Tα πρώτα βήματα του εργατικού κινήματος στον Βόλο

Ποιοι ήταν οι πρωτεργάτες

Πριν την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην ελεύθερη Ελλάδα, τη μεγαλύτερη πλειοψηφία του πληθυσμού του Βόλου αποτελούν αστοί και αγρότες από το Πήλιο, που με την πάροδο των χρόνων έχουν εγκαταλείψει τις βιοτεχνικές και αγροτικές ασχολίες τους, κολλίγοι της Θεσσαλικής ενδοχώρας που μη αντέχοντας τη ζωή του κάμπου βρίσκουν καταφύγιο και απασχόληση στην πόλη που ολοένα και αναπτύσσεται με αρκετούς έποικους από την Ήπειρο, τη Μακεδονία, την Πελοπόννησο και την υπόλοιπη Ελλάδα.

Το λιμάνι του Βόλου, έχει αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία, καθώς από αυτό διεξάγεται η διακίνηση ποικίλων εμπορευμάτων, αλλά και σημαντικό μέρος της συγκοινωνίας.

Ο Βόλος γίνεται σιγά – σιγά εμπορικό και διαμετακομιστικό κέντρο, έχοντας πλούσια εμπορική, οικονομική και συγκοινωνιακή κίνηση και καθιστά κατά κύριο λόγο τους κατοίκους του, εμπόρους, βιοτέχνες, ναυτιλιακούς παράγοντες και αστούς.

Επιμέλεια: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΕΚΛΙΔΗΣ

Λίγο αργότερα – πάντα πριν την ενσωμάτωση – εγκαθίστανται στην πόλη και πλούσιοι γαιοκτήμονες της θεσσαλικής ενδοχώρας, νέοι ιδιοκτήτες βιοτεχνικών, εμπορικών, ναυτιλιακών και άλλων επιχειρήσεων, ιδρύονται οι πρώτες βιομηχανικές μονάδες που γρήγορα γίνονται από τις πιο δραστήριες της χώρας και κατά συνέπεια αρχίζουν να σχηματίζονται τα πρώτα εργατικά στρώματα.

Με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, οι ρυθμοί ανάπτυξης της πόλης γίνονται περισσότερο εντατικοί και ο Βόλος καθίσταται μετά τον Πειραιά, το σπουδαιότερο οικονομικό, εμπορικό, συγκοινωνιακό και βιομηχανικό κέντρο στην ελληνική χερσόνησο.

Όπως παρατηρεί ο Γιάννης Κορδάτος στο βιβλίο του «Ιστορία της επαρχίας Βόλου – Αγιάς» το 1894 ο Βόλος είχε 13 ατμοκίνητα εργοστάσια. Το 1895, άρχισε να γίνεται ο δρόμος Βόλου – Πορταριάς και την ίδια χρονιά έγινε η γραμμή Βόλου – Λεχώνια για το τραινάκι του Πηλίου. Μέχρι το 1905 έγιναν και άλλα εργοστάσια όπως επίσης και το Δημοτικό Θέατρο.

Στην πολιτική φυσιογνωμία του Βόλου, διαμορφώνονται δύο κοινωνικά στρώματα, που βρίσκονται συνεχώς σε αντιπαλότητα.

Από τη μία βρίσκεται η τάξη των πρώτων οικιστών που συνήθως κατέχουν εκτάσεις καλλιεργήσιμης και οικοπεδικής γης και είναι οικονομικά εύποροι και από την άλλη βρίσκονται οι πολλοί μέτοικοι, βιοτέχνες, μεταπράτες, υπάλληλοι και οι εποχικά εμπορευόμενοι. Σ’ αυτούς προστίθενται και οι μισθοσυντήρητοι εργάτες, που πολιτικά αδιαμόρφωτοι, ακολουθούν τις διάφορες τάσεις που επικρατούν στην πόλη. Επίσης, οι πολυάριθμοι Ισραηλίτες και ξένοι (κυρίως Γάλλοι, Αυστριακοί και Ιταλοί) που διαμένουν στο Βόλο, συντελούν στη διαμόρφωση της εικόνας που παρουσιάζει η κοινωνική ζωή της πόλης.

