλέξανδρος Κασσαβέτης ήταν Έλληνας πολιτικός και κτηματίας. Ήταν γιος του Δημητρίου Κασσαβέτη, εμπόρου υφασμάτων, βαμβακιού στην Αιγύπτου και γιου του Αλέξανδρου Κασσαβέτη, και καταγόταν από την Ζαγορά Πηλίου.
Υπήρξε θερμός υποστηρικτής του Ελευθερίου Βενιζέλου και γι’ αυτό συμμετείχε στο κίνημα Εθικής Άμυνας. Στην ομώνυμη κυβέρνηση που σχηματίστηκε ανέλαβε Υπουργός συγκοινωνιών.
Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Βόλου στις εκλογές του 1895 και επανεξελέγη σε αυτές του 1906, ως βουλευτής Λαρίσης, στις εκλογές του 1910, του 1912, του 1915, και ως βουλευτής της περιφέρειας Αθηνών στις εκλογές του 1928.
Υπήρξε πρόεδρος της Λέσχης των Φιλελευθέρων και ιδρυτικό μέλος της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Θεσσαλών. Το τεράστιο οικογενειακό κτήμα του, εκτάσεως 27.000 στρεμμάτων, στον Αλμυρό Μαγνησίας το δώρισε, το 1887, για την ίδρυση γεωργικής σχολής, η οποία εν συνεχεία μετατράπηκε σε σωφρονιστικό κατάστημα (Φυλακές Κασσαβέτειας).
Κατοικούσε στην Κηφισιά, όπου κεντρική οδός φέρει το όνομά του, και ήταν παντρεμένος με δύο παιδιά. Υπήρξε μέτοχος της Τράπεζας Κοσμαδόπουλου και την εποχή της πτώχευσής της, το 1932, δέχθηκε και πυρά των Βολιωτών και ιδιαίτερα των Καρτάληδων ως στέλεχος του Βενιζελικού κόμματος.

Απεβίωσε εν ενεργεία βουλευτής στις 12 Ιουλίου 1932, λίγο μετά την πτώχευση της Τράπεζας.

2ο ΜΥΣΤΙΚΟ
Οι δυο έρωτης της Μαίρης Κασσαβέτη, ο κουμπάρος Κ. Τοπάλης και ο γάμος της με τον ποιητή Γ. Δροσίνη
Η Ζαγοριανή Μαίρη Κασσαβέτη ήταν μία από τις πιο όμορφες γυναίκες της Ζαγοράς. Οι ιστορίες και οι έρωτές της με το πολιτικό και υπουργό Κων. Τοπάλη, αδελφό του Αλεξ. Τοπάλη, Δημάρχου Βόλου, ήταν ένα από τα μεγάλα, κρυμμένα μυστικά του Πηλίου και του Βόλου και στη συνέχεια ο μεγάλος έρωτάς της με τον ποιητή Δροσίνη, με τον οποίο έκανε οικογένεια, έζησαν μαζί και τελικά ο μεγάλος έρωτάς τους έγινε συντρίμμια. Λίγα χρόνια αργότερα, η Μαίρη Κασσαβέτη παράτησε τον Δροσίνη κι έζησε με τον Κων. Τοπάλη, ο οποίος ήταν ο πρώτος της έρωτας, κι αργότερα κουμπάρος της.

Το 1915 στέκεται άτυχη, όταν φεύγει από την ζωή ο Τοπάλης και η ίδια, με την οικογένειά της, αναχωρεί στη Γενεύη όπου πολλά χρόνια αργότερα πεθαίνει. Ο έρωτας Κασσαβέτη- Δροσίνη αρχίζει όμορφα, με ωραία λόγια με ύμνους στην αγάπη και την ομορφιά. Οι ύμνοι για την Μαίρη Κασσαβέτη και την ομορφιά της ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά, από σπουδαίους ποιητές, όπως ο Πολέμης, ο Παλαμάς, ο Στρατήγης, ο Σουρής. Στις 12 Μαΐου 1981, η εφημερίδα «Ρωμιός» με τον δικό της τρόπο γράφει για τους αρραβώνες του…Ευκέλαδου Δροσίνη και της Μαίρης Κασσαβέτη. «Ο Ευκέλαδος Δροσίνης και η Μαίρη Κασσαβέτη που τους έτρωγε έως τώρα ο σεβντάς και το σεκλέτι, αξιώθηκαν ν’ αλλάξουν αρραβώνους δαχτυλίδια με δυο λόγια αγάπης, δίχως λούσα και στολίδια.

