Από τη Συνθήκη του Βερολίνου και τις οθωμανικές παλινωδίες στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ
Tης Μαρίας Σπανού

Η υπογραφή της Συνθήκης του Βερολίνου σαφώς είχε ανοίξει τον δρόμο για την απελευθέρωση. Η επανάσταση του 1878 μπορεί να είχε τελειώσει όπως τελείωσε, όχι όμως και οι περιπέτειες των Θεσσαλών. Μετά τη δημοσίευση της Συνθήκης και την επικύρωση τους από τον σουλτάνο, οι Οθωμανοί αντέδρασαν. Ήλπιζαν, γράφει ο τοπικός πρόξενος της Λάρισας Ιωάννης Παλαμήδης, ότι δεν θα λαμβάνονταν καθόλου υπόψη οι ελληνικές θέσεις, όπως απατηλά τους διαβεβαίωνε ο πρόξενος της Βρετανίας Μπλαντ και σε τίποτε δεν θα διαφοροποιούσε τη ζωή τους και κυρίως τα κεκτημένα τους σε σχέση με τις θεσσαλικές επαρχίες, προσδοκώντας μάλιστα και μεγαλύτερα κέρδη από την υπερτίμηση των περιουσιών τους. Γρήγορα όμως αντιλήφθηκαν ότι η προσάρτηση μέρους της Θεσσαλίας είναι θέμα χρόνου και αναγκαστικά άρχισαν να το χωνεύουν, όπως ο πρόξενος της Λάρισας ήταν σε θέση να γνωρίζει και να ενημερώνει σχετικά τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, ο οποίος εκείνη την περίοδο ήταν και Υπουργός Εσωτερικών και προσωρινώς και Εξωτερικών:

«Οι Οθωμανοί ερειδόμενοι μέχρι τινός εις τας ψευδείς διαδόσεις των αρχών και εις τας απατηλάς υποσχέσεις του κ. Blunt, ήλπιζον ότι το Ευρωπαϊκόν Συνέδριον ουδόλως ήθελε λάβη υπόψιν τας απαιτήσεις της Ελληνικής Κυβερνήσεως επί των ομόρων επαρχιών, και ότι τα πράγματα ήθελον μείνει εν τη αυτή προτέρα καταστάσει, επενεγκομένων απλώς μόνον Διοικητικών τινών μεταρρυθμίσεων, μετά την δημοσίευσιν της Βερολίνειας συνθήκης και την επικύρωσιν αυτής παρά του Σουλτάνου, απολέσαντες πάσαν τοιαύτην ελπίδα, και πεισθέντες ότι η προσάρτησις μέρους της Θεσσαλίας εις την Ελλάδα απεφασίσθη πλέον τελειοτικώς παρά τω Συνεδρίω, ήρξαντο να συνοικειώνται πληρέστατα με την ιδέαν ταύτην· αποκρούοντες δε πάντες ιδέαν ενδεχομένων περιπλοκών, αίτινες δύνανται να προκύψωσιν εκ της δυστροπίας της Πύλης, μη παραδεχομένης ίσως να υποκύψη εις την απόφασιν του συνεδρίου, και αναλογιζόμενοι τας καταστροφάς και ζημίας ας θέλουσιν εκ τούτων υποστή, ουδόλως αποκρύπτωσιν πλέον την απόφασίν των του να υποκύψωσιν εις τα αποφασισθέντα, αλλ’ απροκαλύπτως εκφράζουσι την επιθυμίαν των, όπως το ζήτημα τούτο λυθή ησύχως και όσον τάχιον, ίνα παύση η έκρυθμος κατάστασις εν ή ευρίσκεται ο Τόπος, και η πλήρης αναρχία και παραλυσία ήτις επικρατεί εν αυτώ, ένεκα της οποίας και αυτοί οι ίδιοι ουκ ολίγα υποφέρουσι».
Στο ίδιο μήκος κύματος εκφράζεται και ο τοπικός υποπρόξενος του Βόλου Ιωάννης Τζιώτης όταν μαθαίνει για την προσάρτηση. Η φήμη ότι ο Πηνειός θα ήταν η οροθετική γραμμή έσπειρε τρόμο στους κατοίκους, ειδικά των βορειότερων θεσσαλικών περιοχών και δη στους Λαρισαίους που τα κτήματά τους ήταν πέρα από αυτόν. Ελπίζεται πάντως ότι ο Πηνειός δεν θα είναι το όριο, ειδάλλως θα αποκοπούν όλες εκείνες οι περιφέρειες, χωρίς λιμάνι, χωρίς συγκοινωνίες και θα παραμείνουν στη στασιμότητα και στον μαρασμό.

