Του Θωμά Κοροβίνη
“Η τύχη μου χάρισε ένα παραδεισένιο κτήμα στους πρόποδες του Πηλίου, κοντά στο δρόμο που οδηγεί απ’ το χωριό των Άνω Λεχωνίων στο επίνειό τους, τα Πλατανίδια. Στην εύφορη πεδιάδα των Λεχωνίων δε γίνεται χειμώνα καλοκαίρι να θες καρπό, φρούτο ή ζαρζαβατικό εποχής και να μη μπορείς να το γευτείς. Εδώ, όλα τα μπερεκέτια του Θεού, κήποι λουλουδιασμένοι και άνθρωποι πρόσχαροι. (Ανταλλάσσουμε με την «καλημέρα» μας, γείτονες και φίλοι, τα καλούδια απ’ τα μπαξεδάκια μας, επικοινωνούμε με φερσίματα περασμένων δεκαετιών.
Συλλογιόμαστε με φίλους κάποιο ανοιξιάτικο πρωινό Σαββάτου αν θα διαλέξουμε την ανάβαση από τον σιδηροδρομικό σταθμό των Λεχωνίων προς τα αριστερά οδικώς για τον Άγιο Βλάσιο ή προς τα δεξιά με το βαγόνι του «Μουντζούρη» για την Γατζέα και τις Κάτω Μηλιές.
Πίνοντας τον καφέ μας δίπλα στο περίπτερο του σταθμού, η σκέψη σκαλώνει στη θύμηση μιας φωτογραφίας του 1903 με τον ζωγράφο Ντε Κίρικο, αγοράκι με κοντά παντελονάκια, να παρακολουθεί εκστατικός τα εγκαίνια του σταθμού κρατώντας απ’ το χέρι τον πατέρα του, αρχιμηχανικό και μαέστρο αυτού του σύγχρονου θαύματος, όπως και των άλλων σταθμών και των δώδεκα γεφυρών της γραμμής Βόλου – Πηλίου, που απ’ αυτές μία είναι πεντάτοξη, μια άλλη τρίτοξη κι αρκετές είναι λιθόκτιστες με λαξευτή μαρμαρόπετρα.
Αισθάνεσαι την ανεπάρκεια της γλώσσας, προφορικής ή γραπτής, να αποδώσει με επινόηση λεκτικών σχημάτων την επιτομή της απίστευτης, αειθαλούς ομορφιάς του Πηλίου, καθώς μάλιστα η βαθύχρονη ιστορία του παίζει κρυφτούλι με τους παιχνιδιάρικα τερτίπια των μύθων ή τα στιβαρά χτυπήματα της σύγχρονης ιστορίας. Σκληροί και πεισματάρηδες οι Πηλειορίτες, ελαιοπαραγωγοί, φρουτοπαραγωγοί, υλοτόμοι, θηρευτές αγριόχοιρων, ψαράδες, μαρμαράδες, ξυλογλύπτες, κάπως επιφυλακτικοί με τους ξένους, συνυπάρχουν θαυμαστά αιώνες τώρα μαζί με τους θρύλους που γεννήθηκαν μέσα στα κορφοβούνια της ομίχλης, τους κελαριστούς καταρράκτες, τα πυκνά φυλλώματα της καστανιάς και της οξιάς, τα λαξεμένα καλντερίμια, τα λατρεμένα ακρογιάλια.
Στη γειτονιά των Λεχωνίων, απ’ τον ανήφορο της Αγριάς φτάνουμε στην καστανοφορούσα Δράκεια, -το λεγόμενο «μαρτυρικό» χωριό, λόγω της εξολόθρευσης πολλών κατοίκων του από τη ναζιστική θηριωδία. Από έναν ορεινό κουτσόδρομο προσεγγίζουμε την ασίγαστη αρχοντιά του ερημίτη Αγίου Λαυρεντίου, που τις αραχνιασμένες καλλονές του ανέδειξε η αγάπη των λογίων που τον ξαναζωντάνεψαν αναστηλώνοντας και τα ερειπωμένα του μέγαρα. (Ο Αη Λαυρέντης είναι το μοναδικό «μουσικό χωριό» στη χώρα μας, όπου τον Αύγουστο τελούνται από έμπειρους σολίστες του παγκόσμιου παραδοσιακού τραγουδιού και αφοσιωμένους μαθητευόμενους φιλόδοξες μουσικοχορευτικές πανηγύρεις.)
Καθώς κατεβαίνουμε τα μονοπάτια του ορμητικού Βρύχωνα που σχίζει στη μέση το χωριό και το καταχείμωνο πραγματικά βρυχάται ως «σκύμνος ωρυόμενος» θαρρείς πως μέσα από κάποια συστάδα θάμνων θα πεταχτεί το τρομακτικό φάσμα του Νέσσου, του πονηρού Κένταυρου που, ως επίδοξος βιαστής της Διηάνειρας, έπεσε θύμα της αλάνθαστης φαρέτρας του ερωτοχτυπημένου Ηρακλή.