Τόσο δ’ έρωτες τριγύρω πτερυγίζουν φλογεορί για να δουν μια τέτοια Μούσα, τέτοια νύφη λυγερή μα πετά κι ο τροβαδούρος πούχει τέτοια συντροφιά και δεν παύει κελαηδώντας την γλυκειά της ομορφιά.
Έλα στέψε τους νυμφίους, Καλλιστέφανε. Υμήν, τρεις φορές ευλογημένα το στεφάνι των…αμήν! Ο Κωστής Παλαμάς στην εφημερίδα «Καιρός» του Κορομηλά γράφει το δικό του ποίημα στις 4 Ιουνίου 1891.

Εις τους γάμους Γ. Δροσίνη και Μαίρης Κασσαβέτη
Την ώρα που τ’ αέρινο όνειρό μας
έπαιρνε σάρκα και ζωής πνοή
Ακάλεστοι φάνηκαν σ’ το πλευρό μας
του κόσμου οι ακριβότεροι θεοί
Σας έφερ’ η Εμμορφιά λουλούδια ουράνια
Σας διάβασε η Αρμονία την ευχή
Που σας χρυσόδεσε και τα στεφάνια
Σας τ’ άλλαξαν ο Έρως και η Ψυχή.

Σας έφεγγαν γλυκήτατα λαμπάδες
Από το φως της Πούλιας αναμμένες
Οι πόθοι σας παρέστεκαν παππάδες
Κ’ η ελπίδες ψάλτες κ’ η χαρές παρθένες
Κ’ η ευτυχία ‘σαν τον αποσπερίτη
Κ’ ο Υμεναίος πρόβαλλε σαν τον Μεσσία
Και γύρω σας εφάνταζε το σπίτι
‘ Σαν εκκλησιά!

Η εφημερίδα του Βόλου «Παγασαί» την 1η Ιουνίου 1891 εμφανίζει ένα αρθράκι
«Δυο ποιητικώταται καρδίαι ηνώθηκαν δια του δεσμού της μνηστείας, ο εκ των νεοτέρων ποιητής της Ελλάδος κ. Γ. Δροσίνης ο διευθυντής του «Αστεως» αι στροφαί των ποιημάτων του οποίου καταθέλκουσι την νέαν γενεάν μας αντήλλαξε τα μνήστρα μετά της ωραιότατης κόρης του Πηλίου Μαίρης Δημ. Κασσαβέτη.
Ούτω δε ο παλιότοιχος του Δροσίνη που κλείνει την καρδιά του δεν ηδονήθη να μείνει γερός προς του γλυκολιγώματος των μαύρων ματιών της αγαπημένης του ενώθηκαν αι δυο καρδίαι των, ας ράνωμεν δι ‘όλων των ανθέων του Πηλίου μας». Ο Δροσίνης και η Μαίρη Κασσαβέτη, έμειναν παντρεμένοι και μαζί ως το 1911, οπότε ο ποιητής είχε ήδη μάθει για τις αταξίες της Μαίρης με τον κουμπάρο τους Κ. Τοπάλη.
Η αγάπη του Γ. Δροσίνη και η όμορφη οικογένεια που είχαν δημιουργήσει δεν έφθασαν για την Μαίρη, η οποία κάποια στιγμή τον παράτησε πικραμένο τόσο τον ποιητή που δεν ξαναπάτησε ποτέ στο Πήλιο και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του, έως το 1951, δεν μίλησε ποτέ για τον γάμο του, ούτε για τα παιδιά του.
Το κουτσομπολιό όμως μετά το φευγιό της Μαίρης Κασσαβέτη το 1911 από την Ζαγορά και ο ερχομός της στην Αθήνα στο σπίτι του Κ. Τοπάλη αποκάλυψαν όλη την αλήθεια και το κρυφτούλι που έπαιξε η ίδια, ο Γ. Δροσινός και ο πολιτικός Κ. Τοπάλης, που είχαν δημιουργήσει ένα ερωτικό τρίγωνο, που κρατήθηκε το δεύτερο μεγάλο μυστικό του Βόλου.

