Της Μαρίας Σπανού
Στον Βόλο η αυλαία της καλλιτεχνικής ζωής είχε ανοίξει δειλά στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά την απελευθέρωση. Επρόκειτο, ασφαλώς, αρχικά για μεμονωμένες καλλιτεχνικές προσπάθειες που παρουσίασαν μια συγκρατημένη εξέλιξη από ένα παραδοσιακό και γνώριμο ύφος σε μια καινοφανή μορφολογία, εξαιτίας της επίδρασης δυτικών προτύπων. Ο νέος αιώνας βρίσκει την πόλη στη φάση της αστικοποίησης και της οικονομικής της μεταμόρφωσης· γεγονός, που επιβάλλει ένα νέο τρόπο ζωής, και συντελεί στην εμπέδωση μιας δυτικότροπης τέχνης, λόγω και των ποικίλων σχέσεων που αναπτύσσονται με πνευματικές και καλλιτεχνικές προσωπικότητες του κέντρου·συχνά και με καλλιτέχνες που προέρχονται από ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Με την πάροδο του χρόνου, η εδραίωση της αστικής τάξης ενδυναμώνει τις καλλιτεχνικές τάσεις. Βεβαίως, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι γνωστοί ευνοϊκοί σύμμαχοι, που είναι οι φυσικές καλλονές της περιοχής, οι συγκοινωνίες από ξηρά και από θάλασσα, η ανθούσα βιομηχανία, το αναπτυγμένο εμπόριο και η οικονομική ευημερία.
Εξίσου ευτυχής συγκυρία είναι και η δράση σημαντικών τοπικών φορέων, όπως ο Σύλλογος Φιλοτέχνων και ο τότε Δήμος Παγασών. Είναι αυτοί που ενεργοποίησαν την προσπάθεια των ανθρώπων της διανόησης που ζούσαν στον Βόλο, καλλιεργώντας το έδαφος για να υποδεχθεί και να προωθήσει τα όσα ακολούθησαν.
Ο Σύλλογος Φιλοτέχνων Βόλου αποτελεί τη μετεξέλιξη του αρχικού «Καλλιτεχνικού Συνδέσμου», που ιδρύθηκε το 1916 μετονομασθείς στη συνέχεια σε «Σύλλογο Ερασιτεχνών Καλλιτεχνών Βόλου», και πήρε την οριστική του μορφή το 1923 με την επωνυμία «Σύλλογος Φιλοτέχνων Βόλου» για να συμπεριλάβει και τους επαγγελματίες καλλιτέχνες.[1] Κύριος σκοπός του ήταν η δραστηριοποίησή του στους τομείς της μουσικής, του θεάτρου, της λογοτεχνίας και της καλλιτεχνίας γενικά, με στόχο την ανάδειξη και την καλλιέργεια των τεχνών. Επειδή, όμως, η διοίκηση του Συλλόγου απαρτίζονταν στην πλειονότητά της από ζωγράφους, ήταν φυσικό να εστιάσουν το ενδιαφέρον τους στην οργάνωση εκθέσεων ζωγραφικής, χαρακτικής και γλυπτικής και να καταστήσουν τον Βόλο, πρωτοπόρο στα εικαστικά, που άνθισαν στην περίοδο του μεσοπολέμου.
