Η πολιτιστική κληρονομιά ενός τόπου εκτός από τα μνημεία της αρχαιότητας που βρίσκονται διάσπαρτα σχεδόν παντού περιλαμβάνει και τα ταπεινά εξωκλήσια μας, που κτίστηκαν με μόχθο και μεράκι, πριν από αιώνες, από απλούς ανθρώπους, επισφραγίζοντας τη σχέση τους με το Θείο. Ξωκλήσια, ενταγμένα αρμονικά στην ελληνική φύση, πολύτιμα μνημεία, άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιστορία και τη λαϊκή παράδοση του τόπου.
Αυτά τα μικρά ξωκλήσια, τώρα το καλοκαίρι μας προσκαλούν να τα ξανανακαλύψουμε. Τώρα που οι περισσότεροι βρισκόμαστε στις μικρές μας πατρίδες. Καλοκαίρι στο χωριό χωρίς ξωκλήσια δεν γίνεται…Είτε στο βουνό είτε στη θάλασσα, όπου και αν βρεθούμε, τα συναντάμε σκαρφαλωμένα πότε σε περίοπτες και πότε σε αθέατες διαδρομές∙ πότε στις παρυφές των οικισμών, λιγάκι παραέξω από εκεί που χτυπάει η καρδιά τους και πότε κρυμμένα σε σύδεντρα, περικυκλωμένα από αγριόκλαδα∙ πότε φροντισμένα και πότε σε εγκατάλειψη. Ξωκλήσια μοναχά, κρεμασμένα στο χείλος του γκρεμού ή στις άκρες των βράχων της θάλασσας, που αγναντεύουν το πέλαγος. Ερημοκλήσια, που στέκουν βουβά, καρτερώντας στωικά να ’ρθει η γιορτή του δικού τους αγίου, στον οποίο είναι αφιερωμένα, για να ξαναζωντανέψουν. Περιμένουν να έρθουν οι άνθρωποι του χωριού τους να τα ευπρεπίσουν, κι ύστερα να ’ρθουν οι πιστοί για ν’ ανάψουν το κεράκι τους.
Τα ξωκλήσια αυτά μπορεί να είναι αντίδωρα ψυχής, τάματα που εκπληρώθηκαν ή έμειναν ανεκπλήρωτα σε δύσκολες συγκυρίες. Είναι ακόμα αγνάντιο, ξαπόσταμα στις δροσερές τους πεζούλες και προσμονή. Ζυμωμένα με τη ζωή των κατοίκων, εκεί που κάποτε βρισκόμενοι στα κτήματά τους, τότε που δεν διέθεταν ευκολίες μετακίνησής τους, έμπαιναν μέσα για να προστατευτούν από ένα ξαφνικό δρολάπι ή να πάρουν μια ανάσα από τον καυτό ήλιο. Εκεί, που κατέφευγαν σε πολεμικές περιπέτειες. Εκεί, που κάποιες φορές έξω στο νάρθηκα κάποιοι νέοι έδωσαν όρκους αγάπης μακριά από βλέμματα, κι εκεί, που απλά προσέτρεχαν οι ντόπιοι για ν’ ανάψουν το καντήλι της Παναγίας.
Στο χωριό μου, τις Μηλιές όπως και σε ολόκληρο το Πήλιο, τα εξωκλήσια είναι πάμπολλα. Δεν ξέρω εάν ποτέ καταγράφηκαν και εάν ποτέ αποτελέσουν αντικείμενο ανάδειξης και διάσωσής τους, ως ένα ενιαίο σύνολο ιστορικών-θρησκευτικών μνημείων του τόπου. Ξέρω πάντως πως το καθένα από αυτά έχει τη δική του ιστορία, τη δική του κληρονομημένη παράδοση, συνυφασμένη με την μικροϊστορία των ανθρώπων που τα ανήγειραν αλλά και τις εποχές που αυτά άνθησαν.
