Γράφει η Άρτεμις Παπανδρέου, Συγγραφέας, πρόεδρος Ελληνικής Μέριμνας Βόλου
Σφιγμένη, κοιτούσε διαρκώς το ρολόι. Είχε, από ώρα, πάψει να διαβάζει το βιβλίο που αγαπούσε. Μαζεμένο κουβάρι η ψυχή της από το φόβο που της τσάκιζε τα κουράγια. Και κείνος, άφαντος… Κόντευε δέκα η ώρα. Λογικά έπρεπε να είχε φθάσει. Έπρεπε από πολλή ώρα να ήταν πίσω. Και δεν ήταν. Και δεν είχε τρόπο να μάθει τι συνέβαινε και αργούσε τόσο δραματικά. Τι να του είχε συμβεί; Τι παιχνίδι τής έπαιζε εκείνο το βράδυ η μοίρα; Τι είχε σχεδιάσει η ζωή για να την πονέσει;
Έφερνε ξανά και ξανά στο νου της τα λόγια του. Μάνα, όλα καλά. Τέλειωσα τις δουλειές μου. Πήρα να σε ενημερώσω πως η μπαταρία τελειώνει. Σε λίγο το τηλέφωνο θα σβήσει. Ξεκινάω… Ήταν επτά παρά είκοσι το απόγευμα, όταν της τηλεφώνησε. Δεν πρόλαβε να του απαντήσει γιατί το τηλέφωνο έμεινε νεκρό αμέσως μετά. Αφού όμως της είπε πως ξεκινούσε στις επτά παρά είκοσι, έπρεπε το πολύ εννιά και μισή να ήταν πίσω. Το λεωφορείο κάνει τη διαδρομή σε δυόμιση ώρες. Με το ΙΧ μόνο δυο. Άφηνε λίγο περισσότερο περιθώριο στο χρόνο και τα χιλιόμετρα, μιας και το αυτοκίνητο ήταν καινούργιο και χρειαζόταν «στρώσιμο» η μηχανή του, όπως είχε τονίσει ο υπεύθυνος της αντιπροσωπείας το πρωί που το είχε παραλάβει. Μα πάλι, δεν της έβγαινε η εξίσωση χρόνου – χιλιομέτρων. Περίσσευε πολύς χρόνος. Τόσος που δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί.
Εν τω μεταξύ η μπόρα όλο και δυνάμωνε. Οι αστραπές αυλάκωναν τον νυχτερινό ουρανό και τα μπουμπουνητά έσειαν το σπίτι. Το μικρό σκυλάκι που της κρατούσε συντροφιά στριμώχτηκε από φόβο στα πόδια της. Άπλωσε το χέρι και το χάιδεψε με στοργή. «Μη φοβάσαι κοριτσάκι μου» της ψιθύρισε σβησμένα. Το ζωάκι ένιωθε πως η κυρά του δεν ήταν καλά και απόμεινε κοντά της κοιτώντας την ίσα στα μάτια και κουνώντας χωρίς ιδιαίτερη διάθεση τη φουντωτή του ουρά. Μόνο που κάθε φορά που έτριζαν τα τζάμια από τα συνεχόμενα μπουμπουνητά ήθελε να πηδήξει στην αγκαλιά της για προστασία. «Πού είναι κορίτσι μου ο Ορέστης; Μου λες; Κάνε Θεέ μου να μην του έχει συμβεί κανένα κακό…» μονολογούσε και όλο κοιτούσε την φωτογραφία του πατέρα της στη σερβάντα που της χαμογελούσε πίσω από την κορνίζα του. «Πατέρα φύλαγε το παιδί απόψε… τι να του έχει συμβεί;»
