Γράφει ο Βασίλης Χαλαστάρας
Υπήρχε μια εποχή – όχι πολύ παλιά – που οι καλοκαιρινές διακοπές θεωρούνταν αναφαίρετο δικαίωμα κάθε εργαζόμενου, συνταξιούχου. Ήταν ο χρόνος που ο άνθρωπος ξεκουραζόταν, επαναφόρτιζε τις δυνάμεις του, περνούσε χρόνο με την οικογένειά του. Ήταν ένα κεκτημένο που κατακτήθηκε με αγώνες.
Σήμερα, όμως, ποιος μπορεί στ’ αλήθεια να πει ότι έχει αυτό το δικαίωμα;
🔹 Ο μισθός ή σύνταξη δεν φτάνει ούτε για τον μήνα, πόσο μάλλον για ένα δεκαπενθήμερο διακοπών.
🔹 Οι τιμές των ενοικιαζόμενων δωματίων, των ξενοδοχείων, των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων, της βενζίνης όλα έχουν ξεφύγει εντελώς.
🔹 Ο τουρισμός μετατράπηκε σε βιομηχανία για ξένους, ενώ ο Έλληνας γίνεται επισκέπτης στην ίδια του τη χώρα.
🔹 Τα προγράμματα «Κοινωνικού Τουρισμού» είναι ανεπαρκή και δεν καλύπτουν τις ανάγκες.
🔹 Οι ελεύθερες παραλίες μειώνονται, η πρόσβαση γίνεται δύσκολη ή επί πληρωμή.
Για χιλιάδες συμπολίτες μας, οι διακοπές σημαίνουν:
– Μια Κυριακή στο πατρικό στο χωριό.
– Ένα απόγευμα στην κοντινή παραλία, αν έχουν όχημα και βενζίνη.
– Ίσως μερικές μέρες άδεια, αλλά χωρίς τη δυνατότητα να φύγουν.
Και το πιο τραγικό; Έχουμε αρχίσει να το θεωρούμε φυσιολογικό.
Οι διακοπές είναι ανάγκη. Όχι πολυτέλεια.
Δεν είναι πολυτέλεια να ξεκουράζεσαι. Δεν είναι υπερβολή να θες λίγες μέρες μακριά από το άγχος, την πίεση, την καθημερινότητα.
Οι διακοπές συμβάλλουν στην ψυχική και σωματική υγεία, στην ποιότητα ζωής, στη δημιουργία σχέσεων και αναμνήσεων.
Είναι, λοιπόν, κοινωνικό ζήτημα πρώτης γραμμής.
Όταν η εργασία γίνεται 24/7, όταν η ξεκούραση μοιάζει απραγματοποίητη, τότε δεν έχουμε μόνο φτώχεια στο πορτοφόλι, έχουμε φτώχεια στη ζωή.
Μπορούμε αλλιώς;
Ναι. Με πολιτικές που στηρίζουν τον εργαζόμενο, συνταξιούχο. Με κατοχύρωση του δικαιώματος στην άδεια και στην αξιοπρεπή ανάπαυση.
Με πραγματικά κοινωνικά προγράμματα που φτάνουν στον πολίτη. Με πάταξη της αισχροκέρδειας.
Με τη συνείδηση ότι η κοινωνία δεν είναι υγιής όταν οι λίγοι κάνουν «all inclusive» και οι πολλοί μένουν μέσα γιατί δεν βγαίνει.



