Αλλά, έτσι κι αλλιώς, εάν ζήσεις το καλοκαίρι στον τόπο αυτό, δεν χρειάζεται να ξέρεις και πολλά. Φτάνει η ενθύμηση των ντόπιων και το σήμαντρό τους που σε καλεί, ενόψει της καλοκαιρινής γιορτής τους. Δεκάδες πιστοί κάθε ηλικίας παίρνουν συνήθως τον ανήφορο ή τον κατήφορο μέχρι τα ξωκλήσια αυτά, ανάλογα της θέσης τους, για να αποτίσουν φόρο τιμής. Και τότε, οι ψαλμωδίες, που έστω και για λίγο τα ζωντανεύουν, όπως και το θυμίαμα ανακατεμένο με τα άγρια αρωματικά φυτά του τόπου, συνθέτουν μια συγκινητική ατμόσφαιρα, ανάμεικτη με συναισθήματα και μνήμες: «τότε, που με τη γιαγιά ή τον παππού, τους γονείς, τα ξαδέρφια και τους φίλους είχαμε έρθει ως εδώ, τότε που…», βιώματα ακριβά.
Η γεωγραφία τους εκτείνεται στα όρια του χωριού των Μηλεών και του οικισμού της Κορόπης, ανάμεσα σε βουνό και θάλασσα, καλύπτοντας σχεδόν ολόκληρο το καλοκαιρινό εορτολόγιο. Από την ιστορική Αγία Τριάδα στο Λυκομάγγανο-ταυτισμένη με τον Μακεδονομάχο Κώστα Γαρέφη, που κάθε του Αγίου Πνεύματος συρρέει κόσμος πολύς, στον Άγιο Ιωάννη Θεολόγο της Κορόπης ή της Μπούφας στις 8 Μαΐου, σηματοδοτώντας την ανθοφορία της άνοιξης-και παλιότερα-την έναρξη των πανηγυριών της περιόδου σ’ όλη την περιοχή.
Και καθώς μπαίνουμε στο καλοκαίρι, από τον Αι- Γιάννη τον Καυσοκαλύβη, ξωκλήσι παλιό στο πλατανόδασος μέσα στο ποτάμι του Μπελεγρίνου, που γιορτάζει στις 24 Ιουνίου, πάμε στο εκκλησάκι της «Αγιάς Ανάργυρης» (κατά την ντοπιολαλιά), που περήφανα αγναντεύει το χωριό, εκεί στον ομώνυμο οικισμό με τις ρίγανες και τον καρπερό ελαιώνα, στα μέσα της διαδρομής Μηλιές-Κορόπη. Πανηγυρίζει κάθε 1η Ιουλίου και 1η Νοεμβρίου, ανήμερα των Αγίων Αναργύρων. Και από τον Άγιο Αγάθωνα (Άγιος Αθανάσιος εν τω Άθω) στις 5 Ιουλίου, σκαρφαλωμένος στην ψηλότερη- και έως πρόσφατα- σχεδόν απρόσιτη κορφή του χωριού, στον πανηγυρίζοντα ναό της Αγιάς Μαρίνας (17 Ιουλίου), στην ομώνυμη συνοικία των Μηλεών ∙ μια εκκλησιά που ευτύχησε να ιστορηθεί από τον ίδιο τον Θεόφιλο, όταν ο ιδιοφυής πένητας ζωγράφος έζησε στις Μηλιές- στην περίοδο 1897-1900 ή 1901- αγιογραφώντας εκτός από την Αγιά Μαρίνα και τον Άγιο Κωνσταντίνο.
Και από τη γιορτή στις 20 Ιουλίου του Προφήτη Ηλία, που κατοπτεύει ολάκερη την περιοχή από ψηλή κορφή (κτίστηκε το 1900-κατά την Φαίη Σταμάτη- με τις οικονομίες μιας πάμφτωχης γυναίκας της Κατρινέλως), οι Μηλιώτες προστρέχουν στις 26 Ιουλίου στη χάρη της Αγίας τους Παρασκευής, ημέρα ταυτόσημη με το κεντρικό πανηγύρι τους. Και από το ξωκλήσι των Μακκαβαίων, την 1η Αυγούστου, το πρώτο που συναντάει κανείς επί του κεντρικού δρόμου προς τις Μηλιές, κάτω από τα αιωνόβια πουρνάρια, οι πανηγυρίζοντες τιμούν την Αγιά Σωτήρα (ναΰδριο, αφιερωμένο στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος-6 Αυγούστου), πάνω στα ψηλώματα του μεγάλου ρέματος της Μπούφας. Και από το εκκλησάκι της Κοίμησης της Θεοτόκου που γιορτάζει το Δεκαπενταύγουστο στο νεκροταφείο του χωριού, στον Άγιο Γιάννη τον Πρόδρομο στις 29 Αυγούστου, στην περιοχή της Σταυρομάνας, όπου, από παλιά, διατηρούνταν η παράδοση, εκτός από τις αρτοκλασίες και τα λοιπά να φτιάχνεται η φάβα από τις Μηλιώτισσες και να προσφέρεται στους πανηγυριστές.