Πρόκειται για την περίοδο των διπλωματικών διαδρομών μεταξύ των Δυνάμεων που ακολούθησαν το Συνέδριο του Βερολίνου, των υπαναχωρήσεων του σουλτάνου και των ελληνικών παλινδρομήσεων ανάμεσα στη ρωσοφιλία και την αγγλοφιλία. Στην τριετή αυτή περίοδο (1878-1881), ανάμεσα στο οθωμανικό, στο ευρωπαϊκό και στο ελληνικό πλαίσιο εκτυλίχτηκε μια απίστευτη ιστορία διαπραγματεύσεων, ανακατατάξεων και καθορισμού των νέων συνόρων του ελληνικού βασιλείου. Το ακανθώδες αυτό ζήτημα κούρασε όσο τίποτε τα εμπλεκόμενα μέρη, που αναζητούσαν νέες ισορροπίες μετά τις εδαφικές ανακατατάξεις που είχαν προηγηθεί στον χώρο της Βαλκανικής.
Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι στη Θεσσαλία οι Οθωμανοί ένιωθαν ότι «φεύγουν» σιγά-σιγά, ύστερα από παραμονή σχεδόν πέντε αιώνων στον τόπο. Και ενώ οι χριστιανοί πήραν ξανά κεφάλι για να διεκδικήσουν και πάλι ρόλο στον τόπο τους, είναι μακρά η απαρίθμηση δουλοπρεπών συμπεριφορών από τους Οθωμανούς με μοναδικό σκοπό να διασώσουν τις περιουσίες τους μέχρις ότου «στέρξει» η Πύλη τα αποφασισθέντα και λυθεί οριστικά το ζήτημα. Στο μεταβατικό αυτό διάστημα δεν είχαν σταματήσει οι σποραδικές επαναστατικές μικροεξεγέρσεις, κυρίως στη δυτική Θεσσαλία· ούτε οι ληστές, που εξακολουθούσαν να λυμαίνονται περιοχές, καθιστώντας αξιοθρήνητη την κατάσταση των κατοίκων ιδιαίτερα του Κάμπου, αρκετά χωριά του οποίου είχαν πυρποληθεί και ερημωθεί και τώρα τους έλειπε ως και το ψωμί.



Απειλητική προκήρυξη της οθωμανικής αστυνομίας προς τους μουχτάρηδες-δημογέροντες των χωριών και τσιφλικιών της Θεσσαλίας για νέες καταδιώξεις των Θεσσαλών χωρικών.

Μικροσυμπλοκές με τους επαναστάτες δεν έπαψαν να γίνονται, ενώ η πείνα οδηγεί τους χριστιανούς σε απελπιστικές πράξεις. Οι δε κρατικοδίαιτοι Οθωμανοί, διοικητικοί υπάλληλοι πλην του διοικητή «από του Μουλά μέχρι του τελευταίου αντιγραφέως», το ίδιο και οι στρατιωτικοί υπάλληλοι, όπως μας πληροφορεί ο Παλαμήδης, καταχρώντο κάθε ίχνος της εξουσίας τους με παντοία μέσα. Δωροδοκούνταν ασυστόλως και σκανδαλωδώς, απειλούσαν και γέμιζαν τις φυλακές με φτωχούς χωρικούς για να τους εκβιάσουν για την αποφυλάκισή τους έναντι μίας ή και δύο λιρών. Απαιτούσαν τη δεκάτη ακόμη και από εκείνους, που λόγω της αμνηστίας τους, πήραν απαλλαγή με αυτοκρατορικό διάταγμα.
Δυστυχώς, και παρά τις ελπίδες των Θεσσαλών για την επερχόμενη προσάρτηση, η Τουρκία δεν ήθελε να εφαρμόσει την απόφαση της Βερολίνειας Συνθήκης, μην ενδίδοντας στην παραχώρηση επαρχιών της στην Ελλάδα. Για τον λόγο αυτό, οι δυο αρχιστράτηγοι, ο των εν Θεσσαλία αυτοκρατορικών στρατευμάτων Αλή Λαΐου πασάς και ο της Ηπείρου Αχμέτ Χαμδή πασάς συναντήθηκαν στο Μαλακάσι για να εξετάσουν την κατάσταση. Ο πόλεμος θεωρείται «άφευκτος», γράφει ο Παλαμήδης, όπως όλα δείχνουν, αφού οι Οθωμανοί προετοιμάζονται στρατιωτικά στον Αλμυρό, στον Δομοκό, στα Φάρσαλα, στην Καρδίτσα και στα Τρίκαλα και συγκεντρώνουν μεγάλη δύναμη στρατού στα θεσσαλικά σύνορα, μαζί με προμήθειες τροφίμων και καύσιμης ύλης. Φτιάχνουν επίσης οχυρωματικά έργα, εγκαθιστώντας φρουρές, δρόμους για τη μεταφορά πολεμοφοδίων και πολυβόλων. Και όσο συμβαίνουν αυτά, το ηθικό των Οθωμανών αναπτερώνεται.
Αντίθετα, οι Έλληνες παρακολουθούσαν με άγρυπνο μάτι όλα αυτά, που ενισχύονταν από ανησυχητικές φήμες ότι το «ελληνικόν ζήτημα όλοσχερώς εναυάγησεν», όπως έγραφε τον Οκτώβριο του 1878 ο Παλαμήδης:«Είναι δε αξιοσημείωτο ότι οι Τούρκοι κατασκευάσαντες τα νέα ταύτα οχυρώματα κυρίως επί όλων των επικαίρων θέσεων ας είχεν καταλάβει ο ελληνικός στρατός κατά την εις Θεσσαλίαν και δι’ ων η άλωσις του Δομοκού θα ήτο τότε ευχερής· άπασαι δε εν γένει αι πολεμικαί αύται παρασκευαί και στρατιωτικαί κινήσεις μαρτυρούσιν ότι οι Τούρκοι έχουσιν υπ’ όψιν προσεχήν επικείμενον πόλεμον».