Το 1925 είναι μια πολύ σημαντική χρονιά. Μεταξύ σπουδαίων καλλιτεχνικών γεγονότων, με πρωτοβουλία των Φιλοτέχνων ιδρύεται η Σχολή Ζωγραφικής Βόλου· ένα κορυφαίο εκπαιδευτικό και πολιτιστικό γεγονός, που τουλάχιστον για την ελληνική περιφέρεια δεν έχει προηγούμενο. Εμπνευστής της ο σπουδαίος λόγιος και ζωγράφος Γεράσιμος Βώκος (1868-1927), μια πολυτάλαντη και κοσμοπολίτικη προσωπικότητα, που, δημιουργώντας πνευματικούς δεσμούς με τον Βόλο, βρέθηκε στην περίοδο αυτή στην πόλη συμβάλλοντας καθοριστικά στην πνευματική άνθισή της. Ο Βώκος με τη λειτουργία της Σχολής φαντάστηκε «την ίδρυση Θεσσαλικής Σχολής Καλών Τεχνών, με την συγχώνευση του Ωδείου Βόλου και των δραστηριοτήτων του Συλλόγου Ερασιτεχνών». Η προεδρία της Σχολής ανατέθηκε στον ήδη γνωστό καλλιτέχνη Κώστα Γκέσκο (1875-1951), ο οποίος είχε εγκατασταθεί από το 1912 στον Βόλο, έχοντας ήδη τη φήμη μεγάλου ζωγράφου, λόγω της συμμετοχής του, το 1909, στην έκθεση του Παρισιού «Salon d’ Automne». Η παρουσία του Γκέσκου για 40 περίπου χρόνια στην πόλη ως μια ξεχωριστή προσωπικότητα βάρυνε ποικιλοτρόπως τις επιλογές της καλλιτεχνικής της κίνησης.[2]
Η διδασκαλία της Σχολής ανατέθηκε στους ζωγράφους: Γιώργο Κοσμαδόπουλο, Νικήτα Γρύσπο, Γκέσκο και Σπύρο Βυτωρόπουλο, ο οποίος ανέλαβε και τη διεύθυνση της Σχολής. Ο Γ. Κοσμαδόπουλος (1895-1967) ή «Κόσμος», ένας σημαντικός ιμπρεσιονιστής ζωγράφος εκ Ζαγοράς με πλούσια εικαστική δραστηριότητα, μ’ ένα μεστό καλλιτεχνικό έργο συνδύασε τα διδάγματα των ευρωπαϊκών πρωτοποριών με αναφορές στην ελληνική παράδοση. Με τον Βόλο συνδέθηκε στενά καθώς ανήκε εξαρχής στον πυρήνα των ντόπιων καλλιτεχνών και ένας από τους σταθερούς υποστηρικτές της πρωτόγνωρης εικαστικής του κίνησης.[3]
Ο Ν. Γρύσπος (1873-1974) που είχε εγκατασταθεί στον Βόλο από το 1920 ως καθηγητής Τεχνικών στο Πρακτικό Λύκειο, έχοντας αποφοιτήσει από το Σχολείο των Τεχνών με δασκάλους τους μεγάλους ζωγράφους της εποχής υπήρξε μια κεντρική καλλιτεχνική μορφή, πολυσχιδής και ακούραστη. Ανοίγει ατελιέ επί της οδού Βενιζέλου αρχικά, επί της Ορμινίου με Αλεξάνδρας αργότερα, εντάσσεται γρήγορα στην όλη προσπάθεια και γίνεται ο ποδηγέτης της καλλιτεχνικής κίνησης.[4]
Ο Σπ. Βυτωρόπουλος (1890-1981), ο οποίος είχε έρθει από το 1922 στον Βόλο, επίσης, ως καθηγητής Τεχνικών, απόφοιτος κι αυτός του Σχολείου των Τεχνών, έδωσε ώθηση στην καλλιτεχνική πρωτοπορία του Βόλου με ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Εγκατεστημένος σε ένα ήσυχο ατελιέ, κοντά στου Γρύσπου, εργαζόταν νυχθημερόν και η τέχνη του είχε γίνει δεκτή με ενθουσιασμό.[5] Πίσω από τη λειτουργία της Σχολής κρυβόταν βεβαίως η ευγενική και πολυσχιδής φυσιογνωμία του Κώστα Αλ.Αθανασάκη (1894-1926), προέδρου των Φιλοτέχνων.
Στα νεοιδρυθέντα τμήματα ζωγραφικής και πλαστικής προστέθηκε και εργαστήριο γυμνού. Mε ελάχιστα δίδακτρα εξασφάλιζαν στους σπουδαστές ως και ζωντανά μοντέλα για να μπορούν να εργάζονται συστηματικά, που εκείνη την εποχή δύσκολα βρίσκονταν και ήταν μια μεγάλη δαπάνη για τα πενιχρά έσοδα του Συλλόγου. Μάλιστα από τον Σεπτέμβριο του 1926 προστέθηκε και σειρά διαλέξεων με θέμα την αισθητική και την ανατομία, με σκοπό την πολυπίπεδη κατάκτηση της τέχνης.