Η ώρα κυλούσε δραματικά αργά. Το ρολόι έδειχνε πλέον έντεκα παρά δέκα. Η Ανδριανή κάλεσε στο κινητό του απέλπιδα για μια ακόμη φορά. Επτά οι αναπάντητες κλήσεις. Το κινητό παρέμενε απενεργοποιημένο. Το μυαλό της δύστυχης γυναίκας κεραυνοβολημένο. Βίωνε στο είναι της απώλεια. Τη δυσβάσταχτη απώλεια του παιδιού της. Αδύνατον να τη διαχειριστεί. Είχε φτάσει πολλές φορές στο καντράν του σταθερού να σχηματίσει τον αριθμό εκατό και να ρωτήσει αν η τροχαία γνώριζε για κάποιο υποτιθέμενο, ίσως, ατύχημα στο διεθνή, μα στο τέλος έστρεφε το βλέμμα στο παράθυρο, που έβλεπε στο δρόμο, προσμένοντας να διακρίνει το ποθητό πρόσωπο να παρκάρει σε μια μεριά του. Ταλαντεύτηκε άλλη μια. Άλλο δεν άντεξε. Τα μηνίγγια της χτυπούσαν δυνατά στους κροτάφους, η καρδιά έσειε το στέρνο της, τα χέρια έτρεμαν, τα πόδια κόντευαν να τη σωριάσουν. Πνιγόταν. Το σάλιο της είχε μετατραπεί σε λάσπη στο στόμα και η αναπνοή της κοβόταν. Σήκωσε το ακουστικό και με λαχτάρα κάλεσε τον αριθμό εκατό. Της απάντησαν με βεβαιότητα πως κανένα ατύχημα δεν είχε συμβεί στο νομό τους. Της έδωσαν τα τηλέφωνα των υπόλοιπων νομών που εμπλέκονταν στην διαδρομή του διεθνή και κάλεσε με αποφασιστικότητα. Αρνητική η απάντηση από όλους. Ατύχημα δεν είχε συμβεί σε κανένα σημείο του δρόμου παρ’ όλη την νεροποντή. Προσπάθησαν οι άνθρωποι να είναι καθησυχαστικοί, αλλά η Ανδριανή δεν μπορούσε να αφεθεί. Έδωσε τον αριθμό του αυτοκινήτου ασθμαίνοντας, προσπαθώντας με κόπο να κρατήσει τα δάκρυά της. Οι αξιωματικοί την συμπόνεσαν και της είπαν να περιμένει δίπλα στο σταθερό. Θα την καλούσαν σύντομα, αφού αναζητούσαν τον αριθμό στις μεταξύ τους υπηρεσίες. Απόμεινε μερικά λεπτά με το χέρι πάνω στο ακουστικό. Σιωπή. Εκκωφαντική σιωπή απώλειας; Θανάτου; Σκεφτόταν πως αν είχε μεταφερθεί σε νοσοκομείο το παιδί έπρεπε να οδηγήσει μόνη μέσα στη νύχτα, υπό καταιγίδα, στην Κατερίνη ή τη Λάρισα, να βρεθεί κοντά του. Άραγε θα ήταν απλά μόνο χτυπημένος; Ή μήπως;… Αυτή η μαύρη υποψία της τσάκιζε την ψυχή. Ήχος τηλεφώνου ακούστηκε και άμεσα σήκωσε το ακουστικό. Την διαβεβαίωσαν πως δεν είχαν κανένα περιστατικό ατυχήματος εκείνο το βράδυ. Βέβαια ήταν αφύσικη η τόση αργοπορία.
«Μήπως στάθηκε σε κάποιο πάρκινγκ;» προσπάθησαν να απαλύνουν την αγωνία της…
«Ίσως» απάντησε ξέπνοη.
Τους ευχαρίστησε και κατέβασε το ακουστικό. «Τουλάχιστον δεν υπάρχει ατύχημα στην εθνική» μονολόγησε κοιτώντας τη φωτογραφία του πατέρα της. «Ναι, αλλά τι μου διαφεύγει; Τι μπορεί να συμβαίνει που δεν είμαι σε θέση να σκεφτώ; Τι Χριστέ μου;» και ενώνοντας τα τρία δάχτυλα γονάτισε στο πάτωμα και προσευχήθηκε με θέρμη.