 

1881: Οι πολιτικές δυνάμεις του Βόλου

Μέχρι την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, δύο τάσεις που ανήκουν στο μεγαλοαστικό χώρο, μονοπωλούν την πολιτική δραστηριότητα τόσο στις εθνικές υποθέσεις όσο και στις τοπικές δημαιρεσίες.

Από τις αρχές του 20ου αιώνα, πολιτική δύναμη και παρουσία αποκτούν οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης που επικρατούν και στην πολιτική σκηνή. Ένα από τα κύρια θέματα που απασχολούν την πολιτική ζωή αυτής της εποχής, είναι το αγροτικό ζήτημα που δικαίως επικεντρώνεται στη Θεσσαλία και ειδικότερα στο Βόλο. Γιατί, από το Βόλο λαμβάνονταν όλες οι αποφάσεις των τσιφλικάδων για την τύχη των ακτημόνων, από το Βόλο άρχισαν να ορθώνονται και οι διαμαρτυρίες κατά της σκληρότητας των τσιφλικάδων και των οργάνων επιβολής της τάξης.

Φυσικά, για πολιτική εκπροσώπηση της εργατικής τάξης δεν γίνεται λόγος κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, παρά την αριθμητική της δύναμη και τις συσπειρώσεις που επιχειρούνται να γίνουν αυτή την εποχή.

Οι εφημερίδες της εποχής, στα δημοσιεύματά τους παρουσιάζουν έναν κόσμο αποβλακωμένο που περιμένει να σωθεί απ’ τα πολιτικά κόμματα που δεν είχαν καμιά σχέση μαζί του. Όλες οι δυστυχίες που τους βασάνιζαν, η ανεργία, οι ασθένειες, η ανασφάλεια, τα πάντα περίμεναν να τα λύσουν τα κόμματα και οι πολιτικοί της εποχής που ήταν κάτι μεταξύ Θεών και ημιθέων: Ο λαός δεν είχε τη δύναμη ούτε να επιλέξει ούτε να αρνηθεί την ψήφο του στα κόμματα που τον εκμεταλλεύονταν και δεν νοιάζονταν για τα προβλήματά του. σημαντικές προσωπικότητες που δρουν στο Βόλο διαμορφώνοντας την πολιτική του φυσιογνωμία ήταν οι εκπρόσωποι των «τζακιών», από τις οικογένειες Καρτάλη, Κοκοσλή, Τοπάλη, Κασσαβέτη, ενώ ξεχωριστή περίπτωση αποτέλεσε ο Γ. Φιλάρετος που ήταν δημοκρατικός και στις εκλογές του 1881 και του 1885 ψηφίστηκε από τον πολύ κόσμο που αντέδρασε μ’ αυτόν τον τρόπο στα «τζάκια» του Πηλίου.

Σε τοπικό επίπεδο την ίδια περίοδο δρουν οι Γ. Λαναράς, Κ. Γκλαβάνης, οι αδελφοί Σπυρίδη και ο Ν. Γεωργιάδης, του οποίου η διπλή δημαρχία (1899-1907), αποτελεί την χαρακτηριστικότερη περίοδο ανάπτυξης της πόλης σε κάθε τομέα. Παράλληλα με την πολιτική και οικονομική ανάπτυξη, σημαντική συμβολή στην κοινωνική πρόοδο του Βόλου κατέχει και η γενικότερη πνευματική έξαρση που σημειώνεται κατά την ίδια περίοδο. Καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, πλήθος εφημερίδων και άλλων εντύπων, δραστηριοποίηση πολλών φιλανθρωπικών, επαγγελματικών και μορφωτικών σωματείων, πνευματικά ιδρύματα και ικανοποιητική πνευματική δράση, δίνουν στο Βόλο τα χαρακτηριστικά μιας καλλιεργημένης κοινωνικής ζωής, σε αξιοζήλευτο επίπεδο για τα δεδομένα της διαμορφούμενης έως τότε ελληνικής επαρχίας.