Και η καλοκαιρινή περιήγηση με το μνημειακό θησαυρό των εξωκλησιών μας τελειώνει κάπου στις 6 Σεπτεμβρίου. Σ’ ένα απόκοσμο τοπίο- αποθέωση της άγριας ομορφιάς, εκεί πάνω στο εξωκλήσι, αφιερωμένο στο «Εν Χώναις Θαύμα» του Ταξιάρχη Μιχαήλ, κοντά στον τερματικό σιδηροδρομικό σταθμό του διάσημου τρένου του Πηλίου. Μια εκκλησούλα τόση δα, αετοφωλιά σωστή, γαντζωμένη σφικτά στον απότομο κομμένο βράχο (ανεγέρθηκε από την Μαργίτσα Μορφούλη στη μνήμη του αδελφού της Πανταζή, στη δεκαετία του 1930, και ανακαινίστηκε το 2014 από την δισεγγονή της Έλενα Κανάκη). Ένα ανηφορικό μονοπάτι μέσα στο πυκνό ρουμάνι σε οδηγεί, κι αφού ανεβείς καμιά τριανταριά σκαλοπάτια λαξευμένα στην πέτρα, με κομμένη την ανάσα βγαίνεις στο ξέφωτο, στο μέρος οπού, όπως λένε οι ντόπιοι, χάραξε ο άγιος με το σπαθί του. Εκεί, που κατά την παράδοση, έγινε κάποτε ένα θαύμα, κι έχουν να το θυμούνται οι παλιοί. Εκεί θαυμάζει κανείς το άπειρο, αγκαλιάζοντας με τη ματιά του το όμορο δάσος της Βυζίτσας, τους αετούς που αλαφιασμένοι από την παρουσία σου πετάνε δίπλα σου και το μεγάλο ρέμα που κατεβαίνει απότομα στη θαυμαστή σιδερένια γέφυρα του Ντε Κίρικο, συνεχίζοντας χαμηλά, στις υπώρειες του βουνού. Εκεί, που κατά τους παππούδες μας, βρίσκεται η αληθινή σπηλιά του Κένταυρου Χείρωνα (υπάρχει και δεύτερη εκδοχή, την σπηλιά που συναντάει λίγο κάτω από το χωριό, στο καλντερίμι Μηλιές-Καλά Νερά).
Ξωκλήσια κτισμένα με μέτρο και οικονομία. Μικρά αρχιτεκτονικά θαύματα, που οι δημιουργοί τους από ένστικτο ίσως ακολουθούσαν την κλίμακα του τοπίου. Κάτι που δεν γίνεται σήμερα. Πάνω στο υπέρθυρο της εκκλησιάς, πελεκημένη στην πέτρα, διαβάζουμε συνήθως τη χρονολογία της ίδρυσής τους, ή το όνομα του κτήτορά τους. Μικρές μονόκλιτες βασιλικές με παραλλαγές τα περισσότερα, πετρόκτιστα από ντόπιο υλικό, συνήθως ασβεστοχρισμένα στο κάτω τους μέρος, έχοντας χάσει τις περισσότερες φορές τον αρχικό τους στολισμό – αγιογραφήσεις, κάποτε απλοϊκές, κάποτε σπάνιες, ορισμένες εκ των οποίων τελευταία έχουν καλά συντηρηθεί (βλ. μονή του Αγίου Νικολάου του Γέρου στα Παυλάκια Μηλεών). Και από την εξωτερική τους την πλευρά, εκτός από τα λιθανάγλυφα – όταν αυτά υπάρχουν, πάνω στις κόγχες, κοσμούνται με περίτεχνες φωλιές, από αυτές που τα πουλάκια της περιοχής έφτιαξαν για να απαγκιάζουν τα βράδια, συντροφεύοντας με το δικό τους τραγούδι τους μοναχικούς αγίους.



































