«Αργυρά Όνειρα»: Το ιστορικό-ηθογραφικό μυθιστόρημα της Αργυρώς Μάμαλη – Κοπάνου

ΕΞΩΦΥΛΛΟ.cdr
ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ

Της Ελένης Δικαίου

Η Αργυρώ Μάμαλη Κοπάνου, ερευνήτρια λαϊκού πολιτισμού, αρθρογράφος και συγγραφέας βιβλίων τα οποία αναφέρονται στην Ελληνική Λαϊκή Παράδοση, μας παρέδωσε πριν λίγο καιρό ένα καινούργιο έργο. Τίτλος του : Αργυρά Όνειρα. Πιστή στην αγάπη της για την Παράδοση και τον Λαϊκό Πολιτισμό, αυτή την φορά επιχειρεί να τα συνδυάσει και τα δυο με τον μύθο, εγκιβωτίζοντάς τα σε ένα μυθιστόρημα το οποίο διαδραματίζεται στην «σαγηνευτική» όπως την χαρακτηρίζει η ίδια Ανατολική Θράκη, αλλά και στην Ελλάδα των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα.
Η συγγραφέας επιλέγει ως αφηγητή της ιστορίας την γιαγιά της Αργυρή.
Η Αργυρή ζει στον προσφυγικό συνοικισμό του Βόλου την Νέα Ιωνία. Το 1970, αν και μεγάλη πια στην ηλικία, αποφασίζει να πάει να συναντήσει τις δύο αδελφές της την Λένη και την Ρήνη, οι οποίες ζουν στην Γαλλία και έχουν περάσει σαράντα χρόνια από τότε που τις είδε για τελευταία φορά.
Όλα αυτά τα χρόνια οι τρεις αδελφές δεν έχουν σταματήσει να αλληλογραφούν. Η Αργυρή φυλάει με ευλάβεια θρησκευτική τα ταχυδρομικά δελτάρια που τις στέλνουν από το Παρίσι και δεν παραλείπει στα δικά της γράμματα να βάλει και δυο τρία φυλλαράκια από εκείνα τα παλιά ημερολόγια του τοίχου, που είχαν στο πίσω μέρος στίχους για την ξενιτειά την, φιλία ,τον έρωτα.
Κι ενώ το τραίνο στο οποίο επιβιβάζεται η Αργυρή διασχίζει την Ευρώπη προς τον βορρά , κάποιες άλλες ράγες αόρατες την ταξιδεύουν σε αντίθετη κατεύθυνση στον χώρο και στον χρόνο. Αυτή την φορά δεν είναι η Νέα Ιωνία , ο Βόλος με τον εμβληματικό σταθμό του, έργο του Ντε Κίρικο η αφετηρία, αλλά μια όμορφη κωμόπολη στα παράλια της θάλασσας του Μαρμαρά.
Το όνομά της είναι Κούμπαο ή Χρυσάμπελο στα ελληνικά -δεν θα του ταίριαζε καλύτερο , είναι γνωστό άλλωστε το γλυκόπιοτο Θρακιώτικο κρασί, με κρασί από την Ίσμαρο πόλη της Θράκης μέθυσε ο Οδυσσέας τον Κύκλωπα. Οι κάτοικοί του είναι όλοι Έλληνες, με ελάχιστους Τούρκους ανάμεσά τους υπάλληλους των αρχών με τις οικογένειές τους.
«Ευλογημένος τόπος! Εύφορη γη γόνιμη καρπερή , γεμάτη αμπέλια, μποστάνια, καρυδιές και κερασιές. Κάτω απ’ τον λαμπερό ήλιο κάρπιζαν όλα τα καλά του Θεού, σιτάρι , κριθάρι , βρώμη, φακές ,κουκιά ,φασόλια, ρεβύθια, όλα ευδοκιμούσαν στα αφράτα χώματα με το νερό που έρεε άφθονο» λέει η συγγραφέας.
Κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου η οικογένεια της Αργυρής , ο πατέρας της Γιαννακός Βογιατζής αμπελουργός , κτηματίας και έμπορος , η σοφή γιαγιά Μπαλάσα με τα γιατροσόφια της, η Κανέλα σύζυγος του Γιαννακού με τις νοικοκυροσύνες της και την Τσιβούλα την αεικίνητη βοηθό της, οι τρεις κόρες τους, ο αρραβωνιαστικός της μιας απ’ αυτές της Λένης ο κουρέας Νικολός με την μητέρα του και μετά ένα- ένα τα πρόσωπα όχι μόνο της κωμόπολης αλλά και συγγενείς από γειτονικά μέρη δεμένοι όλοι με τις κοινές παραδόσεις σε μια ζωή ήρεμη και αρμονική. Μέσα από τις αναμνήσεις της Αργυρής ξεδιπλώνονται ήθη και έθιμα , αρραβώνες και πανηγύρια, γιορτές, ξωκλήσια στολισμένα με λουλούδια, άγιοι που γιορτάζονται με ευλάβεια και δίνουν την ευκαιρία για γλέντι και φαγοπότι , η χαρισάμενη ζωή ανθρώπων νοικοκυραίων, καλόβολων, εργατικών που χαίρονται τους καρπούς των κόπων τους και νοιάζονται ο ένας για τον άλλο «΄Έλληνες και Τούρκοι μαζί αγαπημένοι στην ίδια πατρίδα , δεν τους χώριζε τίποτε δεν ζητούσε τίποτε ο ένας απ’ τον άλλον . Κοινός αγώνας για την ζήση την δική τους και των οικογενειών τους» όπως λέει η συγγραφέας.
Όλα αυτά μέχρι το καλοκαίρι του 1912, όταν οι ειρηνικοί κάτοικοι του Χρυσάμπελου βρίσκονται στην δίνη της βουλγαροτουρικής σύγκουσης.