 

1888: το πρώτο σωματείο «Ο Εργατικός Σύλλογος»

Το πρώτο σωματείο ιδρύθηκε το 1888 στον Βόλο είχε την επωνυμία «Εργατικός Σύλλογος» με αλληλοβοηθητικό χαρακτήρα, με πρώτο πρόεδρο τον Βασίλειο Ξενάκη. Το 1894 ιδρύθηκε ο Σύλλογος Εμποροϋπαλλήλων με πρώτο πρόεδρο τον ΑΓ Κάλμπαρη. Το 1900 ο Σύνδεσμος Τυπογράφων και συναφών επαγγελμάτων.

Το 1901 εμφανίστηκε το Σωματείο Καπνεργατών. Ακολούθησαν αρκετά σωματεία κυρίως αλληλοβοήθειας και μικτά εργαζομένων και εργοδοτών.

 

1894: Συλλαλητήριο για διεκδίκηση 8ώρου και Αργία Κυριακής

Αρκετά πρώιμη υπήρξε στον Βόλο και η διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών.

Το 1894 πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση όλων των σωματείων με ομιλητές εκπροσώπους συλλόγων της Αθήνας και εκδόθηκε ψήφισμα για 8ωρη εργασία, εργασία τις Κυριακές και σύνταξη στα 50 χρόνια.

Το αίτημα για αργία τις Κυριακές επανήλθε τον Δεκέμβριο του 1900 και στις 31 Ιανουαρίου 1901 πραγματοποιήθηκε νέο συλλαλητήριο με συγκέντρωση όλων των σωματείων και αποφασίστηκε να επιβληθεί από τα μέλη τους η Κυριακή αργία και να σταλεί τηλεγράφημα στον Νομάρχη.

Η εφημερίδα «Θεσσαλία» την επόμενη ημέρα έγραφε: «Γενική δε θέλησις επικρατεί εις το Εργατικό Κέντρον όπως μην πατήσει εις κατάστημα όπερ δεν ήθελεν συμμορφωθεί εις τας θελήσεις του έως απαιτηθεί και αποφασισθεί το κλείσιμο των καταστημάτων της Πύλης».

 

1901: Η πρώτη απεργία στους θεσσαλικούς σιδηροδρόμους

Οι εργάτες των θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, χωρίς να έχουν σωματείο και μόνο από συναδελφική αλληλεγγύη κατέβηκαν σε απεργία προκειμένου να επαναπροσληφθούν τέσσερις συνάδελφοί τους και εστέφθη με επιτυχία.

 

1903: Η πρώτη δυναμική κινητοποίηση εργατών

Στις 25 Νοεμβρίου 1903 ξέσπασε η πρώτη αγωνιστική απεργία στην περιοχή μας. Μεταξύ Κισσού και Τσαγκαράδας υπήρξε ένα μεταλλείο σιδήρου όπου εργάζονταν εκατό και πλέον εργάτες από το Πήλιο και άλλα μέρη της Ελλάδας. Οι εργοδότες όμως δεν πλήρωναν τους εργάτες κανονικά και έτσι ξέσπασε η απεργία η οποία πήρε διαστάσεις με επιθέσεις στα γραφεία της επιχείρησης με πέτρες και απειλές με όπλα.