Στην περίοδο αυτή οι Βολιώτες, καθώς δεν έπαυσαν να βλέπουν ισχυρότατες δυνάμεις (πεζικό, ιππικό, πυροβολικό) υπό τον Αλή Σαΐπ πασά να καταφθάνουν καθημερινά μέσω θαλάσσης, γύρω στους 35.000 άνδρες, βυθίζονταν στην απελπισία. Μαζί τους και όλοι οι χριστιανοί της Θεσσαλίας, οι οποίοι «φρίττουσι δε αναλογιζόμενοι τα μαρτύρια και τα δεινά όσα επιφυλλάττονται αυτοίς εισέτι εις το μέλλον, εάν δεν επιτευχθή η προσάρτησις». Την ελεεινή τους ψυχολογία, εξαιτίας και της εγκληματικής συμπεριφοράς των Οθωμανών (καταδιώξεις, βία, βαρύτατες αγγαρείες), ενίσχυε η προκλητικότατη συμπεριφορά του Μπλαντ, την οποία ο Έλληνας πρόξενος από τη Λάρισα καταγγέλλει, αφού έφθασε να ισχυρίζεται απροκάλυπτα ότι η προσάρτηση είναι πλέον όνειρο και ότι «η Ελλάς θα λάβη μόνον αέρα», στάση που μόνον όνειδος προκαλούσε στον δυστυχή πληθυσμό.
Οι άγριες καταδιώξεις των επαναστατών στα χωριά του Κάμπου, της Ελασσόνας και των Χασίων (Βερδικούσια, Βλαχόγιαννη (σημ. Βλαχογιάννι), Μυλόγουστα (σημ.Μεσοχώρι) και της Αγιάς συνεχίζονταν, όπως και των προεστών όταν δεν συνεργάζονταν μαζί τους. Στα μαρτύρια τώρα προστίθεντο και οι εξορίες των επαναστατών και των συγγενών τους στην Κωνσταντινούπολη και οι απηνείς καταδιώξεις τους. Μάλιστα γι’αυτούς που θεωρούνταν δήθεν καταζητούμενοι η τουρκική αστυνομία δημοσίευσε απειλητική προκήρυξη προς τους Θεσσαλούς διά της οποίας τους έδινε δεκαήμερη προθεσμία να παρουσιαστούν, ειδάλλως οι οικογένειές τους θα «αμείβονταν» με εξορία.
Στην άφατη ταλαιπωρία των αγωνιστών αυτής της επανάστασης θα πρέπει να προστεθούν και οι δυσμενείς συνθήκες, τόσο από τις καιρικές συνθήκες που τους δυσκόλευαν (ψύχος, βροχή, χιονιάς), τις ψείρες στα λερά τους ρούχα, όσο και από τις συνεχείς νυχθημερόν οδοιπορίες και τα καραούλια, που τους είχαν ολοσχερώς εξαντλήσει.

Αντίστοιχα επεισόδια κωλυσιεργίας, αλυσιδωτών αντιδράσεων ή και βιαιοπραγιών από την οθωμανική πλευρά, πότε στα σύνορα και πότε πιο μέσα, επαναλαμβάνονταν με αδιάκοπο ρυθμό, με την κρίση ενίοτε να κορυφώνεται. Αυτά και άλλα πολλά συνέβησαν σε όλη τη διάρκεια της περιόδου 1878-1881, που έφθασε κάποτε έως και τα όρια της ένοπλης σύγκρουσης με την Τουρκία.

