Η άνθιση της υφαντικής στη νεότερη Ελλάδα: Το πρόβλημα της εκπαίδευσης και οι σύγχρονες προοπτικές

ΜΟΙΡΑΣΟΥ ΤΟ

Της Μαρίας Κ. Σπανού

Στην Ελλάδα κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, την εποχή  που στις κοινότητες του εσωτερικού και του εξωτερικού ακμάζουν το εμπόριο, η αγροτική οικονομία, η βιοτεχνία και η ναυτιλία, ανθεί και η λαϊκή τέχνη σε πολλούς τομείς  (αρχιτεκτονική, ζωγραφική, γλυπτική, αργυροχρυσοχοΐα, μεταλλοτεχνία, κεραμική, παραδοσιακές φορεσιές, κεντητική και υφαντική). Τα υφαντικά έργα, αυθόρμητες δημιουργίες των ανθρώπινων χεριών, νυχθημερόν ανταποκρίνονται  στο αίτημα της ένδυσης και του σπιτιού. Για δυο περίπου αιώνες, η ανθρώπινη  καλαισθησία και δεξιοτεχνία  πλουτίζει τη ζωή των ανθρώπων, προσφέροντας χαρά και ζωντάνια στην καθημερινότητά τους. Με την εκβιομηχάνιση, τα στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού παραμένουν εντονότερα στους αγροτικούς ή ημιαστικούς πληθυσμούς, όπου οι αλλαγές  εισχωρούν με καθυστέρηση απ’ ότι στα αστικά κέντρα. Έτσι, ο αργαλειός διατηρείται ως  η σημαντικότερη μηχανή για την οικιακή οικονομία σε όλη την Ελλάδα, σχεδόν έως και τη δεκαετία  του 1970. Στο μεταξύ, στα τέλη του 19ου – αρχές του 20ού αιώνα, όπου η γενική τάση ήταν εκσυγχρονισμός και ανανέωση,  είχαν ιδρυθεί  θεσμοί με στόχο τη διατήρηση του λαϊκού πολιτισμού, όπως το Εθνικό Iστορικό Μουσείο της Eθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδας (1882) και το πρώτο Λαογραφικό Μουσείο στην Ελλάδα  (1918) με πρωτοβουλία του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη και του αρχαιολόγου Κωνσταντίνου Κουρουνιώτη. Μεταξύ άλλων, ιδρύεται ο θεσμός του Λυκείου των Ελληνίδων (1911), το Μουσείο Μπενάκη (1930), το Μουσείο Ελληνικών Χειροτεχνημάτων (1918) που το 1959 ονομάζεται «Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης»,  με πρώτη διευθύντρια τη γνωστή λαογράφο Πόπη Ζώρα. Στη συνέχεια,  ιδρύονται και άλλα ιδρύματα, λαογραφικά μουσεία και συλλογές,  που στις τελευταίες δεκαετίες αυξήθηκαν κατακόρυφα.

Η υφαντική στη λαϊκή τέχνη κατέχει περίοπτο θέση. Στην τέχνη του αργαλειού, όπως και στο κέντημα κυριαρχεί η φυσιοκρατική και αφηγηματική αντίληψη. Ο διάκοσμος ακολουθείται στα  κάθε είδους μάλλινα χρηστικά και διακοσμητικά υφαντά  (χράμια, κιλίμια, πατανίες, καρπέτες, βελέντζες, ανδρομίδες, καραμελωτά μάλλινα κλινοσκεπάσματα, ενδυμασίες, διακοσμητικά είδη κ.ά.). Στις φυτικές παραστάσεις κυριαρχούν ταινίες από τουλίπες, υάκινθοι, τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα.  Συνήθεις είναι οι συνθέσεις ανατολίζουσας παράδοσης σε συνδυασμό με ελληνικά σύμβολα από τις θρησκευτικές δοξασίες του ελληνικού λαού, όπως ο σταυρός, οι γοργόνες, το ανθρωποκέφαλο πουλί, ο δικέφαλος αετός κ.ά. Επίσης, ιστορημένες σκηνές, αφηγηματικές παραστάσεις, σκηνές ευφρόσυνες, ενδιάμεσα από φυτικά ή ζωικά μοτίβα, αποτελούν πρωτότυπες διακοσμητικές συνθέσεις στα μαξιλάρια, τα τζακόπανα, τους κρεβατόγυρους, τα τραπεζομάντηλα, τους καναπεδόγυρους, τα κασελοσκεπάσματα, τις ποδιές και τις επιτοίχιες πάντες. Άλλοτε, εικονίζονται ήρωες από τους αγώνες στην περίοδο της Τουρκοκρατίας ή του Βυζαντίου, άνθρωποι των θρύλων, άγιοι προστάτες, η βασιλική οικογένεια, η Ακρόπολη και πολύ συχνά η Αγιά Σοφιά.