Η «Θεσσαλία», στις 26 Νοεμβρίου 1903 δίνει εκτενή πληροφόρηση στα πρωτοφανή για την εποχή γεγονότα: «Χθεσινόν τηλεγράφημα του Αστυνόμου Κισσού προς τας ενταύθα αρχάς ανήγγειλεν ότι οι εργάται του σιδηρούχου μεταλλείου, του εκμεταλλευομένου υπό του εν Αθήναις διαμένοντος κ. Σούτσου, έχοντας αφορμάς κατά του διευθύνοντος τας εργασίας εκήρυξαν απεργία, προκαλέσαντες μάλιστα και ταραχώδεις σκηνάς… Εις το ανωτέρω μεταλλείω όπερ κείται μεταξύ Κισσού και Τσαγκαράδας εργάζονται πλέον των εκατό εργατών διευθυνόμενο υπό του Γάλλου μηχανικού κ. Ενώ και του εκ Λαυρίω καταγομένου κ. Παξιμάδη. Μεταξύ των εργατών, οι πλειότεροι κατάγονται εκ των κωμοπόλεων Κισσού, Μουρεσίου και Τσαγκαράδος, είχεν εμφυλοχωρήσει εσχάτως διχόνοια διά την συχνά – πυκνά παρατηρουμένη εκ μέρους των αντιπροσώπων του κ. Σούτσου προτίμησιν κατά τας πληρωμάς. Επροτιμούντο δηλαδή κατ’ αυτάς και επληρώνοντο μέχρι λεπτού, πάντες οι εκ των άλλων μερών καταγόμενοι εργάται, ενώ των άλλων οι μισθοί καθυστερούντο επί μίαν ή και δύο εβδομάδας.

… Συνεπεία της εκρύθμου καταστάσεως ήτις κατά τας εκείθεν πληροφορίας δυνατόν να είχε λίαν λυπηράς συνεπείας οι ενταύθα αρχαί διέταξαν τον Ειρηνοδίκη Τσαγκαράδας να μεταβή επί τόπου προς διεξαγωγήν ανακρίσεων. Ταυτοχρόνως τηλεγραφικώς διετάχθη ο αρμόδιος αστυνόμος όπως μεθ’ όλης της υπ’ αυτόν δυνάμεως μεταβή και κατευνάση τα εξημμένα πνεύματα. Επίσης και εντεύθεν απεστάλησαν εσπευσμένως ικανοί χωροφύλακες».

Στις 27 Νοεμβρίου 1903 το τηλεγράφημα σημείωνε:

«Τα πνεύματα ησύχασαν, ο διευθυντής των μεταλλείων Ενώ, μετά τα διαδραματισθέντα θα δώσει τα οφειλόμενα τοις εργάταις και παράσχη αυτοίς εις το εξής πάσας τας δυνατάς ευκολίας. Τοιουτοτρόπως η απεργία αύτη ήτις ολίγον έλειψεν να έχη σοβαράς και λυπηράς συνεπείας, έληξεν λίαν ησύχως και άνευ ετέρων περιπλοκών».

 

1908: Οι πρωτεργάτες του κινήματος

Το καλοκαίρι του 1908 στους δρόμους του Βόλου, τριγύριζε μια ομάδα από εργάτες με απροσδιόριστες ιδεολογίες. Πηγαινοέρχονταν στα δικηγορικά γραφεία ζητώντας βοήθεια για την ίδρυση Εργατικού Κέντρου. Αναφέρονται τα παρακάτω ονόματα, το σύνολο όμως ήταν είκοσι περίπου: Ιωάννης Κόσσυβας, Ν. Κατσιρέλος, Χρ. Παππάς, Κ. Σούλιος, Γ. Χειρογιώργος, Νίκος Ευσταθίου, Παντελής Νικολάου, Πελοπίδας Γιαννούρας. Είχαν τη φήμη των αναρχικών, όπως κατηγορήθηκαν αργότερα στη δίκη του Ναυπλίου για το Παρθεναγωγείο του Βόλου. Ήταν όλοι τσιγαράδες, πολιτικοποιημένοι στο έπακρο, άγριοι συζητητές, άθεοι, μαλλιαριστές και σοσιαλιστές. Κατά διήγηση του Χαρίτου Πέρπερα, παλιού συνδικαλιστή στον Ηλία Λεφούση, οι παραπάνω, αντάμωναν συχνά στο καφενείο «Κόκκινος Σκούφος» και συζητούσαν για τα εργατικά δίκαια, τις απεργίες, τις αδικίες του κράτους, τους κεφαλαιοκράτες και άλλα θέματα. Πίστευαν στην παγκόσμια επανάσταση που θα την υπηρετούσαν οι φτωχοί και οι δυστυχισμένοι, οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου. Για καλή τους τύχη, συνδέθηκε μαζί τους ο δικηγόρος Κώστας Ζάχος, που είχε τάξει σαν στόχο της ζωής του την αφύπνιση των εργατών του Βόλου.

