Με λένε Κάρλα και κάποτε ήμουν λίμνη…

Άποψη της λίμνης Κάρλας, περιοχή παλιόσκαλα: ζωγραφιά από τη συλλογή παλιού ψαρά της λίμνης.
Γράφει ο Κώστας Νίκας

Ξημέρωνε, ο ήλιος λαμπύριζε από πάνω μου και με έκανε χαρούμενη και γοητευτική, ούτε κύμα ούτε άνεμος με τάραζε, ήμουν ένα διάφανο κρύσταλλο πλασμένο από φως και γαλάζιο κάτω από έναν πορσελάνινο ουρανό.

Θα με παρομοίαζε κανείς με έναν υπερμεγέθη πίνακα πού καθώς έμπαινε η ημέρα, αποκτούσε όλο και περισσότερη κίνηση με έναν βαθύ και όμορφο ήχο να τον συνοδεύει και να πλανιέται παντού γύρω του, τον ήχο της φύσης.

Κάθε χάραμα ξεκινούσε με τις επιβλητικές κραυγές των βατράχων, που έμοιαζαν με προσεγμένα διαλεγμένες λέξεις μιας ανάγλυφης συγχορδίας που χρωμάτιζε τρυφερά τα γαλήνια νερά μου. Και όταν επιτέλους τα βατράχια σώπαιναν, ακολουθούσε για λίγο γαλήνια σιωπή, η οποία ήταν απαραίτητη για να ακουστεί ο ήχος που ερχόταν από ψηλά από τα εκατοντάδες πουλιά πού τιτιβίζουν από πάνω μου, κάνοντας μεγάλους ακανόνιστους κύκλους. Σε καμιά κλίμακα δεν μπορούσε να μετρηθεί η γοητεία τους, φαλαρίδες, πελαργοί, γλάροι, κύκνοι, ψαρόνια κτλ, τόσα πολλά είδη πουλιών σε απροσδόκητους συνδυασμούς χρωμάτων με τόση καθαρή ομορφιά, σκορπισμένη αρμονικά σε μέγεθος, ράμφος και φτερά.

Και ύστερα ακολουθούσαν οι γνωστοί βόμβοι από τους παφλασμούς των νερών, καθώς μεγάλοι κυπρίνοι σε χρώμα λιωμένου χρυσού, με επιμελώς στρογγυλεμένα λέπια, παιχνίδιζαν στην επιφάνεια μου. Ενώ μετά από λίγη ώρα, όλα σώπαιναν για να ακουστεί ο λεπτός εύθραυστος ήχος από τα αδέξια χτυπήματα των φτερών της λιβελούλας που μετατρεπόταν σε ελαφρύ νανούρισμα και ενωνόταν με τους υδάτινους ήχους από τα κουνούπια και τα άλλα φτερωτά έντομα του νερού. Ένας ήχος που κάποιες φορές διακοπτόταν απότομα από τον οδυνηρά καθηλωτικό ήχο του συρσίματος των φιδιών που έγδερναν λιγωτικά τον ουρανίσκο τους, λίγο πριν την επιδρομή τους σε κάποιον ανυποψίαστο βατράχι.

Στο μεταξύ οι ήχοι αυτοί έφταναν με την ελαφριά δύναμη του ανέμου, ως τα αυτιά των ψαράδων, οι οποίοι αφουγκράζοντας τους, ανασήκωναν το κεφάλι τους για να ακούσουν πιο καθαρά και ύστερα έπαιρναν τα καράβια τους και έλαμναν με τα κουπιά. Και ο ήχος που έκαναν τα κουπιά πάνω στο νερό, εναλλασσόταν με τα παιχνιδιάρικα τραγούδια των καλαμιών, που κυμάτιζαν σαν κίτρινες σημαίες δίνοντας την αίσθηση του ξεσηκωμού, καθώς αγγίζοντας μεταξύ τους και τρίβονταν με αυταρέσκεια κάτω από το λικνιστό χάδι του κάμπου.