Εντέλει, η ατελής προσάρτηση της Θεσσαλίας, χωρίς την επαρχία της Ελασσόνας και ενός τμήματος της Ηπείρου, και η ένταξή τους στον εθνικό κορμό πραγματοποιήθηκε με ειρηνικό τρόπο, ως αποτέλεσμα μακροχρόνιων και εξίσου εξαντλητικών διπλωματικών διεργασιών, που ξεκίνησαν από το Συνέδριο του Βερολίνου και έληξαν με βάση τις διατάξεις της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης (12 Μαΐου 1881).

Όπως έχουμε ξαναγράψει, η ελληνοτουρκική σύμβαση βάσει του πρώτου της άρθρου προέβλεπε με σαφήνεια τα νέα σύνορα. Ο ακριβής προσδιορισμός της νέας οροθετικής γραμμής θα γινόταν επί τόπου με την εποπτεία διεθνούς επιτροπής στην οποία συμμετείχαν οι έξι επιτετραμμένοι των Μεγάλων Δυνάμεων και των ενδιαφερομένων χωρών. Βάσει των άρθρων της η εκκένωση των έξι παραχωρούμενων τμημάτων θα γινόταν σταδιακά. Τελευταία θα γινόταν η παραχώρηση του Βόλου, επειδή χρειαζόταν περισσότερος χρόνος για την εκκένωση της Θεσσαλίας από τον οθωμανικό στρατό και το πολεμικό υλικό, που στη συνέχεια θα μεταφερόταν, μέσω του λιμανιού του.
Η παράδοση της Θεσσαλίας- αφού είχε προηγηθεί της Άρτας στις 5 Ιουλίου- άρχισε με την είσοδο του ελληνικού στρατού στον Δομοκό στις 8 Αυγούστου, συνεχίστηκε με το Σμόκοβο, την Καρδίτσα, το Φανάρι, τα Τρίκαλα, τον Αλμυρό, τη Λάρισα και ολοκληρώθηκε στον Βόλο στις 2 Νοεμβρίου 1881.

Η συνολική επιφάνεια που προσαρτήθηκε ανερχόταν σε 13.395 τ.χλμ. (12.258 της Θεσσαλίας και 1.136 της Άρτας), που αύξανε την έκταση του ελληνικού κράτους κατά 26,7% και τον πληθυσμό του κατά 300.000 κατοίκους. Η κατάληψη των νέων εδαφών, εκτός από μεμονωμένα επεισόδια, διεκπεραιώθηκε ομαλά. Παντού οι κάτοικοι υποδέχονταν με ξέφρενο ενθουσιασμό τον ελληνικό στρατό.
Ο επίλογος της παράδοσης γράφηκε με συναρπαστικό τρόπο, όπως τον περιέγραψαν αρκετοί ανταποκριτές εφημερίδων που είχαν φθάσει για το σκοπό αυτό στον Βόλο από την παραμονή. Ο ανταποκριτής του Νεολόγου, που ταξίδεψε από την Κωνσταντινούπολη για το σκοπό αυτό, έγραψε, μεταξύ άλλων:
«Την υπερβάλλουσαν σκιάν της πολιτικής εικόνας της Ελλάδος εμετρίασεν μικρόν το γλυκύ φως, όπερ έχυσεν η κατάληψις του Βώλου, εν πάση ηρεμία επιτελεσθείσα. Ο Παγασητικός κόλπος και αι χαριέσταται κώμαι του Πηλίου, ας τινας ο μακρόθεν θεώμενος τον Βώλον υπολαμβάνει ως σμήνη λευκών περιστερών, πλανουμένων επί τάπητας χλοερωτάτους, επέβησαν νέα ελευσίνια μυστήρια, εν οίς έλαμψεν εν φωτεινοτάτη περιβολή εις τους οφθαλμούς των προσκυνητών ο κατεξοχήν θεός της Ελλάδος και των Ελλήνων».

*«Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο της υπογράφουσας, Ιστορικά Ημιτόνια. Η επανάσταση στη Θεσσαλία το 1878 με το βλέμμα των προξένων, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2021. Η μελέτη αυτή στηρίζεται κυρίως στο αρχειακό υλικό του Διπλωματικού Ιστορικού Αρχείου (ΥΔΙΑ) του Υπουργείου Εξωτερικών.

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.
Γίνετε μέλος στο κανάλι Magnesianews στο Messenger για όλες τις τελευταίες ειδήσεις.