Ένας φωτισμένος δικηγόρος του Βόλου ο Σπύρος Μουσούρης, ιδεολόγος και λάτρης του δικαίου, άνθρωπος που γνώριζε από κοντά τη σκληρότητα των εργοδοτών και τον πόνο των εργατών, είχε θελήσει από το 1906 να ενώσει τα σωματεία σε ένα εργατικό κέντρο, το οποίο θα μπορούσε να διεκδικεί με περισσότερη δύναμη τα αιτήματα των μελών του. Δυστυχώς όμως, για άγνωστους λόγους η προσπάθεια του Μουσούρη απέτυχε.

Μετά την απόπειρα του Μουσούρη, προσπάθεια είχε γίνει και από τον Κ. Ζάχο που ίδρυσε τον «Πανεργατικό Σύνδεσμο η Αδελφότης» το 1907. Στην πρωμετωπίδα της η εφημερίδα «Εργάτης» έγραφε το Μάρτη του 1908: «Όργανον του Πανεργατικού Συνδέσμου η Αδελφότης». Αλλά και αυτή η προσπάθεια δεν πρόσφερε πολλά.

Το 1908, οι προαναφερθέντες εργάτες παίρνουν μόνοι τους την πρωτοβουλία και επισκέπτονται τον Σπ. Μουσούρη στο σπίτι του. Τον βρήκαν όμως βαριά άρρωστο από φυματίωση, ωστόσο του εξήγησαν τους λόγους που τους οδήγησαν εκεί. Αυτός αφού τους άκουσε με προσοχή τους είπε πως ήταν αδύνατον να τους βοηθήσει γιατί η φυματίωση τον είχε καταβάλει και τους προέτρεψε να στηριχτούν στον Κώστα Ζάχο που τους συνόδευε και να βαδίσουν μαζί του για την ίδρυση του Εργατικού Κέντρου. Να μην ξεχάσουν όμως, ότι το Κέντρο θα κατηγορηθεί και θα τους το κλείσουν όλοι εκείνοι που ήταν αντίθετοι στην εργατική ιδέα και στο Εργατικό Κίνημα της πόλης. «Να μην πτοηθείτε όμως, τους είπε, να προχωρήσετε στο σκοπό σας και να ιδρύσετε το Κέντρο…».

Τα λόγια του Σπύρου Μουσούρη που σε λίγο θα πέθαινε ήταν προφητικά, καθώς το Εργατικό Κέντρο το 1911 έκλεισε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι εργάτες ωστόσο δεν πτοήθηκαν και προχώρησαν στην ίδρυση του Εργατικού Κέντρου.

 

14 Δεκεμβρίου 1908: Τα εγκαίνια του ΕΚ Βόλου

Στις 30 Νοεμβρίου 1908, όπως δημοσίευσαν οι τοπικές εφημερίδες «Θεσσαλία» και «Κήρυξ», γεννήθηκε στο Βόλο με πρωτοβουλία καπνεργατών, το πρώτο ελληνικό δευτεροβάθμιο σωματείο, με το όνομα «Εργατικό Κέντρο». Το Εργατικό Κέντρο του Βόλου διαδέχθηκε τον «Πανεργατικό Σύνδεσμο», που είχε συσταθεί νωρίτερα με πρόεδρο τον Κ. Ζάχο.

Τόσο ο Πανεργατικός Σύνδεσμος, όσο και το Εργατικό Κέντρο, με κάποια διαφορά στην αποσαφήνιση των μέσων, είχαν κατανοήσει την ανάγκη γέννησης ενός κόμματος που θα εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.