Αντίθετα, τα μάλλινα και βαμβακερά σκεπάσματα (χράμια, καρπέτες, μπατανίες, σεντόνια) κοσμούνται με επαναλαμβανόμενες αυστηρές ταινίες.  Μεγάλες διαφορές εντοπίζονται στις νησιωτικές και τις ορεινές περιοχές με σαφή γνωρίσματα της γεωγραφικής ιδιομορφίας και της ιδιαιτερότητας των υλών. Χαρακτηριστικό αυτής της ποικιλομορφίας είναι η  υφαντική  του Πηλίου και της  Θεσσαλίας, που  την ίδια περίοδο γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση σε όλα σχεδόν τα διαμερίσματα.

 Τον  χρωματικό κόσμο των θεσσαλικών υφαντών περιγράφει με ποιητική διάθεση αλλά και στοχασμό, ο Κίτσος Μακρής: «Όπως αντικρύζεις από τα κορφοβούνια των θεσσαλικών βουνών τον καρπερό κάμπο της Θεσσαλίας, σου φαίνεται πως είναι στρωμένος μ’ ένα απέραντο υφαντό κιλίμι πάνω στο οποίο η Φύση κι ο Άνθρωπος ύφαναν λογής-λογής ξόμπλια. Χωράφια και μποστάνια, ποτάμια και ξεροτοπιές, σχηματίζουν γοητευτικούς χρωματικούς και σχεδιαστικούς συνδυασμούς, που καταλήγουν στα θυσανωτά κρόσσια των βουνοκορφών και των αιγαιοπελαγίτικων ακτών. Κι όταν περπατήσεις το χώρο τούτο βλέπεις, πως όλη η κοινωνική και οικογενειακή ζωή των ανθρώπων του, είναι τυλιγμένη στη ζεστασιά του σπιτικού υφαντού. Στη γέννηση και στο θάνατο, στο γάμο και στο πανηγύρι, στη δουλειά και στην ξεκούραση, κάποιο υφαντό θα προσφέρει τη ζεστή μαλακότητα και το χρωματικό του χαμόγελο. (Μακρής Κ., Τα υφαντά της Θεσσαλίας, ΕΟΕΧ, Αθήνα 1961).

Η υφαντική έως το πρώτο μισό του 20ού αιώνα διδασκόταν από γενιά σε γενιά. Oι κοπέλες μάθαιναν την τέχνη του αργαλειού από τις παλιότερες. Οικονομικοί και κοινωνικοί λόγοι επέβαλαν αυτήν την «υποχρεωτική» εκπαίδευση, που εξυπηρετούσε και ανάγκες κοινωνικοποίησης των γυναικών. H δημοτική μας ποίηση αφιέρωσε πολλούς στίχους στην τέχνη του αργαλειού. Στις πρώτες δεκαετίες του β΄μισού του 20ού αιώνα, μετά την υποχώρηση της οικιακής οικοτεχνίας, η υφαντική μαραζώνει. Αναπτύσσεται  η κλωστοϋφαντουργία που μαζί με την ταπητουργία και τη μεταξουργία αποτελούν έναν από τους παραδοσιακούς κλάδους της παραγωγικής οικονομίας της χώρας μας. Όμως το περιβάλλον δεν ήταν και ιδιαίτερα  ευνοϊκό για την παραγωγική συνέχεια. Οι μόνοι δημόσιοι υποστηρικτικοί οργανισμοί, που, μέσω της εκπαίδευσης, συνέχισαν να παρέχουν δυνατότητες συνέχισης αυτής της τέχνης  ήταν ο ΕΟΠ και ο ΕΟΜΜΕΧ. Στον ΕΟΠ μεταξύ των προνοιακών δομών  που διατηρήθηκαν για παραπάνω από  40 χρόνια, σε 20 νομούς της χώρας λειτούργησαν Σχολές Ταπητουργίας και Κιλιμοποιίας, ως εκπαιδευτικές και παραγωγικές μονάδες. Ο ΕΟΜΜΕΧ  προσπαθώντας να κρατήσει ζωντανή την παράδοση της ταπητουργικής τέχνης, διατήρησε σε ακριτικές, ορεινές και νησιώτικες περιοχές της χώρας ταπητουργικά εργαστήρια με 300 περίπου υφάντριες, σχολές, που  προ πολλού έκλεισαν. Οι αγρότισσες υφάντριες έμειναν άνεργες. Οι αργαλειοί απέμειναν ως εκθέματα λαογραφικών συλλογών ή σιωπηλά απομεινάρια του παρελθόντος.