Έχει κι εδώ, σ’ αυτό το εκμαυλιστικό βουνό, επικρατήσει η λατρεία του πιο αγαπημένου και πιο ερωτικού Αγίου του ανατολικού κόσμου, γι’ αυτό συναντάς κάθε τόσο στις πλαγιές σκαλωμένα ξωκλήσια αλλά και στις κεντρικές πλατείες των πεδινών χωριών μητροπολιτικούς ναούς στ’ όνομα του Αη Γιώργη. Μα είναι ένας Αη Γιώργης αλλιώτικος, -πιο παραμυθένιες, θαρρείς, οι ζωγραφιές του-, σα να τον αχνοτυλίγει η αύρα του Ιάσωνα και των συντρόφων του, σα να έχει μ’ ένα τρόπο μυστήριο συνδυαστεί η αρπαγή του χρυσόμαλλου δέρατος με την δρακοντοκτονία, για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες και του παγανισμού και της ορθοδοξίας.
Φτάνοντας στον Άγιο Γεώργιο Νηλείας ανάμεσα σε αποξεχασμένα μπάζα που εκφράζουν ο, τι απόμεινε σήμερα από μια τρίκλιτη βασιλική, το μάτι σκαλώνει σ’ ένα ελαφρώς ακρωτηριασμένο ανάγλυφο, μισοσκεπασμένο απ’ τους σοβάδες και τον ασβέστη. Παριστάνει έναν ολόσωμο νευρικό σάτυρο που φοράει γνήσια πηλιορείτικη βράκα ενώ από κάτω προβάλλουν τα τραγοπόδαρά του. Ψηλά, στο ίδιο πλέγμα, ανάμεσα σε ματσάκια γαρύφαλλα, πετάγονται δυο φίδια με τα ατίθασα κεφάλια τους που θυμίζουν τους φτερωτούς δράκοντες, πολύ αγαπητά στοιχεία της πηλιορείτικης τέχνης των εκκλησιαστικών τέμπλων. Ένα δείγμα της πολυδαίδαλης ευφάνταστης μαστοριάς των λαϊκών καλλιτεχνών των δύο περασμένων αιώνων που δε δίσταζαν να ταιριάσουν στο πλάι του Χριστού μια γοργόνα και να ζευγαρώσουν με ισορροπία την Παντάνασσα μ’ έναν αλογόσωμο ημίθεο.
Τη νύχτα βρήκαμε καταφύγιο σ’ αυτό το χωριό, τον Αη Γιώργη, που έχει χτιστεί στο μεγαλύτερο υψόμετρο απ’ όλα τ’ άλλα χωριά στο Πήλιο και που ο πολυήμερος χιονιάς συνηθίζει να το καταδικάζει σε χειμερινό αποκλεισμό. Τα μονοπάτια κι οι νεροφαγιές του σκαρφαλώνουν προς τις άνω γειτονιές όπου η μεγαλοπρέπεια των οικημάτων συναγωνίζεται την σπάταλη ομορφιά της φύσης, ενώ η φαντασμαγορία που προσφέρει η απλωσιά του βουνού προς το εσωτερικό του Παγασητικού είναι χάρμα ιδέσθαι. Πολλά δίπατα και τρίπατα αρχοντικά, περιουσία ευκατάστατων ομογενών Αιγυπτιωτών, προσδιορίζουν τον αρχοντικό χαρακτήρα της αλλοτινής ακμής αυτής της εξαίσιας κωμόπολης που τη λένε και «Χωριό» και που υπήρξε πρωτεύουσα όλης της περιοχής.
Την επομένη αναρριχηθήκαμε στις ανηφόρες του Αη Γιώργη με στόχο να περιπλανηθούμε στα πυκνά συμπλέγματα από οξιές, βελανιδιές κι αγριοπλάτανους του δάσους που οδηγεί στις γειτονικές συγκλονιστικής ομορφιάς Πινακάτες. Σ’ ένα ξέφωτο ανακαλύψαμε λογής μανιτάρια, πελώρια αγριοράδικα, σπαράγγια και φτέρες ακόμη και τη δυσεύρετη τρούφα. Μπερδευτήκαμε μέσα σε αδιάβατα κατηφορικά ρουμάνια ακούγοντας επικίνδυνα μουγκρίσματα απ’ το ζευγάρωμα κάπρου και σκρόφας. Θαρρείς πως ξαφνικά θα πεταχτεί ολοζώντανος μέσα απ’ τα πουρνάρια ο κένταυρος Χείρων, περίφημος κυνηγός, γιατρός, μουσικός και μάντης, που στα αγγεία παριστάνεται σκεπασμένος μ’ ένα μανδύα κεντημένο με τον έναστρο ουρανό. Σε τέτοια ευλογημένα ξέφωτα θα’ χε τα λημέρια του ο σοφός αλογάνθρωπος, εκεί θα ανέθρεψε τον έφηβο Αχιλλέα ταίζοντάς τον τα εντόσθια των λιονταριών και το μεδούλι της αρκούδας.”





