Μα αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν το δειλινό, τότε που ουρανός μετεωριζόταν ανάμεσα στο ερυθρό και το χρυσάφι, ένας ήχος δυνατός, κυματιστός έπαιρνε αυτή τη φορά τον έλεγχο. Ήταν και πάλι ο ήχος των πουλιών που αυτή τη φορά εκτελούσαν με συντονισμένες κινήσεις και γνήσια τελετουργία, την καθιερωμένη τους διαδρομή προς τις φωλιές τους για να κοιμηθούν.

Αλλά και όταν έπεφτε η νύχτα για τα καλά, γύρω από τα νωχελικά νερά μου, που αντιφέγγιζαν τα αστέρια του ουρανού, απλωνόταν μία ρέουσα κατάνυξη με τα τιτιβίσματα από τα νυχτοπούλια και τα αλυχτίσματα των αλεπούδων να κυριαρχούν.

Μα μία μέρα αποφάσισαν να με αποξηράνουν, κάποιοι πολιτικοί έλεγαν ότι θα αυξάνονταν τα εισοδήματα των κατοίκων με την καλλιέργεια των αποξηραμένων εκτάσεων μου.

Και έτσι ξεκίνησε το μαρτύριο μου, άνοιξαν μία σήραγγα και άρχισαν να διοχετεύουν το νερό μου μέσω αυτής στον Παγασητικό κόλπο. Σιγά σιγά άρχισαν να συρρικνώνομαι, ένα κομμάτι ουρανού με κοιτούσε λυπημένο. Οι καλαμιές έγερναν ελαφρά τον κορμό τους επιχειρώντας ένα αμυδρό αποχαιρετισμό, ενώ τα πουλιά απομακρύνονταν από κοντά μου βγάζοντας αυτή τη φορά ήχους χαμηλούς και μελαγχολικούς που συνόδευαν σπαρακτικούς ολοφυρμούς. Το ελάχιστο νερό που είχε απομείνει πάσχιζε με κάθε τρόπο να κρατήσει το περίγραμμα μου, καθώς εξατμιζόμουν γρήγορα κάτω από το θλιμμένο βλέμμα του ήλιου, που κάποτε το χρυσό του φως αντανακλώνταν στα απαλά κύματα μου. Μα κάποια στιγμή και ο ίδιος κρύφτηκε, χώθηκε πίσω από κάτι γκρίζα σύννεφα γιατί δεν άντεχε να με βλέπει. Στο τέλος δεν υπήρχε πια νερό, είχαν απομείνει μονάχα τα ψάρια που ξεψυχούσαν αργά και βασανιστικά και οι αιχμηρές τους ώρες, καρφώνονταν βίαια πάνω μου δημιουργώντας ένα θόρυβο αποκρουστικό, καθώς σπαρταρούσαν με δύναμη στο αφυδατωμένο μου έδαφος.

Τι αμαρτίες πλήρωνα; Ποιες ανθρώπινες κατάρες κληρονόμησα και ήμουν αναγκασμένη να υποστώ όλο αυτό! Όταν πια πέθαναν και τα τελευταία ψάρια απέμεινα μόνη, μία ρυτιδιασμένη έρημη γη, έρμαιο των νυχτερινών ανέμων. Και τότε δεν άντεξα, έβγαλα ένα θρυμματισμένο ουρλιαχτό και μία άηχη κραυγή που άκουσαν μόνο τα βουνά του κάμπου.

Πώς μπόρεσαν να το κάνουν σε μένα αυτό; Εμένα που επιβίωσαν από τα προϊστορικά χρόνια, που με ύμνησαν σπουδαίοι ποιητές στην αρχαιότητα όπως ο Πίνδαρος, ο Όμηρος, ο Ευριπίδης και άλλοι, εμένα, που για αιώνες ήμουν ένας χώρος που συνυπήρχαν αρμονικά ,τα ζώα, οι άνθρωποι, ο κάμπος, ο αέρας και ο ήλιος αποκρυσταλλώνοντας τη μαγεία του τοπίου μου. Πώς ήταν δυνατόν να με προδώσουν αυτοί οι άνθρωποι; Οι ίδιοι άνθρωποι που ζούσαν και τρέφονταν από τα νερά μου ,“το χρυσάφι της Κάρλας”, όπως το ονόμαζαν, που κατά τη διάρκεια της κατοχής είχε σώσει κυριολεκτικά τις ζωές τους.

