Τα γόνατα αποτελούν μεγάλες και σημαντικές αρθρώσεις το σώματος, που καθημερινά επιφορτίζονται με το βάρος του σώματός μας, τόσο κατά τη στάση, όσο και στο βάδισμα ή τρέξιμο. Στη λειτουργία της άρθρωσης του γόνατος καταλυτικό ρόλο παίζουν οι μηνίσκοι. Δύο ινοχόνδρινα μορφώματα, που διαθέτει κάθε γόνατο (ο έσω και ο έξω μηνίσκος), που παρεμβάλλονται μεταξύ κνήμης και μηριαίου οστού και βοηθούν στην απορρόφηση των κραδασμών και στην ομαλοποίηση της κίνησης, προστατεύοντας έτσι τους χόνδρους της άρθρωσης που καταπονούνται από την τριβή.
Λόγω της καταπόνησης που υφίστανται οι μηνίσκοι είναι επιρρεπείς σε τραυματισμούς. Η ρήξη μηνίσκου είναι μια πάθηση που συναντάται συνήθως σε ανθρώπους νέας ηλικίας κατά την έντονη σωματική δραστηριότητα (αθλητική κάκωση). Μπορεί όμως να συμβεί ακόμα και με μια απλή καθημερινή κίνηση, ένα παραπάτημα ή μια απότομη κάμψη του γονάτου. Συναντάται λοιπόν σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες, από την παιδική μέχρι και την τρίτη ηλικία.
Η ρήξη μηνίσκου διακρίνεται σε ολική ή μερική, ανάλογα με την έκτασή της, αλλά και σε τραυματική ή εκφυλιστική, ανάλογα με την αιτία της. Στις μεγαλύτερες ηλικίες οι ρήξεις μηνίσκου που παρατηρούνται είναι στη συντριπτική πλειοψηφία τους εκφυλιστικού τύπου. Η καταπόνηση της άρθρωσης, που λειτουργεί σωρρευτικά με την πάροδο των χρόνων, μπορεί να οδηγήσει στη ρήξη, χωρίς να μεσολαβεί κάποιος τραυματισμός. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι ασθενείς σε μεγαλύτερη ηλικία συνειδητοποιούν την ύπαρξη του προβλήματος από τη συμπτωματολογία, χωρίς να έχει αντιληφθεί κάποιο τραυματισμό.
Το βασικότερο σύμπτωμα της πάθησης είναι ο πόνος στο γόνατο. Στην περίπτωση της τραυματικής ρήξης ο πόνος που συνοδεύει το τραυματισμό είναι οξύς, ενώ στην εκφυλιστική ρήξη, που επέρχεται προοδευτικά με τη γήρανση του μηνίσκου, ο πόνος συνήθως είναι ηπιότερος, αλλά αυξανόμενος σε ένταση με την πάροδο του χρόνου.
Για να διαγνωσθεί η πάθηση ο ασθενής θα πρέπει να υποβληθεί από τον ορθοπεδικό στον οποίο θα καταφύγει σε κλινική εξέταση. Προς επίρρωση της διάγνωσης απαιτείται συνήθως και η διενέργεια μιας μαγνητικής τομογραφίας, με την οποία θα εντοπιστούν περαιτέρω πιθανές κακώσεις της άρθρωσης. Σε αρκετές περιπτώσεις για παράδειγμα εντοπίζεται και η συνύπαρξη υγρού στην άρθρωση ή κάποια κάκωση συνδέσμου.
Η θεραπεία για την αντιμετώπιση της ρήξης του μηνίσκου ποικίλλει ανάλογα με την περίπτωση. Μπορεί να είναι χειρουργική ή και συντηρητική. Βασικά κριτήρια για την επιλογή της ενδεδειγμένης κάθε φορά θεραπείας είναι καταρχάς η βαρύτητα της πάθησης, η θέση της ρήξης, η ηλικία, το επάγγελμα ή η ενασχόληση του παθόντος.
Για παράδειγμα ασθενείς μεγάλης ηλικίας, που πάσχουν από εκφυλιστικού τύπου ρήξη μηνίσκου και βιώνουν ήπια συμπτώματα, κατά κανόνα οδηγούνται από τον ειδικό ορθοπεδικό σε μία συντηρητική αγωγή. Η αγωγή αυτή συνήθως περιλαμβάνει φυσικοθεραπείες, θεραπεία με πάγο και αντιφλεγμονώδη και αποφέρει θετικά αποτελέσματα. Στο ίδιο πλαίσιο ενδείκνυται σε κάποιες περιπτώσεις η χορήγηση ενέσιμης αγωγής με υαλουρονικό οξύ ή ενέσεις με ενεργοποιημένα αιμοπετάλια.
Σε περίπτωση που η πρόγνωση μιας συντηρητικής αγωγής είναι κακή συνίσταται χειρουργική θεραπεία. Η γενικότερη παθολογία της άρθρωσης, όπως η ύπαρξη ύδραρθρου ή συνδεσμικών κακώσεων και η έντονη συμπτωματολογία καθιστούν αναγκαία την καταφυγή στη χειρουργική θεραπεία.
Η αποκατάσταση της ρήξης γίνεται αρθροσκοπικά, μέσω δύο μικρών οπών – πυλών. Τόσο η προεγχειρητική προετοιμασία, όσο και η αποκατάσταση μετεγχειρητικά είναι σχετικά σύντομες και απλές διαδικασίες. Αλλά και το χειρουργείο καθεαυτό είναι σχετικά αναίμακτο και ενέχει στατιστικά μικρότερο κίνδυνο επιπλοκών συγκριτικά με τις συμβατικές μεθόδους.
Διαβάστε επίσης για τη ρήξη υπερακάνθιου τένοντα



