Η βροχή τώρα είχε σταματήσει να χτυπά με βία τα παραθυρόφυλλα, είχε ηρεμήσει ο ουρανός και οι στάλες έπεφταν με τέμπο στην αυλή. Βγήκε, περπάτησε ως την εξώπορτα, αφουγκράστηκε τους ήχους της λεωφόρου. Αυτοκίνητα περνούσαν με ταχύτητα και χάνονταν στο σκοτάδι. Επέστρεψε στη ζεστασιά του σπιτιού. Πήρε αγκαλιά τη σκυλίτσα της και άρχισε να κλαίει γοερά. Ένιωθε πως δέσμες αίματος ανέβαιναν με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο κεφάλι και της έφερναν ζάλη. Έχανε τον κόσμο. Η προσμονή μιας πιθανής τραγικής απώλειας τής ρήμαζε την ψυχή.
Θα είναι πολύ μεγάλη αυτή η νύχτα… Τι να περιμένω αλήθεια; Κάνε Θεέ μου να είναι μια κακή στιγμή… Κάνε να μην συμβαίνει τίποτε και να έχει πιάσει απλά μια άκρη να ξεκουραστεί έπειτα από τόση ταλαιπωρία σήμερα. Το καημένο δούλευε όλη ημέρα χθες, έπειτα μπήκε στο βαπόρι, πιθανόν να μην κοιμήθηκε όλη νύχτα από την ταλαιπωρία αφού δεν βρήκε καμπίνα, ύστερα ταξίδεψε ως εδώ, άλλαξε αυτοκίνητο, πήρε το καινούργιο και έφυγε για Φλώρινα να συναντήσει τον πελάτη, έπειτα Θεσσαλονίκη να κάνει τις αναγκαίες αγορές… Οργανισμός είναι. Κουράστηκε. Μήπως αποκοιμήθηκε στο τιμόνι κι έφυγε στα χωράφια; Μήπως δεν τον πήρε κανείς είδηση και τώρα ψυχορραγεί; Τι να σου συμβαίνει παιδί μου; Πώς να σε βοηθήσω;
Η Ανδριανή ένιωθε πια πως οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν. Η αγωνία θηλιά είχε σφίξει στο λαιμό και τη στραγγάλιζε. Οι δείκτες του ρολογιού έσμιξαν μεσάνυχτα όταν άνοιξε η πόρτα και κείνος, ο γιός της, πρόβαλε χαμογελαστός.
Τινάχτηκε η Ανδριανή, όρμησε στην αγκαλιά του, τον γέμισε φιλιά στα μαλλιά, στα μάγουλα, στα μάτια. «Πού είσαι παιδάκι μου; Πού χάθηκες τόσες ώρες; Τι συνέβη; Είσαι καλά;» Κι όλο τον χάιδευε και τον φιλούσε.
«Γιατί ρε μάνα κάνεις έτσι; Δεν σου είπα πως ξεκινούσα να πάω στο εστιατόριο που άνοιξε ο φίλος μου να του ευχηθώ;»
Τα μάτια άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη. «Τι λες παιδί μου; Ποιο φίλο σου; Ποιο εστιατόριο; Δεν μου είπες τίποτε από όλα αυτά. Μου είπες πως το κινητό σου μένει από μπαταρία και πως ξεκινάς. Εκεί σταμάτησε η επικοινωνία μας.»
«Ω, ρε μάνα. Τι λες τώρα; Ένιωσα πως έσβηνε, αλλά νόμιζα πως τα είχες ακούσει…» Απάντησε αμήχανα ο Ορέστης.