Μα οι επιδιώξεις τους γρήγορα ματαιώθηκαν, η φύση αρνήθηκε να υποταχθεί στα κελεύσματα των μεγάλων σχεδίων τους και αποφάσισε να εκδικηθεί, να εκδικηθεί εκείνους τους ανθρώπους που ξεπουλήθηκαν σε πολιτικούς αργυραμοιβούς, σε ψεύτικα τάματα και κοροϊδίες. Έτσι τα υποσχόμενα χωράφια που υποτίθονταν θα δημιουργούνταν μετά τον αποστραγγισμό μου, όχι μόνο δεν καρποφόρησαν, αλλά κάθε φορά που έβρεχε μετατρέπονταν σε άχαρα βαλτοτόπια. Χρόνια μετά κατάλαβαν το λάθος τους και αποφάσισαν να με ξαναδημιουργήσουν, να με ανασυστήσουν όπως έλεγαν. Μα τι ανόητοι που ήταν! Ήταν δυνατόν να με σκότωναν και μετά να μπορούσαν να με ξανααναστήσουν. Δεν ήμουν ένα άψυχο αντικείμενο αλλά μία ζωντανή οντότητα, ένα δυναμικό οικοσύστημα με πλήθος πλασμάτων που εξαρτιόνταν αποκλειστικά από μένα. Εξάλλου για να γινόμουν και πάλι εκείνος ο θαυμαστός κόσμος που υπήρξα κάποτε, απαιτούνταν σεβασμός, αλλά και όνειρο και φαντασία, πράγματα που οι άνθρωποι ποτέ δεν είχαν, καθώς λειτουργούσαν ανέκαθεν με άλλα κριτήρια.

Και έτσι το νερό μου έγινε μολυσμένο, τα ψάρια μου πεθαίνουν διαρκώς, τα πουλιά έμειναν λιγοστά, τα ζώα δεν ξεδιψούν πια στις όχθες μου και οι περισσότεροι άνθρωποι όταν με αντικρίζουν νιώθουν αποστροφή και γυρνούν επιδεικτικά το βλέμμα τους από την άλλη.

Μόνο κάποιες φορές με επισκέπτονταν ορισμένοι ψαράδες, γερασμένοι πια και στα μάτια τους διαγράφεται μία τρυφερή αναπόληση και ένας γλυκόπικρος τόνος για εκείνα τα όμορφα χρόνια. Ανάσαναν βαριά και ξεφυσούσαν μετανιωμένοι και οι λυγμοί τους φτάνουν πάνω από τα σκοτεινά νερά μου. Ζητούν συγχώρεση για το λάθος που έκαναν χωρίς να το καταλάβουν και απαριθμούν τις ενοχές τους, που μου στέρησαν τον ουρανό και τα τραγούδια του κάμπου και με καταδίκασαν σε αυτή την ανάξια ύπαρξη. Ένα θραύσμα έμψυχου στοιχείου, ένα δείγμα υπενθύμισης ενός παράδεισου που χάθηκε για πάντα, ένα μεταμοντέρνο πείραμα της ανθρώπινης προόδου που στήθηκε για να αποκαταστήσει ένα αποτρόπαιο οικολογικό έγκλημα. Τίποτα πια δεν θυμίζει αυτό που ήμουν κάποτε, μάλιστα σχεδόν και εγώ το έχω ξεχάσει και καμιά φορά δεν ξέρω αν υπήρξα πραγματικά ή απλά το ονειρεύτηκα και το όνειρο πέταξε στο φτεροκόπημα του χρόνου. Με τον καιρό ξέμαθα από την υγρασία των άλλων γεύτηκα τις ενοχικές χαρές τους και απαρνήθηκα ευχάριστα την παρουσία τους. Όσο για εκείνους τους όμορφους ήχους που άκουγα κάποτε, δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμα, εγώ πάντως έπαψα πια να τους ακούω.

Κώστας Νίκας για επικοινωνία
[email protected]

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.