Η είδηση της λειτουργίας της Σχολής ταξίδεψε μακριά, έξω από τα σύνορα της χώρας. Η λειτουργία της βρήκε από την αρχή ενθουσιώδεις υποστηρικτές, όπως ο Κώστας Μαλέας, ο οποίος σημειώνει: Η ίδρυση της Σχολής Ζωγραφικής στο Βόλο, αποτελεί μια ωραία χειρονομία, ένα βήμα στην συστηματική προσπάθεια των ανθρώπων, που ατενίζουν αχόρταγοι στην ανησυχία της γνώσης … Εις τον Βόλον δεν λείπουν εκείνοι oι σπάνιοι που διαισθάνονται την ωραίαν των αποστολήν. Ο μακαρίτης Αθανασάκης μας εχάρισεν ένα μουσείο. Έδωσε το καλό παράδειγμα της λατρείας της τέχνης. Τώρα περιμένομεν τον δωρητή μιας πινακοθήκης νεωτέρας ελληνικής τέχνης που να δείχνει την σύγχρονον δράσιν των Ελλήνων. Ο Σύλλογος Φιλοτέχνων, το Δημαρχείον έχουν αποκτήσει έργα ελληνικής ζωγραφικής-είνε ο πυρήνας της μελλούσης πινακοθήκης του Βόλου. Η πόλη Σας ας αποκτήση την πρώτην μετά τας Αθήνας Ελληνικήν Πινακοθήκην, θα είνε μια εκ του περισσού τιμή στον πολιτισμό…».[6] Η Σχολή λειτούργησε με μεγάλες προσπάθειες και θυσίες των Φιλοτέχνων. Προσέβλεπαν στην ενίσχυση των πλουσίων Βολιωτών. Και παρόλο που υπήρξε το καύχημα του Βόλου, δεν έτυχε της αναμενόμενης υποστήριξης. Έτσι, η Σχολή άντεξε οικονομικά μέχρι το 1929. Στη συνέχεια, μη μπορώντας ν’ αντιμετωπίσει άλλο τα λειτουργικά της έξοδα, δυστυχώς, έκλεισε.[7]
Την ίδια χρονιά (1925), οι εκθέσεις συνεχίζονται αθρόες με πρώτη του Νίκου Φερεκείδη και δεύτερη του Δήμου Μπραέσσα, δυο πολύ σημαντικών ιμπρεσιονιστών ζωγράφων. Ακολουθούν του Επαμεινώνδα Θωμόπουλου, καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών, του Αγήνορα Αστεριάδη, του Nικολάου Οθωναίου, κοινή του Γρύσπου και του Βυτωρόπουλου και του Γιώργου Γουναρόπουλου, μια έκθεση που έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής, στην οποία και θα επανέλθουμε.

[1] Βεκιαρέλης Αρ., «Γεράσιμος Βώκος», περ.Φιλότεχνος, Βόλος, τεύχ, ΙΑ΄-ΙΒ΄, Ιούνιος-Ιούλιος, 1927, σ. 335 και Πρασσά Αννίτα, Οι Φιλότεχνοι Βόλου, ΓΑΚ Μαγνησίας, Βόλος 2004, σ. 23-32.
[2] Λαζαρίδη Ανατολή, «Κώστας Γκέσκος», περ. Εν Βόλω, (αφιέρωμα στα εικαστικά), τεύχ. 4ο, Χειμώνας 2001, ΔΗΚΙ, Βόλος, σ. 31-33. Μεντζαφού-Πολύζου Όλγα, «Νεοελληνική τέχνη και Βολιώτες ζωγράφοι» στο ίδιο, ό.π., σ. 21-22.
[3] Αγαθονίκου Έφη, «Γ. Κοσμαδόπουλος», Εν Βόλω, ό.π., σ. 34-36. Στο ίδιο, επίσης, Μεντζαφού Ό., σ. 22-23.
[4] Περισσότερα βλ. Δραντάκη Χρύσα, «Ένας Κυκλαδίτης ζωγράφος στον Βόλο» στο Ημερολόγιο 2024 –αφιέρωμα στον Γρύσπο, Εταιρεία Θεσσαλικών Ερευνών, Βόλος σ. 29-42.
[5] Βογιατζής Φώτης, Η Θεσσαλική Ζωγραφική, (1500-1980), Αθήνα 1980, σ. 90-93 κ.ε.
[6] Μαλέας Κώστας, «Μια σχολή Ζωγραφικής στον Βόλο», εφημ. Θεσσαλία, Βόλος, 4.6.1926.
[7] Περισσότερα, Σπανού Μ., Η εικαστική πρωτοπορία του Βόλου στο μεσοπόλεμο, υπό έκδοση.



































