Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1945 στα Κανάλια Καρδίτσης, αμέσως μετά την απελευθέρωση από τη γερμανική Κατοχή, τραγουδήσαμε τα καθιερωμένα κάλαντα όχι για τον εαυτό μας, αλλά για τη Δανειστική Βιβλιοθήκη, που ιδρύθηκε τότε και διατηρείται μέχρι σήμερα, με χιλιάδα και πλέον βιβλίων. Τα τραγούδια που λέγαμε δεν ήταν μόνο το «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά», αλλά και δυο άλλα ακόμη τραγούδια της απελευθερώσεως. Το πρώτο άρχιζε ως εξής: Καινούργιος χρόνος πάλι ξημερώνει / και σβήνεται και χάνετ’ ο παλιός / μαζί του να σβηστούνε κι όλοι οι πόνοι / το δάκρυ μας, η λύπη, ο στεναγμός. Και το δεύτερο τραγούδι ήταν: Και νέον έτος αριθμεί / η του Χριστού περιτομή / και η μνήμη του Αγίου / Ιεράρχου Βασιλείου.
Αποβραδίς, λοιπόν, συγκεντρωνόμασταν στο Κατηχητικό Σχολείο, στην «Πέρα Εκκλησία», μαθαίναμε καλά τα τραγούδια και χωριζόμασταν σε 4 ομάδες (από6– 8 παιδιά η κάθε μία), όσοι ήσαν και οι μαχαλάδες του χωριού. Παράλληλα ετοιμάζαμε και τους ξύλινους κουμπαράδες με τις μικρές κλειδαριές, όπου θα έριχναν οι Καναλιώτες τον οβολό τους.
Την άλλη μέρα νύχτα – νύχτα, πριν φέξει ακόμη, χτυπούσε η μικρή καμπάνα 5 χτύπους. Αμέσως καταλαβαίναμε ότι έπρεπε να σηκωθούμε και να συγκεντρωθούμε στην εκκλησία για τα κάλαντα. Εκεί η κάθε ομάδα, που συμπληρωνόταν, ξεκινούσε για το μαχαλά της, έχοντας μαζί της τον κοινό κουμπαρά κουτί και κανένα ξύλο στο χέρι για τα σκυλιά.
Οι νοικοκυρές μόλις μας έβλεπαν ήξεραν ότι τραγουδούσαμε για τη βιβλιοθήκη και ήταν πάντα απλόχερες. Δεν μας έδιναν σύκα και καρύδια, όπως συνηθιζόταν, αλλά πάντα χρήματα, που τα έριχναν μέσα στον κουμπαρά για όλους μας. Μερικοί μάλιστα, κάπως ευκατάστατοι για την εποχή εκείνη, που εκτιμούσαν την κίνησή μας, όπως π.χ. ο απόστρατος αξιωματικός Λάμπρος Παπαγεωργίου, μας έδιναν περισσότερα. Έτσι μαζεύαμε αρκετά χρήματα και αποτελούσε ιεροτελεστία, θα λέγαμε, η καταμέτρηση, που κάναμε, όταν επιστρέφαμε στην εκκλησία. Το ποσό ξεπερνούσε τις 350 δρχ., που ήταν υπολογίσιμο για το φτωχό βαλάντιό μας, τότε. Τα πιο πολλά πάντως μάζευε η ομάδα εκείνη που πήγαινε στο μαχαλά των Σδρολέων, διότι ήταν και ο πολυπληθέστερος.
Το έπαθλο του κόπου μας –ένα λαχταριστό λουκούμι– το τρώγαμε με λαιμαργία γιατί πραγματικά γυρίζαμε κατακουρασμένοι, αφού όλο το πρωινό πηγαίναμε και τραγουδούσαμε στις διάφορες γειτονιές του μαχαλά μας.
Με τα χρήματα αυτά αγοράζαμε καινούργια βιβλία, παιδικά και νεανικά, κυρίως διηγήματα και μυθιστορήματα για τη δανειστική βιβλιοθήκη μας. Και μόλις τα αγοράζαμε, αμέσως τα δανειζόμασταν για να τα πάρουμε στο σπίτι και να τα διαβάσουμε τις ελεύθερες ώρες μας. Ύστερα διηγούμασταν τα καθέκαστα με τους ήρωές τους στους άλλους συμμαθητές.
Κωνσταντίνος Δ. Μαυρομμάτης


































