20 χρόνια Ευρώ στην Ελλάδα: Απολογισμός και προκλήσεις

Της Άννας Μισέλ Ασημακοπούλου*

Στις αρχές του 2000, η Ελλάδα ήταν μεταξύ των 12 κρατών-μελών που εντάχθηκαν πρώτα στην Ευρωζώνη, η οποία σήμερα απαριθμεί 19 από τα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Για την Ελλάδα, η υιοθέτηση του Ευρώ είχε, μεταξύ άλλων, τρία σημαντικά πλεονεκτήματα. Πρώτον, η Ελλάδα απέκτησε ένα από τα ισχυρότερα και πιο σταθερά νομίσματα της παγκόσμιας οικονομίας, γεγονός το οποίο διευκόλυνε τις εμπορικές της συναλλαγές. Δεύτερον, το Ευρώ ενίσχυσε τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, διευκολύνοντας την πρόσβαση της χώρας στις διεθνείς χρηματαγορές, και επιτάχυνε την εναρμόνισή της με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Τρίτον, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες μπορούσαν, πλέον, να ταξιδεύουν σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης, χωρίς την ανάγκη μετατροπής συναλλάγματος.

Παράλληλα, το Ευρώ, ως σύμβολο ευρωπαϊκής ενότητας, αποτελεί ένα πραγματικά ευρωπαϊκό επίτευγμα, με ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα.  Άλλωστε, το ίδιο το σύμβολο του νομίσματος «€» προέρχεται από το ελληνικό γράμμα «έψιλον», από το οποίο ξεκινά και η λέξη «Ευρώπη».

Παρόλο που το Ευρώ αποτελεί ένα από τα πιο ελκυστικά και σταθερά νομίσματα, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά και η κρίση της Ευρωζώνης ανέδειξαν τα ελλείμματα στην ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, γεγονός που έπληξε σημαντικά τις χώρες του Νότου και ιδιαίτερα την πατρίδα μας. Εν τέλει, όμως, η ανάπτυξη ενός κοινού μηχανισμού στήριξης των κρατών της Ευρωζώνης, αλλά και ενός συστήματος ενιαίας εποπτείας των ευρωπαϊκών τραπεζών έκαναν το σύστημα διακυβέρνησης του Ευρώ πιο ανθεκτικό και πιο αξιόπιστο.

Το Ευρώ, σήμερα, καλείται να αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις, όπως η ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, τροφοδοτώντας τις επενδύσεις και συμβάλλοντας στη στρατηγική αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Είκοσι χρόνια μετά, το τελικό ισοζύγιο, κατά την εκτίμησή μου, παραμένει θετικό και σε αυτό συνηγορεί και η πλειοψηφία των Ελλήνων, αφού σχεδόν 3 στους 4, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, πιστεύει πως η ένταξη στην Ευρωζώνη αποτελεί θετικό στοιχείο για τη χώρα. Το ζητούμενο για το μέλλον είναι η ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ένα αίτημα που προτάσσει και ενισχύει η υγειονομική κρίση των ημερών μας.

* Η Άννα Μισέλ Ασημακοπούλου είναι οικονομολόγος και δικηγόρος. Σπούδασε Οικονομικά και Νομικά, με εξειδίκευση στο Διεθνές Δίκαιο, στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α. Εργάστηκε, επί σειρά ετών, ως δικηγόρος, στις ΗΠΑ, ως εμπειρογνώμων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ως διευθυντικό στέλεχος εταιρείας συμβούλων, στις Βρυξέλλες και στο Λουξεμβούργο. Διετέλεσε Αντιδήμαρχος Ιωαννίνων και ήταν η πρώτη γυναίκα που εξελέγη Βουλευτής Ιωαννίνων το 2012. Εκλέχτηκε εκ νέου στο Ελληνικό Κοινοβούλιο το 2015, ως Βουλευτής Β’ Αθηνών. Διετέλεσε Εκπρόσωπος Τύπου της Νέας Δημοκρατίας και Τομεάρχης Δημοσιονομικής πολιτικής, Τομεάρχης Ανάπτυξης και Τομεάρχης Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης της Νέας Δημοκρατίας. Από το 2019 είναι ευρωβουλευτής με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και Αντιπρόεδρος στην Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου. Είναι, επίσης, μέλος της Ειδικής Επιτροπής Τεχνητής Νοημοσύνης στην Ψηφιακή Εποχή (AIDA), μέλος της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (IMCO), μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων (AFET), μέλος της Επιτροπής Ανάπτυξης (DEVE) και συμμετέχει στην Επιτροπή́ για το Μέλλον της Επιστήμης και της Τεχνολογίας (STOA).

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.