«Πληθωρισμός της απληστίας», κλιματική κρίση, κόστος παραγωγής, είναι παράγοντες που κρύβονται πίσω από την ακρίβεια στα τρόφιμα στην Ελλάδα.
Η επιστολή του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, στην Κομισιόν, με αφορμή την επίμονη ακρίβεια στα τρόφιμα, και ζητώντας μέτρα κατά των αθέμιτων πρακτικών των πολυεθνικών εταιρειών, ανέδειξε για άλλη μία φορά το πρόβλημα των «τσιμπημένων» τιμών που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά για να αγοράσουν τα απαιτούμενα για την διατροφή τους.
Και αυτό ενώ πανευρωπαϊκά ο πληθωρισμός σταθεροποιείται, στην Ελλάδα οι καταναλωτές συνεχίζουν να πληρώνουν μεγαλύτερες αυξήσεις κάθε μήνα από τους Ευρωπαίους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο Απρίλιος έκλεισε με αύξηση στον δείκτη τιμών τροφίμων της Ελλάδας κατά 5,3% ενώ στην υπόλοιπη Ευρωζώνη αυξήθηκε μόλις κατά 1,9%.
Από όλα τα κράτη μέλη, μόνο η Μάλτα γνώρισε μεγαλύτερες αυξήσεις, κατά 5,9%. Εντωμεταξύ, η αύξηση 5,3% της Ελλάδας έρχεται στη συνέχεια ενός μεγάλου διετούς ράλι τιμών μήνα το μήνα, το οποίο έχει φέρει «πονοκέφαλο» στους Έλληνες, καθώς δεν βλέπουν στον ορίζοντα υποχώρηση στις τιμές των τροφίμων.
Ποιοι παράγοντες ωθούν τα ελληνικά τρόφιμα υψηλότερα
Ο πληθωρισμός της απληστίας τον οποίο ανέδειξε ο πρωθυπουργός είναι μόνο μία παράμετρος της ακρίβειας στα ελληνικά τρόφιμα.
Αφορά σε πρακτικές που μεταχειρίζονται οι μεγάλες εταιρείες για να πωλούν σε υψηλότερες τιμές. Ενίοτε αυτό επιτυγχάνεται κρατώντας την τιμή ανά μονάδα προϊόντος σταθερή αλλά μειώνοντας το περιεχόμενο των συσκευασιών, ή ακόμα και πουλώντας σε διαφορετικές τιμές από χώρα σε χώρα. Υπολογίζεται μάλιστα πως από αυτές, και άλλες, πρακτικές των πολυεθνικών, οι Ευρωπαίοι καταναλωτές επιβαρύνονται με 14 δισ. ευρώ ετησίως.
Στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα ορατό, οδηγώντας σε μεγάλες διαφορές στις τιμές που αναγράφονται στα ράφια μεταξύ ελληνικών και ευρωπαϊκών σούπερ-μάρκετ. Ενδεικτικά, «ανωμαλίες» εμφανίζει η αγορά των χυμών φρούτων, εξαιτίας τέτοιων πρακτικών των εταιρειών, με τις τιμές του χυμού πορτοκαλιού στα ράφια των ελληνικών σούπερ μάρκετ, να έχει αυξηθεί σε δύο χρόνια κατά 39,2%, στα 1,67 ευρώ το λίτρο.
Όπως έχουν επισημάνει ουκ ολίγες φορές παράγοντες του κλάδου, παρατηρούνται από εισαγωγικές εταιρείες της ΕΕ, μαζικές εισαγωγές πορτοκαλιών από χώρες της Αφρικής, που πλήττουν την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού πορτοκαλιού όσον αφορά τις τιμές παραγωγού αλλά χωρίς να μειώνουν τις τιμές στο ράφι.
Ένας άλλος καθοριστικός παράγοντας που συμβάλλει στις αυξημένες τιμές τροφίμων είναι η κλιματική κρίση, στην οποία η Ελλάδα ως μεσογειακή χώρα είναι ιδιαίτερα έκθετη. Έτσι, όχι μόνο οι καταστροφές της πρωτογενούς παραγωγής από τις θεομηνίες στη Θεσσαλία, αλλά και η «απορρύθμιση» του κλίματος έχουν οδηγήσει σε σοβαρά πλήγματα.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ελαιόλαδο, το οποίο αποτελεί τη βασική προωθητική δύναμη για τις τιμές του δείκτη τροφίμων με ετήσια αύξηση 63,7% τον Απρίλιο, καθώς η περυσινή συγκομιδή ήταν από τις χειρότερες των τελευταίων ετών, μειώνοντας ραγδαία τις παραγόμενες ποσότητες.
Επιπλέον, στις ακριβές τιμές που πληρώνει η ελληνική οικογένεια για τρόφιμα, συμβάλλει το υψηλό κόστος παραγωγής που πληρώνουν οι αγρότες για τα δυσεύρετα εργατικά χέρια και λόγω του αυξημένου λειτουργικού κόστους.
Ιδιαίτερα το κόστος των καυσίμων είναι υψηλό για την χώρα μας, ειδικά και λόγω της κρίσης στη Μέση Ανατολή, και ακόμα και η απαλλαγή από τον ΕΦΚ δεν επαρκεί να αντισταθμίσει το κόστος συνολικά. Το αποτέλεσμα είναι οι παραγωγοί για να «βγαίνουν» μετακυλίουν μέρος του κόστους στο προϊόν.
Στη συνέχεια, επιπλέον «καπέλα» μπαίνουν από τους λογής λογής μεσάζοντες και χονδρέμπορους, με αποτέλεσμα η τιμή που αντικρίζει στο ράφι ο Έλληνας καταναλωτής να καταλήγει να είναι απλησίαστη.
Πηγή: newsit.gr