Το μυστικό
Η γνωριμία του τριγώνου, έγινε στον Βόλο και στην Αθήνα, τόπος συνάντησης ήταν η εφημερίδα «Εστία».
Ο Τοπάλης ήταν μέτοχος της εφημερίδας, ο Δροσίνης διευθυντής της εφημερίδας και η Μαίρη Κασσαβέτη η πανέμορφη δίδα, κόρη Δημήτρη Κασσαβέτη.
Ο Κ. Τοπάλης, όπως λένε τα καλά κρυμμένα μυστικά του Βόλου, είχε σχέση με την Μαίρη και μάλιστα είχαν ορίσει να παντρευτούν το 1890. Ξαφνικά όμως χώρισαν και ο αρραβώνας και γάμος του Δροσίνη με την δίδα Κασσαβέτη, κόρη του Δημητρίου, ήρθε την μετέπειτα χρονιά, το 1891. Η μεγάλη φιλία του Δροσίνη με τον πολιτευτή του Βόλου, η επαγγελματική συνεργασία τους και η κουμπαριά τους με την βάφτιση μιας κόρης του ζεύγους Δροσίνη- Κασσαβέτη, Αμαλίας, η οποία τον προσφωνούσε νονό, ήταν ως φαίνεται η αιτία η Κασσαβέτη με τον Τοπάλη να έρθουν πάλι κοντά για να σβήσουν τον μεγάλο έρωτά τους και το 1911 τελικά η ίδια να πάρει ύστερα από 20 χρόνια γάμου τα τρία παιδιά τους και να φύγει στην Αθήνα για να μείνει στο σπίτι των Τοπάληδων.
Δεν έζησαν όμως για πολλά χρόνια μαζί, διότι ο Κων. Τοπάλης το 1915 πέθανε, σε ηλικία μόλις 47 ετών και η ιστορία είχε καταγράψει τότε την φυγή της Μαίρης Κασσαβέτη, με τα τρία παιδιά της στην Γενεύη της Ελβετίας και πολλά χρόνια αργότερα η Μαίρη Κασσαβέτη να έχει ταφεί στο νεκροταφείο της πόλης.
Ο χωρισμός του Δροσίνη με τον τρόπο που έγινε και η φυγή της Κασσαβέτη πίκραναν πολύ τον ποιητή, ο οποίος από τότε δεν είπε τίποτα για την οικογένεια του.

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο Κ. ΤΟΠΑΛΗΣ
Γεννήθηκε στον Βόλο και ήταν γιος του Δημητρίου Τοπάλη, εμπόρου, και της Αριστέας Κοκοσλή, αδερφής του Νικολάου Κοκοσλή. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα και το εξωτερικό. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία συνεργαζόμενος, μαζί με τον Γεώργιο Δροσίνη, στην σύνταξη της εφημερίδα Εστίας.
Εξελέγη βουλευτής Βόλου στις εκλογές του 1895 και επανεξελέγη αυτές του 1899, του 1902 και του 1906. Διετέλεσε υπουργός δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Ζαΐμη.
Είχε κάποιες αδυναμίες προς το γυναικείο φύλλο και όλοι και όλες μιλούσαν για έναν άνδρα που πρόσεχε την εμφάνιση του και στην Βουλή τον αποκαλούσαν «φιγουρίνι».

