Άνω των 30 ετών η μέση ηλικία των γυναικών που παντρεύονται

Οι πολιτικοί γάμοι περισσότεροι απ΄τους θρησκευτικούς στην περίοδο της πανδημίας

Κυκλοφόρησε το 43ο τεύχος της σειράς “Δημογραφικά Νέα” του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Παν. Θεσσαλίας (ΕΔΚΑ) με θέμα: «Η εξέλιξη των γάμων και της γαμηλιότητας στην Ελλάδα».
Από το 1980 και έπειτα, παρατηρούνται αλλαγές συμπεριφοράς όσον αφορά στον γάμο στην Ελλάδα. Ειδικότερα, οι γυναίκες αρχίζουν να τον αναβάλλουν, ενώ όλο και περισσότερες δεν παντρεύονται. Οι εξελίξεις αυτές αναμφίβολα επηρεάζουν και τη γονιμότητά τους, στον βαθμό που η απόκτηση του πρώτου παιδιού παραμένει στενά συνδεδεμένη με τη σύναψη του πρώτου γάμου στη χώρα μας.
Όπως αναφέρεται στην έρευνα, ο συγχρονικός δείκτης πρωτογαμηλιότητας (θρησκευτικοί και πολιτικοί πρώτοι γάμοι) βρίσκεται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, για να συρρικνωθεί στη συνέχεια. Η άνοδος και σταθεροποίησή του σε πολύ υψηλές τιμές (πάνω από 900 πρώτους γάμους ανά 1000 γυναίκες τις δεκαετίες 1950, 1960 και 1970 οφείλεται κυρίως στην τάση των γυναικών να παντρεύονται όλο και πιο έντονα στις μικρές ηλικίες (15-24 ετών) την περίοδο αυτή.

Η συρρίκνωση του δείκτη από το 1980 και μετά, πρέπει να αποδοθεί κυρίως στην απόφαση των γυναικών να αναβάλλουν το γάμο τους για αργότερα. Ειδικότερα, από το 1980 και μετά, επιλέγουν να παντρεύονται όλο και λιγότερο στις μικρές αυτές ηλικίες (των 15-24 ετών) και όλο και συχνότερα στις ηλικίες των 25-29 ή και 30+ ετών. Έτσι, ο δείκτης συρρικνώνεται ταχύτατα τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 και από περισσοτέρους από 950 πρώτους γάμους το1980 φθάνει στους 610 περίπου γάμους το 2000, για να σταθεροποιηθεί στα επίπεδα αυτά έκτοτε.
Εξαίρεση αποτελεί το 2020 (η πρώτη χρονιά της πανδημίας), όπου καταγράφεται η χαμηλότερη τιμή του δείκτη μεταπολεμικά (μόλις 431 πρώτοι γάμοι/1000 γυναίκες).
Σχετικά με τη μέση ηλικία στον πρώτο γάμο είναι ενδεικτικό ότι μειώνεται σταθερά από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έως και τα τέλη αυτής του 1970 (25,4 έτη το 1956, αλλά 23,4 έτη την πενταετία 1978-1982). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 όμως η μέση ηλικία αυξάνεται αδιάκοπα (για 4 σχεδόν δεκαετίες), με αποτέλεσμα τη διετία 2019-2020 οι γυναίκες να παντρεύονται για πρώτη φορά στη χώρα μας στα 30,5 τους έτη, κάτι που αναμφίβολα δεν είναι ευοίωνο όσον αφορά στον αριθμό των απογόνων που θα αποκτήσουν, καθώς οι πιθανότητες σύλληψης και τεκνοποίησης μειώνονται ταχύτατα μετά τα 35 τους έτη (υπενθυμίζεται ότι ο γάμος και η απόκτηση απογόνων είναι ακόμη έντονα συνδεδεμένοι στη χώρα μας).

Σχετικά με την εξέλιξη της πρωτογαμηλιότητας στις διαδοχικές γενεές γυναικών, εκτιμάται ότι το 25% των γυναικών που γεννήθηκαν το 1977-1988 δεν θα κάνει έναν πρώτο γάμο έως τα 50 του έτη. Επομένως, η γαμήλια συμπεριφορά του πληθυσμού της χώρας μας που χαρακτηριζόταν από την τάση μείωσης της ισόβιας αγαμίας και την πρωιμοποίηση των πρώτων γάμων για 15 τουλάχιστον γενεές γυναικών (1937- 1952) μεταβάλλεται προοδευτικά, καθώς οι νεότερες γενεές παντρεύονται όλο και λιγότερο και όλο και σε μεγαλύτερη ηλικία.
Μεταξύ των γυναικών που ήρθαν στον κόσμο στα τέλη της δεκαετίας του 1970 αναμένεται να μην παντρευτεί έως τα 50 του έτη ποσοστό 25% στην Ελλάδα. Οι νεότερες γενεές τείνουν να διαφοροποιηθούν από τους γονείς τους και η πτώση τόσο των συγχρονικών όσο και των διαγενεακών δεικτών γαμηλιότητας είναι μια σαφής ένδειξη.
Τα καταναλωτικά πρότυπα δεν διαφοροποιούνται πλέον στους νέους μας από αυτά των πλέον αναπτυγμένων χωρών της Ευρώπης και η επίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ατονεί. Έτσι, συγκεντρώνονται προοδευτικά και στην Ελλάδα οι υλικοί, πολιτισμικοί και θεσμικοί όροι που επιτρέπουν την ανάδυση στον τομέα της οικογένειας των ίδιων προτύπων με αυτά που έχουν διαχυθεί σε μία σειρά από χώρες της αναπτυγμένης Ευρώπης, επισημαίνεται στην έρευνα.

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.