Στην ιδρυτική προκήρυξη του Εργατικού Κέντρου, τα εγκαίνια του οποίου έγιναν στις 14 Δεκεμβρίου του 1908 υπογραμμίζεται η διαφώτιση των εργατικών και η ενότητα των εργαζομένων για την υποβολή προστατευτικών εργατικών νομοσχεδίων στη Βουλή.

Το Εργατικό Κέντρο Βόλου, θεωρήθηκε ως μιά από τις πρώτες ανατρεπτικές κοινωνικές συσπειρώσεις παρόλο που η σύστασή του χαιρετίστηκε από όλους τους τοπικούς οικονομικούς και θρησκευτικούς φορείς. Οι διανοούμενοι του Βόλου συνεργάζονται άμεσα με τα στελέχη του Εργατικού Κέντρου.

Εκτός από τον Κώστα Ζάχο, που αποτέλεσε τον κύριο εμψυχωτή των δραστηριοτήτων του, ο Σ. Μουσούρης, ο Δ. Σαράτσης, ο Α. Δελμούζος και άλλοι Βολιώτες επιστήμονες συνεργάστηκαν στην κατάστρωση του καταστατικού και τις άλλες επιμορφωτικές δραστηριότητες του Εργατικού Κέντρου.

 

1907: Η εφημερίδα «Ο Εργάτης» και η Δίκη των «Αθεϊκών»

Δημοσιογραφικό όργανο του Πανεργατικού Συνδέσμου αρχικά και του Εργατικού Κέντρου μετέπειτα (1907-1911), υπήρξε η εφημερίδα «Ο Εργάτης». Η μαχητική εφημερίδα σφράγισε εμφαντικά την πιο γόνιμη περίοδο των ιδεολογικών αναζητήσεων και των συνδικαλιστικών δραστηριοτήτων των εργατών του Βόλου. Η σοσιαλιστική χροιά των προσανατολισμών του, διακρίνεται στα περιεχόμενα της εφημερίδας και στην απήχησή της. Στις σελίδες του «Εργάτη» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον Κ. Χατζόπουλο, «το Κομμουνιστικό Μανιφέστο» του Κ. Μαρξ. Χαρακτηριστικό της ιστορικότητας της εφημερίδας αποτελεί η δημοτική γλώσσα, που χρησιμοποιούσε στο μεγαλύτερο διάστημα της κυκλοφορίας της. 1909: Οι πρώτες διεκδικήσεις του ΕΚ Βόλου

Υπό την ηγεσία του Εργατικού Κέντρου οι εργατικοί αγώνες πήραν στο Βόλο διεκδικητική μορφή με τρεις σημαντικές απεργίες.

Πράγματι από το τέλος Φεβρουαρίου μέχρι το τέλος Μαρτίου του 1909, γίνεται η πρώτη απεργία των καπνεργατών, που παίρνει αγωνιστική μορφή, με μάχες στους δρόμους του Βόλου, τραυματισμούς απεργών, συλλαλητήρια και τελική νίκη των εργατών, που πετυχαίνουν αύξηση του μεροκάματου.

Το 1910, οι καπνεργάτες προχώρησαν και πάλι σε νέα απεργία για να διεκδικήσουν λύσεις στα αιτήματά τους που παρέμεναν άλυτα από το 1909, παρά τις υποσχέσεις των εργοδοτών.

Το 1911 πάλι οι καπνεργάτες ήταν ανάστατοι. Το εξαντλητικό ωράριο εργασίας, αλλά και η φυματίωση που ταλάνιζε τον κλάδο τους ήταν το κύριο αίτημά τους που ζητούσε να επιλυθεί. Το Μάιο έγιναν διαδηλώσεις, που κράτησαν εβδομάδες ολόκληρες, οι καπνεργάτες ωστόσο επέστρεψαν στους χώρους δουλειάς τους, χωρίς να έχουν επιτύχει ουσιαστικά αποτελέσματα.