 

 

3ο ΜΥΣΤΙΚΟ
Τρία παιδιά Βολιώτικα… μια ιστορία που μας έμεινε,μόνο το τραγούδι !
Μια ιστορία, την οποία μας θυμίζει μόνο ένα δημοτικό τραγούδι, που έμεινε και σιγοτραγουδάμε σε εξαιρετικές ίσως περιπτώσεις γλεντιού… Οι πραγματικοί πρωταγωνιστές, παρόλο που φαίνεται να άφησαν έντονα αποτυπωμένη στη μνήμη των ανθρώπων της εποχής, τη δική τους ιστορία, η οποία μάλιστα αποτέλεσε την έμπνευση για τον … άγνωστο μουσικό δημιουργό, έχουν ξεχαστεί στον χρόνο.
Ξεχάστηκαν μάλιστα τόσο, που κανείς ή … σχεδόν κανείς σήμερα, στην πόλη, δεν γνωρίζει την αφορμή για το γνωστό δημώδες τραγούδι «Τρία παιδιά Βολιώτικα».
Σύμφωνα ωστόσο με τα όσα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, οι απόγονοι της Αννούλας εκείνης της εποχής, στις αρχές του 1900… που αποτέλεσε το «Μήλον της Έριδος», βρίσκονται στην κοινωνική ζωή του τόπου μας, της Μαγνησίας, χωρίς ωστόσο ποτέ, να θελήσουν να γνωστοποιήσουν την ιστορία των προγόνων τους, αλλά και την πραγματική αιτία, όπως και την πρωταγωνίστρια, που … έφθασε να γίνει τραγούδι !
Όσο και να ψάξει κανείς, όσο και εάν ρωτήσει κάποιος, δεν πρόκειται να λάβει σαφή απάντηση για τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην αρπαγή της Αννούλας, ποια ήταν η ομάδα των τριών Βολιωτών, σε ποιο σημείο την έκρυψαν και ποιος ήταν ο Γιώργος για τον οποίο η ίδια η κοπέλα της εποχής, επέμεινε να αγαπά και αυτόν να πάρει με την επιθυμία της για άντρα.
Δεν είναι ίσως τυχαίο, ότι ακόμη και ο άνθρωπος που έγραψε τους στίχους, αλλά και ο συνθέτης του μετέπειτα τραγουδιού, θέλησαν να μείνουν στην ανωνυμία τους, ως «άγνωστοι» δημιουργοί, όπως άλλωστε και οι πρωταγωνιστές, οι οποίοι μπορεί να έχουν μεν … χιλιοτραγουδηθεί, αλλά δεν έχουν ποτέ αποκαλυφθεί!
Σαν η ιστορία ουσιαστικά, να θέλησε να σβήσει από μόνη της τα όποια ίχνη, τόσο που δεν γνωρίζουμε εάν η Αννούλα, πήρε τελικά τον Γιώργο που αγαπούσε ή η ίδια η ζωή, της επεφύλαξε άλλη πορεία.
Σύγχρονοι μελετητές και ερευνητές- επιστήμονες πάντως, έφθασαν λίγο πριν την «αποκάλυψη» της ταυτότητας στενής απογόνου της Αννούλας, με την ίδια να είναι όχι μόνο γνώστης της ιστορίας, αλλά να αποτελεί η ιστορία της, κομμάτι δικής της έρευνας, διστάζοντας ωστόσο στο τέλος, να δώσει τα όποια στοιχεία στη δημοσιότητα, μη τροφοδοτώντας μετά από τόσα χρόνια, σενάρια και σχόλια…
Αξίζει ωστόσο να θυμηθούμε, την ιστορία, έτσι όπως αποτυπώνεται στους στίχους…

 

Τρία παιδιά Βολιώτικα
Τρία παιδιά, τρία παιδιά, βολιώτικα,
μας πήραν την Αννούλα,
Αννούλα μας γλυκειά.
Την πήραν και την πήγανε,
σε κλέφτικα λημέρια,
Σαρακατσάνισσα.
Πέσ’ μας Αννιώ ποιον αγαπάς,
και ποιον θα πάρεις γι’ άντρα,
Αννούλα μας γλυκειά.
Εγώ το Γιώργο (!!!!) αγαπώ,
κι αυτόν θα πάρω άντρα,
Σαρακατσάνισσα.