«Όχι αγόρι μου. Εγώ εδώ απόψε έχω βιώσει απώλεια. Έχω βιώσει θάνατο. Έχω τρελαθεί από την αγωνία μου. Μα καλά. Αφού βγήκατε έξω, δεν μπορούσες να με πάρεις από το κινητό του φίλου σου να σιγουρευτείς πως είχα ακούσει ό, τι μου είχες πει; Δεν σκέφτηκες πως θα ανησυχούσα;»
«Πού να το φανταστώ ρε μάνα;»
«Πέφτω από τα σύννεφα παιδί μου… Την ψυχική οδύνη που πέρασα εγώ απόψε ποιος μπορεί να μου τη διαγράψει από την ψυχή; Έχασα χρόνια από τη ζωή μου αγόρι μου. Χρόνια…»
Ένιωθε μέσα της πως άδειαζε κι άλλο. Μια παρεξήγηση είχε δημιουργήσει χάος μέσα στο μυαλό της. Τον φίλησε, τον άφησε να ηρεμήσει κι εκείνη πήγε να ξαπλώσει. Ουσιαστικά ήθελε να μείνει μόνη και να κλάψει. Όλη αυτή η ξέφρενη κατάσταση που είχε βιώσει, τώρα είχε μετατραπεί σε χείμαρρο δακρύων που την έπνιγαν σε μια απογοήτευση. Του τα είχε προσφέρει όλα. Την ψυχή της, τη ζωή της, χρηματική και ηθική υποστήριξη, ό, τι τέλος πάντων μια μάνα, με όλα τα γράμματα κεφαλαία, μπορούσε να προσφέρει στο παιδί της. Διαπίστωνε όμως με απόλυτη απογοήτευση πως δεν πρόφερε εκείνος ούτε μια συγγνώμη για όσα την υπέβαλε να ζήσει εκείνο το βράδυ από μια απλή παρεξήγηση. Έγειρε στο μαξιλάρι και μέσα από τους λυγμούς της ο ύπνος, πολύ αργότερα, βρήκε το δρόμο και της σφάλισε τα μάτια.
Η φλέβα της καρδιάς όμως, που χτυπούσε έντονα όλες εκείνες τις ώρες, ανέβαζε με ορμή το αίμα στο κεφάλι κι αυτή, η δυνατή μέχρι τότε γυναίκα, έριξε την ασπίδα της μάχης της ζωής, γονατισμένη από την αγάπη στο παιδί της.
Είχε χαράξει το φως της ημέρας όταν άνοιξε τα μάτια από το έντονο σκούντημα και τις σπαραχτικές φωνές του γιου της. Θολό το δωμάτιο. Θολή και η λαχταρισμένη του όψη. Ήταν σκυμμένος πάνω της. Άκουγε βαθιά, σαν σε φαράγγι, να τη φωνάζει «μαμάαααα». Ήθελε να απλώσει το χέρι και να τον χαϊδέψει, αλλά δεν μπορούσε. Ήθελε να του πει πως τον άκουγε, να τον καθησυχάσει, αλλά η φωνή είχε σκαλώσει στον ουρανίσκο. Μόνο τα μάτια, μέσα στην ομίχλη τους, τον κοιτούσαν. Ένιωθε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Αυτή ήταν αεικίνητη. Τώρα γιατί δεν μπορούσε να μιλήσει; Να κινηθεί; Τουλάχιστον ένιωθε. Ένιωθε τη λαχτάρα του. Τον είδε που μιλούσε στο κινητό του. Έτρεμε. Καλούσε γιατρό. Η Ανδριανή έκλεισε για λίγο τα μάτια. Ένα δάκρυ κύλησε καυτό και της ζεμάτισε τα μάγουλα. Πλήρωνε το τίμημα της μητρότητας. Το τίμημα της αίσθησης απώλειας του προηγούμενου βραδιού. Κάτι κακό συνέβαινε. Αυτό ήταν σίγουρο. Ήθελε να ανοίξει την αγκαλιά της να τον κλείσει μέσα της, να του πει να μην φοβάται, μα της ήταν αδύνατον. Έσφιξε τα βλέφαρα και προσευχήθηκε στο Θεό να βοηθήσει το παιδί της τώρα που θα έμενε μόνο…
Λίγη ώρα αργότερα ένας γιατρός ήταν σκυμμένος πάνω της. «Εγκεφαλική αιμορραγία…» αποφάνθηκε και ο Ορέστης πάγωσε. «Πρέπει να μεταφερθεί άμεσα με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο. Η κατάστασή της είναι πολύ σοβαρή… Κουράγιο παιδί μου…»
Η Ανδριανή είχε βυθιστεί. Δεν άκουγε τίποτε. Μόνο στο βάθος της καρδιάς της άκουγε τη φωνή του παιδιού της να σπαράξει: «Μάνα συγγνώμη… συγγνώμη… συγγνώμη… συγγνώμηηηηηηηηηηηη…»