 

1911: Το εργατικό κίνημα μετά τα «Αθεϊκά»

Το κλείσιμο του Εργατικού Κέντρου και του Παρθεναγωγείου στα 1911 από την αντίδραση ορισμένων που δεν ήθελαν το ξύπνημα και κατόπιν η Δίκη του Ναυπλίου στα 1914, επέδρασαν σημαντικά στο νεογέννητο Εργατικό Κίνημα.

Παρόλα αυτά, ο πόθος των εργατών για μεροκάματο που να καλύπτει το κόστος ζωής τους αφύπνισε και τον Μάιο του 1914 οι καπνεργάτες κατεβαίνουν σε απεργία ζητώντας αυξήσεις. Δέκα μέρες πάλεψαν με την αδιαλλαξία της εργοδοσίας και τελικά ο αγώνας τους στέφθηκε με επιτυχία.

Την ίδια εποχή μεγάλες αλλαγές γίνονται στη δομή του συνδικαλιστικού κινήματος. Η κυβέρνηση Βενιζέλου ψηφίζει στο τροποποιηθέν Σύνταγμα το Νόμο 281 ο οποίος κατοχυρώνει το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι στο οποίο στηρίχθηκε η νομοθετική κάλυψη της ίδρυσης των εργατικών σωματείων.

Ήταν το πρώτο εργατικό ξεκίνημα για την νομιμοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος που μέχρι τότε διώκονταν στην ουσία, για παρανομία.

Το 1918 ιδρύθηκε η «Πανεργατική Ένωσις Βόλου» από τους Χαράλαμπο Χαρίτο που είχε πρωτοστατήσει στην ίδρυση του πρώτου ΕΚΒ στα 1908, Αναστάσιο Σέγκλια, Ιωάννη Καββαδία, Σπύρο Ρέπουλη, Κων/νο Μωραΐτη με κατευθύνσεις σοσιαλιστικές.

Το ζιζάνιο όμως της διάσπασης μπήκε πάλι ανάμεσα στους εργάτες και τον επόμενο χρόνο. Ο Aθανάσιος Καράμπελας, ως τότε γραμματέας της Πανεργατικής Ένωσης Βόλου από το χώρο του εργατικού τελωνείου, ίδρυσε με απόφαση του Πρωτοδικείου 80/26.3.1919 το Εργατοϋπαλληλικόν Κέντρον Βόλου, το οποίο ήταν αντίρροπο του αριστερισμού της «Πανεργατικής Ένωσης».

-Το 1924 οι ηγέτες των εργατών τα βρήκαν και συγχωνεύθηκαν σε ένα που πήρε την ονομασία Πανεργατικόν Κέντρον Βόλου (απ. Πρωτοδ. 550/19.8.1924). Ο Καράμπελας όμως πάλι διέσπασε την Εργατική Τάξη και ίδρυσε αυτή τη φορά το Εργατικόν Κέντρον Βόλου (Απ. Πρωτοδ. 62/31.1.1927) το οποίο στεγάζονταν απέναντι από το παλιό Δημοτικό Θέατρο Βόλου, είχε περιορισμένη εμβέλεια στον εργατόκοσμο και «έζησε» ως το 1932.

-Το 1918 το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Βόλου ήταν αυτό που συγκέντρωσε όλη την εργατιά του Βόλου, εκτός από τους εργοδοτικούς και τους ανθρώπους της συντήρησης, Κομμουνιστές και Ρεφορμιστές έδωσαν πολλούς αγώνες μαζί. Το Ενωτικό Ε.Κ. έζησε ως τη δικτατορία του Μεταξά, τον Αύγουστο του 1936, οπότε μπήκε η Ασφάλεια στα γραφεία του στην οδό Δημητριάδος, πήρε τα αρχεία του και από τότε κανείς δεν πάτησε σ’ αυτό.

Στο μεταξύ τέλος του 1933 οι συντηρητικοί εργάτες ίδρυσαν Εργατικό Κέντρο, ενώ και το 1935 ο Πάππος, από το χώρο των Σιδηροδρομικών ίδρυσε και αυτός Εργατικό Κέντρο.

