Οι επιπτώσεις της ποσοτικής χαλάρωσης

Γράφει ο Ευθύμιος Ζιγγιρίδης*

Η πρόσφατη δήλωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), περί μιας νέας ποσοτικής χαλάρωσης, που θα δώσει τη δυνατότητα να μειωθούν τα επιτόκια και να αναθερμάνουν την ευρωπαϊκή οικονομία, λειτουργεί εξαιρετικά υποστηρικτικά για την Ελλάδα και για τον δανειακό προγραμματισμό της χώρας. Σε μια περίοδο όπου η Ελλάδα αντιμετωπίζει δύο σοβαρές απειλές, η πρώτη ο γείτονας εξ ανατολής και η δεύτερη η πανδημία του Κορωναιού, οι οποίες συμβάλουν στην αναχαίτιση της αναπτυξιακής πορείας της οικονομίας, η Ελλάδα θα είναι η μεγάλη ωφελημένη από αυτή την εξέλιξη, καθώς είναι η χώρα που έχει τα μεγαλύτερα επιτόκια στην Ευρωζώνη. Η δήλωση ήταν αρκετή για να οδηγήσει το ελληνικό δεκαετές ομόλογο σε απόδοση 2,5% περίπου από το 4% που είχε φθάσει την προηγούμενη μέρα της ανακοίνωσης.
Η χαμηλή αναπτυξιακή πορεία της Ευρωζώνης μαζί με τον πολύ χαμηλό πληθωρισμό και την πανδημία του Κορωναιού ήταν οι βασικοί λόγοι που ώθησαν την διοίκηση της ΕΚΤ να ανακοινώσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Το Πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα είναι ύψους 750 δισ ευρώ, προκειμένου να στηρίξει την οικονομία της ευρωζώνης που δέχεται ισχυρούς κλυδωνισμούς από την πανδημία του Κορωναιού. Μετά από προσπάθειες της κυβέρνησης για πρώτη φορά και τα ελληνικά ομόλογα θα ενταχθούν στο πρόγραμμα. Η ΕΚΤ θα αγοράσει τίτλους από τις εμπορικές τράπεζες στο πλαίσιο των μη συμβατικών μέτρων νομισματικής πολιτικής της. Αυτές οι αγορές, γνωστές και ως ποσοτική χαλάρωση (quantitative easing ή QE), στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη σε όλη τη ζώνη του ευρώ και συμβάλλουν στην επάνοδο του πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω αλλά πλησίον του 2%. Η κεντρική τράπεζα αγοράζοντας χρεόγραφα προκαλεί άνοδο των τιμών τους και μείωση της απόδοσης (επιτοκίων) τους, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται η προσφορά χρήματος στην οικονομία. Η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης έχει σαν αποτέλεσμα να αυξηθούν τα διαθέσιμα κεφάλαια των εμπορικών τραπεζών, τα οποία θα επενδυθούν στην αγορά νέων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, προκαλώντας αύξηση των επιπέδων δανεισμού και της ρευστότητας.
Αυτή η κίνηση τοποθετεί την χώρα μας μετά από αρκετά χρόνια στο ίδιο βάθρο με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές Χώρες. Αναγνωρίζεται η Ελλάδα, μετά από μια δεκαετία, ως ισότιμος εταίρος ο οποίος θα αντιμετωπίζεται με τους ίδιους όρους και κανόνες σε θέματα οικονομικής και κοινωνικής φύσεως. Αποτελεί έμπρακτη στήριξη στη χώρα μας και συνιστά ένδειξη εμπιστοσύνης στους χειρισμούς της Κυβέρνησης για τη διαχείριση της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης. Η Ελλάδα συμμετέχει πλέον ισότιμα στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης.
Οι συνέπειες από την ένταξη μας στο συγκεκριμένο πρόγραμμα είναι πολλαπλές.
1. Δανειοδότηση των τραπεζικών ιδρυμάτων με χαμηλά επιτόκια
2. Αυξημένη ρευστότητα σε επιχειρήσεις αφού θα επωφεληθούν από κυβερνητικά και τραπεζικά προγράμματα πολύ χαμηλών επιτοκίων
3. Συγκράτηση της πτώσης του πληθωρισμού
4. Αναχαίτιση της αύξησης της ανεργίας αφού οι επιχειρήσεις θα έχουν τα αναγκαία κεφάλαια να συντηρηθούν και να αναπτυχθούν
5. Οι προσδοκίες για ποσοτική χαλάρωση οδηγούν σε αύξηση των τιμών μετοχών και σε υποχώρηση του νομίσματος.
6. Η βελτίωση της ψυχολογίας μεταφράζεται σε μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα
7. Μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα σημαίνει περισσότερες εισπράξεις από το κράτος άρα μεγαλύτερα έσοδα. Αυτό βέβαια θα πραγματοποιηθεί με επιπλέον δομικές αλλαγές στο φορολογικό σύστημα.
Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη αντιμετώπισης της παγίδας του παρατεταμένα πολύ χαμηλού ή/και αρνητικού πληθωρισμού. Είναι μία παρέμβαση που στοχεύει στην τόνωση της ζήτησης η οποία εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να επιβαρύνεται από τις χρόνιες επιπτώσεις της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης και της υφιστάμενης κρίσης λόγω της πανδημίας του Κορωναιού, με τις επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά και τις κυβερνήσεις να τελούν σε φάση απομόχλευσης, προκειμένου να μειώσουν το υπερβάλλον χρέος.
Αν και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης είναι απλά ένα εργαλείο το οποίο από μόνο του δεν αρκεί, ωστόσο σε κάθε περίπτωση, η απόφαση της ΕΚΤ δεν μπορεί παρά να είναι καλοδεχούμενη, καθώς συμβάλλει στη διατήρηση των αποδόσεων των κυβερνητικών ομολόγων σε χαμηλά επίπεδα, τονώνει τη ρευστότητα των τραπεζών και κατά συνέπεια των επιχειρήσεων και, αν μη τι άλλο, αγοράζει χρόνο για τους διαμορφωτές πολιτικής.
*BEng MSc AMIEE MILT, Σύμβουλος Στρατηγικών Επενδύσεων

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.