Τελευταία, η εκπαίδευση της υφαντικής στον τόπο μας φθίνει. Υπάρχουν βέβαια αξιόλογες ιδιωτικές πρωτοβουλίες αλλά δεν αρκούν. Στην Ελλάδα  δεν υπάρχει εξειδικευμένο πανεπιστημιακό τμήμα. Για να σπουδάσει  κάποιος υφαντική  πρέπει να πάει στο εξωτερικό. Η μόνη σχετική με την υφαντική εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι το Τμήμα Κλωστοϋφαντουργών Μηχανικών Τ.Ε. του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής  και το Τμήμα «Δημιουργικού Σχεδιασμού και Ένδυσης» (Κιλκίς) που ανήκει στη Σχολή Επιστημών Σχεδιασμού του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος. Η ελληνική υφαντική είναι κομμάτι της εθνικής μας κληρονομιάς και μπορεί να αποτελέσει για τους νέους μελετητές – σχεδιαστές του υφάσματος μια ουσιαστική πηγή έμπνευσης, για σύγχρονες πρωτοποριακές δημιουργίες σχεδιασμού.

Σήμερα είναι αδιαμφισβήτητο ότι η μυστηριακή έλξη της υφαντικής σε χειροποίητους αργαλειούς εξακολουθεί ν’ αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού από μεγάλο αριθμό ευαισθητοποιημένων πολιτών ανά την υφήλιο και, ευτυχώς, και στην Ελλάδα. Στο Λύκειον των Ελληνίδων Βόλου, η από δεκαεπταετίας αναβίωση της υφαντικής, μαζί με τις άλλες παραδοσιακές τέχνες που διδάσκονται στα εργαστήριά του (κέντημα, πλεκτική, ραπτική), εντάσσεται στην τάση αυτή. Είναι αλήθεια ότι οι συγκυρίες δυσκολεύουν. Δεν υπήρξε έως τώρα καμία κρατική αρωγή. Παρόλα αυτά, το ΛΕΒ όσο μπορεί, αντιστέκεται και δημιουργεί. Έτσι, στην καρδιά της πόλης του Βόλου χτυπούν οι αργαλειοί του. Μια πρόταση που απευθύνεται σε κάθε ηλικίας άνδρες και γυναίκες που θέλουν να ανατρέξουν στις ρίζες τους και να δώσουν ξανά ζωή στη «μητέρα των τεχνών». Εκπαίδευση συνοδευμένη από σειρά παράλληλων δράσεων, όπως το μουσειοπαιδαγωγικό πρόγραμμα «κλώθοντας…και υφαίνοντας» για μαθητές της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης,  με στόχο  τα παιδιά ν’ αγαπήσουν τον αργαλειό, τα χρώματα, τα νήματα, την τέχνη αυτή καθαυτή. Το ενδιαφέρον καταγράφεται ελπιδοφόρο.

Κοντολογίς, η ιστορία του πολιτισμού μας είναι συνυφασμένη με το ύφασμα και την ενδυμασία. Ο Γκαίτε είπε ότι η υφαντική ξεχωρίζει τον άνθρωπο από το ζώο.  Ο αγώνας της διατήρησής της μπορεί να δοθεί μόνο  μέσω της  εκπαίδευσης, ως ένα δημιουργικό μάθημα ζωής με στόχο την επαφή των νέων γενεών με μία τέχνη, που απειλείται από αφανισμό. Και εμείς που καταπιανόμαστε με το λαϊκό πολιτισμό έχουμε υποχρέωση να κρατήσουμε ζωντανή την απαξιωμένη  αυτή τέχνη.  Και αναθαρρούμε όταν βλέπουμε ευοίωνα σημάδια. Πρωτοβουλίες που βάζουν ξανά στο επίκεντρο το στοίχημα της επανεκκίνησης της ελληνικής χειροτεχνίας.

