
Ένας στους πέντε ενήλικες βιώνει κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας, ενώ ένα ποσοστό 60% περίπου εξ αυτών ωστόσο, δεν ζητά βοήθεια, όπως δήλωσε στο Ράδιο Ένα και τον Ηλία Κουτσερή, η ψυχολόγος, κοινωνική ανθρωπολόγος κα Χριστίνα Ρούμπου.
Με αφορμή και την πρόσφατη ημέρα ψυχικής υγείας, η κα Ρούμπου υποστήριξε, ότι «σύμφωνα με τα τρέχοντα στοιχεία, ένας στους πέντε ενήλικες βιώνει κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας, αλλά δεν είναι πολλοί αυτοί που ζητούν βοήθεια ειδικού. Από τα στοιχεία που υπάρχουν, προκύπτει ότι στην πραγματικότητα, ένα 60% περίπου των ενηλίκων δεν ζητά βοήθεια με ό,τι αυτό συνεπάγεται».
Σύμφωνα με την ίδια παράλληλα, όταν μιλούμε για προβλήματα αναφερόμαστε στην τρέχουσα καθημερινότητα που φθάνει μέχρι και στην ανάπτυξη εθισμών και κίνδυνο αυτοκτονίας!
Γιατί δεν ζητείται εύκολα η βοήθεια των ειδικών;
Ένα βασικό ερώτημα που προκύπτει ωστόσο, είναι γιατί δεν ζητείται εύκολα η βοήθεια των ειδικών; Όπως δήλωσε η κα Ρούμπου, «είναι αρκετοί οι λόγοι για τους οποίους τα άτομα δεν αναζητούν βοήθεια, κάθε άτομο βιώνει διαφορετικά τις καταστάσεις και έχει διαφορετικές εμπειρίες. Μέχρι σήμερα ο κύριος λόγος είναι το «στίγμα» και η ντροπή που συνοδεύουν μια διάγνωση ψυχικής διαταραχής, αφού αρκετοί είναι οι άνθρωποι που έρχονται αντιμέτωποι με αυτό το στίγμα απ΄ τον κοινωνικό περίγυρο, από φίλους , συνεργάτες μέχρι και μέλη της ίδιας τους της οικογένειας».
Ωστόσο όπως υποστηρίζει, «αυτό ευτυχώς φαίνεται να αλλάζει το τελευταίο διάστημα, γιατί η εμπειρία του κορωνοϊού, και η οικονομική αναταραχή που συνόδευσε την πανδημία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι προκάλεσε και μια ψυχιατρική πανδημία η οποία φαίνεται ότι θα μας απασχολήσει και τα επόμενα χρόνια. Η κατάθλιψη , οι αγχώδεις διαταραχές, οι κοινές διαταραχές απαντώνται ολοένα και με μεγαλύτερη συχνότητα στον γενικό πληθυσμό».
Συνειδητοποίηση της ευπάθειας
Μια «θετική» συνέπεια της πανδημίας, φαίνεται να είναι η συνειδητοποίηση της ευαλωτότητας και της ευπάθειας του καθενός από εμάς, μια συνειδητοποίησης που να μας έχει κάνει ενδεχομένως λιγότερο επικριτικούς και περισσότερο δεκτικούς σε θέματα ψυχικής ασθένειας.
Σύμφωνα με την κα Ρούμπου, «είναι καταγεγραμμένο ότι είναι περισσότερα πλέον τα περιστατικά, αλλά αυτό έχει και τη θετική συνέπεια, καθώς, όταν κάτι το μοιραζόμαστε είναι πιο εύκολο να το αποδεχτούμε και να το συνειδητοποιήσουμε.
Ένας ακόμη λόγος μη επίσκεψης στους ειδικούς, είναι η δυσκολία στην αναγνώριση των συμπτωμάτων , καθώς πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να διακρίνουν πότε τα συμπτώματα είναι πρόβλημα. Μπορεί να υποφέρει το άτομο αυτό, παρόλο που φαίνεται υγιές , ωστόσο, αυτοί οι άνθρωποι ακούμε να λένε ότι στον ειδικό δεν πάω γιατί δεν έχω σοβαρό πρόβλημα».
Να κατανοήσουμε τον εαυτό μας καλύτερα
«Κάτι τέτοιο δεν ισχύει γιατί στον ψυχολόγο μπορούμε και πρέπει να απευθυνθούμε και για την ψυχική δυσφορία που ενδεχομένως νιώσουμε ή ακόμη και για να κατανοήσουμε τον εαυτό μας καλύτερα. Γίνεται εμφανές ότι μπορούμε να κάνουμε λόγο για εξωτερικευμένο στίγμα από το ίδιο το άτομο που έχει κανονικά την ανάγκη», τόνισε η ψυχολόγος, τονίζοντας παράλληλα, ότι «δεν έχουμε την κουλτούρα να ζητούμε τη βοήθεια και υποστήριξη».
Σημείωσε επίσης, ότι «εάν αρνούμαστε βέβαια, δεν μαθαίνουμε να εμπιστευόμαστε και τους άλλους ανθρώπους». «Άλλα κοινά εμπόδια είναι όπως το ότι … “δεν έχω χρήματα και χρόνο”, αλλά αυτά είναι δικαιολογίες γιατί αν ρωτήσεις τους ίδιους ανθρώπους τι θα γινόταν εάν κάποιο αγαπημένο σας πρόσωπο χρειάζονταν βοήθεια, τότε συνήθως και ξαφνικά, ο χρόνος και τα χρήματα βρίσκονται. Άρα είτε δεν είναι ο εαυτός τους προτεραιότητά ή έχουν φόβο για να φέρουν την ευθύνη του ίδιου τους , του εαυτού», επεσήμανε.






