Μέσα από το αρχείο του συμπατριώτη τους Αγίου των Θρακιωτών, Γρηγορίου Καλλίδη, που πάντα τους φρόντιζε και τους προστάτευε, ξετυλίγονται τα μετέπειτα τραγικά γεγονότα…
Η οικογένεια του Γιαννακού και οι συγχωριανοί τους παρασύρονται από το ποτάμι της ιστορίας, ώσπου μαζί με έναν μεγάλο αριθμό του ελληνικού πληθυσμού της ανατολικής Θράκης αναγκάζονται να εκπατριστούν. Ο Γιαννακός με τους δικούς του καταφεύγει στην Βόλο . Η παραμονή της οικογένειας εκεί για 6 χρόνια δίνει στην ευκαιρία στην συγγραφέα να αναφερθεί στην πόλη και το λιμάνι του Βόλου εκείνης της εποχής.
«…ο Βόλος δεν αποτελεί μόνο εμποροβιομηχανικό κέντρο με μια οικονομία δυναμική αλλά διεκδικεί θα λέγαμε τα πρωτεία ανάμεσα σε άλλες επαρχιακές πόλεις στην δημιουργία πνευματικής ζωής…» επισημαίνει σε κάποιο σημείο.
Με το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, οι πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης επιστρέφουν στον τόπο τους , ελπίζουν να ζήσουν ήσυχα και ειρηνικά όμως τους διαψεύδει η τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Για άλλη μια φορά αναγκάζονται να αφήσουν την γη των προγόνων τους, τα σπίτια και τα υποστατικά τους , σοδειές αμάζευτες , τις εκκλησίες τους και τα ιερά και να φύγουν κυνηγημένοι . Η οικογένεια του Γιαννακού επιστρέφει στον Βόλο και εγκαθίσταται, οριστικά πια, στον προσφυγικό συνοικισμό της πόλης, την Νέα Ιωνία .Από τις τρεις κόρες του μόνο η Αργυρή μένει μαζί με τους γονείς της καθώς οι άλλες δυο παντρεύονται και ζουν στην Γαλλία, είναι γνωστό άλλωστε ότι πολλοί από τους κοσμοπολίτες Μικρασιάτες και Ανατολικοθρακιώτες είχαν επικοινωνία με την Ευρώπη και την Αμερική και κατέφυγαν εκεί μετά την καταστροφή.
Καθώς τα χρόνια περνούν, η Νέα Ιωνία Βόλου από μια πόλη κατατρεγμένων ανθίζει σιγά σιγά, με την εργατικότητα, την δημιουργικότητα , την πίστη, την αλληλοβοήθεια των προσφύγων και μετατρέπεται σε μια πόλη, η οποία προοδεύει και ομορφαίνει κάθε μέρα και πιο πολύ. Το ίδιο και η οικογένεια του Γιαννακού, η συγγραφέας αναφέρει την πορεία και την συμβολή του κάθε μέλους της σε αυτό το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θαύμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού ,να μετατρέπουν όπως αναφέρει χαρακτηριστικά την δυστυχία σε χαμόγελο και να στήνουν την ζωή τους από την αρχή.
Κάπου εκεί τελειώνει το διπλό ταξίδι της Αργυρής από το Χρυσάμπελο της Ανατολικής Θράκης στην Νέα Ιωνία κι από κει στον σταθμό της Γκαρ ντε Λυών όπου συγγενείς της την περιμένουν για να την πάνε να συναντήσει τις αδερφές της.
«Σε περιμένουν Αργυρή…, της λέει ο Νικολός ο άντρας της Λένης Από τότε που ξεκίνησες να ρθεις είν κι οι δυο μέρα νύχτα μαζί. Κλαίνε… Κλαίνε, θ’ μούνται, ονειρεύονται και ταξιδεύ’νε. Ξέρεις που»
«Ξέρω ,ξέρω Νικολό μ’ Δεν πήγαν μόνες οι δυο τ’ ς, ήμουν κι εγώ μαζί τ’ς»
Και κλαίει και κείνη.
Εδώ τελειώνει ουσιαστικά και το βιβλίο της Αργυρώς Μάμαλη – Κοπάνου κι αναρωτιέται κανείς, άραγε το Χρυσάμπελο εγκιβωτίζεται στον ταξίδι ή το ταξίδι εγκιβωτίζεται στο Χρυσάμπελο; Νομίζω το δεύτερο , η Αργυρή θυμάται, η συγγραφέας καταγράφει με μια ευαισθησία η οποία ξεπερνάει αυτή του «καταγραφέα» και γίνεται τέχνη, ενώ ταυτόχρονα ο δεσμός της με τον τόπο και τους ανθρώπους του της δίνει την δυνατότητα του αφηγητή «αυτόπτη μάρτυρα». Κι έτσι η Αργυρώ Μάμαλη – Κοπάνου μας δίνει ένα βιβλίο λιβανωτό στην πατρίδα των προγόνων της το Κούμπαο ή Χρυσάμπελο της Ανατολικής Θράκης, όμως όπως και να το πει κανείς σκορπίζει ολόγυρα την γλυκιά μυρωδιά των αξέχαστων πατρίδων μας κι αυτή η μυρωδιά είναι για όλους!

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.
Γίνετε μέλος στο κανάλι Magnesianews στο Messenger για όλες τις τελευταίες ειδήσεις.