Φέτος, το Λύκειο των Ελληνίδων Βόλου επιλέχτηκε να φιλοξενήσει το «Πιλοτικό Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα του Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ. του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας για την ανάπτυξη δεξιοτήτων που σχετίζονται με τη χειροτεχνία» και συγκεκριμένα του κλάδου της Υφαντικής. Το πρόγραμμα εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρύτερης Δράσης του Υπουργείου Πολιτισμού με τίτλο: «Αναζωογόνηση των τοπικών χειροτεχνικών μονάδων ως κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης» του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας Ελλάδα 2.0.». και στην ταυτόχρονη δημιουργία 19 δομών κατάρτισης στην υφαντική, κεραμική και ξυλοτεχνία σε όλη την Ελλάδα. Το πολύ ενδιαφέρον αυτό πιλοτικό πρόγραμμα της Υφαντικής που, ήδη, ξεκίνησε στον χώρο των εργαστηρίων του Λυκείου μας έχει θεωρητική και εργαστηριακή κατάρτιση δύο εξαμήνων συνολικής διάρκειας 1040 ωρών. Στόχος της θεωρίας είναι να προσφέρει στις συμμετέχουσες στο πρόγραμμα θεωρητικές γνώσεις σε τομείς που αφορούν στην ιστορία της υφαντικής και του υφάσματος στην Ελλάδα αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, την επεξεργασία των πρώτων υλών για την κατασκευή υφασμάτων αλλά και σε τομείς που αφορούν γενικότερα ζητήματα επιχειρηματικότητας και σε θέματα παραδοσιακών τεχνικών και διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Στο εργαστηριακό κομμάτι του προγράμματος οι συμμετέχουσες θα γνωρίσουν τις διάφορες τεχνικές ύφανσης, απαραίτητες για την ανάπτυξη δεξιοτήτων και τη δόμηση της δικής τους δημιουργικής γλώσσας. Ταυτόχρονα θα διδαχθούν τις τεχνικές επεξεργασίας των πρώτων υλών και μεθόδους βαφικής ώστε να είναι σε θέση να σχεδιάζουν και να υλοποιούν υφάσματα με χρήση αργαλειού αλλά και τις τεχνικές ψηφιακού σχεδιασμού και παραγωγής υφασμάτων.

Το πρόγραμμα αυτό πολλά υπόσχεται. Μακάρι οι τέχνες αυτές να μπουν πιο δυναμικά στα ελληνικά πανεπιστήμια. Μακάρι η επανάκαμψη της λαϊκής τέχνης,  η οποία μπορεί να γίνει επαναστατική και να προκαλέσει όχι μόνο μεταμορφώσεις στο δημόσιο χώρο αλλά και ανάπτυξη, να κερδηθεί. Το έδαφος ως προς το συλλογικό ενδιαφέρον και τα νέα τεχνολογικά μέσα είναι πρόσφορο.

Ενδεικτική βιβλιογραφία για την υφαντική στη Θεσσαλία:

  • Λύκειον των Ελληνίδων Βόλου, «Μια περιδιάβαση στην υφαντική του τόπου μας», Ημερολόγιο 2024, Βόλος 2023.
  • Πόπη Ζώρα, «Η άνθιση της λαϊκής τέχνης», περ. Επτά Ημέρες (Καθημερινή),11.6.1995, σ.2-3.
  • Κίτσος Μακρής «Τα υφαντά της Θεσσαλίας» στο Η λαϊκή τέχνη του Πηλίου, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1976, σ. 223-231.
  • Κίτσος Μακρής, Υφαντά Θεσσαλίας, ΕΟΕΧ, Αθήνα 1961.
  • Γ. Χουρμουζιάδης, Π. Άτζακα, Κ. Μακρής, Μαγνησία, το χρονικό ενός πολιτισμού, εκδ. Καπόν, Αθήνα 1982, σ. 258-260

 

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.
Γίνετε μέλος στο κανάλι Magnesianews στο Messenger για όλες τις τελευταίες ειδήσεις.