Αξίζει επίσης κανείς, να εντρυφήσει λίγο περισσότερο και στη μελοποίηση των στίχων, που στοιχεία τα οποία αφορούν στην πρώτη ηχογράφηση, διασώζονται χάρη στον μοναδικό γνώστη της ιστορίας της ρεμπέτικης και δημοτικής μουσικής, σε σημείο που να δημιουργήσει το Πρώτο Εικονικό Μουσείο Αρχείο Κουνάδη, τον κ. Παναγιώτη Κουνάδη
Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται «Δημώδες»
Η Αννούλα (Τρία παιδιά Βολιώτικα)
Δεκαετία του 1920, Δημοτικό τραγούδι,
Ηχογραφήσεις στην Αθήνα, Καλαματιανός
Τύπος: Δίσκος 78 Στροφών
Δημιουργός (Συνθέτης): Άγνωστος
Στιχουργός: Άγνωστος
Τραγουδιστές: Καρίπης Κώστας
Ορχήστρα-Εκτελεστές: Δημώδης ορχήστρα
Χρονολογία ηχογράφησης: 1927
Τόπος ηχογράφησης: Αθήνα
Γλώσσα/ες: Ελληνικά
Χορός / Ρυθμός: Καλαματιανός
Εκδότης: Polydor Διάρκεια: 3:19

 

4ο ΜΥΣΤΙΚΟ
Η προδοσία του Γ. Καραμάνη και ο μεγάλος έρωτας της γυναίκας του Aννας με τον Aγγελο Σικελιανό
Ένας μεγάλος έρωτας γεννιέται στο σανατόριο του Καραμάνη, ψηλά στο Πήλιο. Ο γιατρός, άρχισε από τις αρχές του 20ου αιώνα να επιτελεί στα Χάνια ένα μεγάλο και θεάρεστο ιατρικό έργο με την καταπολέμηση της φυματίωσης, που εκείνα τα χρόνια είχε μεγάλα ποσοστά νόσησης, διότι δεν είχε ακόμη εφευρεθεί η πενικιλίνη.
Εκεί ψηλά, με τον καθαρό αέρα, βρέθηκε δίπλα στον καλοσυνάτο και γεμάτο αισθήματα γιατρό μια νεαρή Αθηναία, γόνος μιας μεγάλης αστικής οικογένειας, η Άννα Καμπανάρη.Η ομορφιά της μάγεψε από την πρώτη στιγμή τον Γιώργο Καραμάνη. Η Άννα ήταν απογοητευμένη από την ζωή της λόγω των περιοριστικών, αστικών αντιλήψεων που είχε η οικογένειά της και ήθελε να κάνει την δική της επανάσταση. Αρχικά, σκέφτηκε να γίνει μοναχή, αλλά όταν πληροφορήθηκε για το σανατόριο του γιατρού, το είδε σαν ευκαιρία για να φύγει από την οικογένεια και να «μονάσει» ως εθελόντρια. Είχε νέες ιδέες, μαγεύτηκε από την αγάπη, τους τρόπους του Γ. Καραμάνη και ήρθαν πιο κοντά οι δυο τους. Φυσικά, υπήρξε η μεγάλη διαφορά ηλικίας των δυο. Το 1922 που παντρεύτηκαν η Άννα ήταν 22 και ο γιατρός είχε φθάσει 49 ετών.
Παρ’ όλη την διαφορά των 29 χρόνων, υπήρχε τα πρώτα χρόνια αλληλοσεβασμός και η Άννα συμπαραστάθηκε στον ερωτευμένο μαζί της γιατρό Καραμάνη. Ένα ταξίδι της Άννας Καμπανάρη- Καραμάνη στη Αθήνα, για μια διάλεξη του μεγάλου ποιητή Άγγελου Σικελιανού, το 1930, άναψε την φλόγα του έρωτα μεταξύ των δυο νέων.
Η Άννα τότε ήταν 30 ετών και ο Σικελιανός ήταν ελεύθερος από τον πρώτο γάμο του με μια Αμερικανίδα και ήταν 46 ετών. Από την πρώτη γνωριμία τους υπήρξε μια απίστευτη ερωτική έλξη, η οποία έλειπε από την Άννα. Ο σεβασμός που υπήρξε για τον γιατρό τελείωσε για εκείνη και έφθασαν στο σημείο να πάνε στα δικαστήρια με άδικες κατηγορίες κατά του Γ. Καραμάνη, ότι της συμπεριφερόταν άσχημα, γεγονός που γνώριζε ότι ήταν ψέματα, λόγω του πόθου που ένιωθε για τον Σικελιανό και την απόφασή της να τον παντρευτεί και ν’ αλλάξει ολόκληρη την ζωή της.
Ο Καραμάνης την φυγή της Άννας την ένιωσε ως προδοσία και για χρόνια το ερωτευμένο ζευγάρι είχε τύψεις για την συμπεριφορά του απέναντι στον γιατρό.
Τελικά, από την ιστορία καταγράφεται ότι ο Άγγελος Σικελιανός γράφει μια επιστολή στον Καραμάνη εκμυστηρευόμενος την μεγάλη αγάπη του για την Άννα και ζητά να τον συγχωρέσει.
Η συγνώμη έγινε δεκτή και τελικά ο Άγγελος Σικελιανός και η Άννα παντρεύονται στις 17 Ιουνίου 1940, αλλά είχαν δυστυχώς μια σύντομη ζωή μαζί, έως ότου το 1951 ο μεγάλος ποιητής πεθαίνει, σε ηλικία 67 ετών.
Η Άννα Σικελιανού πλέον έζησε μόνη, με τις αναμνήσεις της, έως τα βαθιά της γεράματα, το 2006 που έφυγε από την ζωή σε ηλικία 106 ετών.

Μια επιστολή γεμάτη πάθος
Ο έρωτας της Άννας και του Άγγελου Σικελιανού έμεινε στην ιστορία του 20ου αιώνα από τις επιστολές που αντήλλαξαν όταν ο Άγγελος τις έγραφε από την Αθήνα μεταξύ του 1930-1940, όταν υπήρξε η κορύφωση του έρωτά τους και τα παθιασμένη γράμματά τους.
Στις 2 Ιουλίου 1939 ο Άγγελος της γράφει : «Είσαι Δική μου, είμαι Δικός Σου! Αυτό μονάχα με γεμίζει, αυτό μονάχα με στυλώνει, αυτό μονάχα με κρατάει στη γη! Οι ρίζες του είναι μας είναι μπλεγμένες κάτου από το χώμα κι ολοένα μπλέχονται και σμίγουνε κι αναζητιώνται και τυλίγονται και πιάνονται κι ένας χυμός μονάχα ανηφορίζει βουίζοντας στις φλέβες μας κι ένας καημός ανοίγει αδιάκοπα σ’ αυτό το χωρισμό την αγκαλιά μας! Α, πώς δουλεύει μέρα – νύχτα μέσα μου, στο σώμα μου όλο, από τα νύχια στην κορφή, αυτή η αδιάκοπη αναζήτηση του νου μου για το νου Σου, των ματιών μου για τα μάτια Σου, της πνοής μου για την πνοή Σου, των ριζών μου για τις ρίζες Σου. Ούτε δευτερόλεπτο δεν σταματά η αδιάκοπη, η ακοίμητη αίσθησή της. Και μήτ’ έχω μέσα μου άλλη αίσθηση ζωής! Να Σε ζητώ μ’ όλες τις ίνες μου όλες τις στιγμές, να κολυμπάω αντίστροφα στο ρέμα της απόστασης για να Σε ‘γγίξω. Αυτή είναι τώρα η φοβερή, η ακοίμητη, η απόλυτη ζωή μου. Και θα τη ζήσω, όσο που ρίζες, κλώνοι και κορμός θα γίνουν αιώνια Ενα κι η πνοή του Σύμπαντος στα φρένα μας μια μόνη Μουσική…»

* Βασική πηγή πληροφοριών για το 1ο, 2ο και 4ο μυστικό: «H Μαγνησία στο πέρασμα του χρόνου»

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.