Τελικά απ’ όλα αυτά τα Εργατικά Κέντρα το μόνο που έζησε ήταν αυτό των Αμδάρη και Παλαμηδά, που βρίσκονταν στην οδό Παλαιστίνης 21, (στο σημερινό κτίριο του ΕΚΒ) ενώ δίπλα ακριβώς ήταν το τμήμα Ασφάλειας.

Και έζησε, γιατί η Δικτατορία του Μεταξά, το 1936 αποφάσισε να υπάρχει ΕΝΑ Εργατικό Κέντρο και φυσικά αυτό δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από του Αμδάρη που έστελνε τηλεγραφήματα υποταγής στον δικτάτορα και τους βασιλιάδες.

 

Το Εργατικό Κίνημα του Βόλου και η εφημερίδα «Εργατική»

Όπως γράφει η Νίτσα Κολιού στο βιβλίο της «Τυπο-φωτογαρικό πανόραμα Βόλου»:

Το 1921 είναι η χρονιά έκδοσης μιας κομματικής και μαχητικής εφημερίδας το Βόλου. Συγκεκριμένα της «Εργατικής», που βγήκε ως εβδομαδιαία εφημερίδα, τοπικό όργανο του Σοσιαλιστικού Εργατικού (Κομμουνιστικού) Κόμματος, με υπεύθυνο τον Γιώργο Ζωϊτόπουλο. Συντάκτης της ήταν επίσης και ο Τ. Μπουφίδης.

Τις ρίζες του Εργατικού Κινήματος και τις εξελίξεις του στις αρχές του αιώνα τις είδαμε στο βιβλίο «Οι ρίζες του Εργατικού Κινήματος και ο «Εργάτης» του Βόλου» με πλήθος στοιχείων και με τις σελίδες του «Εργάτη». Το 1911 διακόπτεται η έκδοση του «Εργάτη», ταυτόχρονα με τη δίωξη των πρωτεργατών του τοπικού Εργατικού Κινήματος. Το Εργατικό Κέντρο για κάμποσα χρόνια μαραζώνει και κλείνει, εξαιτίας και των επιστρατεύσεων για τους βαλκανικούς πολέμους. Τι έγινε μετά; Τι μεσολάβησε ως την έκδοση της «Εργατικής»;

Το 1914, μετά τη δίκη του Ναυπλίου, όπου αθωώθηκαν οι ιδρυτές του Εργατικού Κέντρου Βόλου, θα περιμέναμε επανασύσταση του Κέντρου. Όμως δεν έγινε. Αντίθετα βλέπουμε να δραστηριοποιείται η Πανεργατική Ένωσις Βόλου, η οποία είχε πρωτοσυσταθεί το 1912, μετά δηλαδή τη δίωξη του Εργατικού Κέντρου.

Βρήκα στο Αρχείο του Πρωτοδικείου Βόλου το χειρόγραφο καταστατικό της Πανεργατικής Ενώσεως, όπως τροποποιήθηκε το 1914. Η σφραγίδα της Ενώσεως είναι κυκλική και έχει ως έμβλημα ένα νέο που προσπαθεί να σπάσει με τα χέρια του ένα μάτσο ραβδιά, στηριγμένα στο γόνατό του. Γύρω – γύρω η σφραγίδα έχει τις λέξεις «Πανεργατική Ένωσις Συλλόγων και Σωματείων Βόλου» και ως έτος ιδρύσεως αναφέρεται το 1912. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα άρθρα 3 και 4 του καταστατικού:

Σκοπός (άρθρον 3)

Ο σκοπός της Πανεργατικής Ενώσεως είναι η επίτευξις των κοινών συμφερόντων των εις αυτήν ανηκόντων Συλλόγων και Σωματείων, ήτοι ηθικών, οικονομικών, πολιτικών και πνευματικών.

Μέσα (άρθρον 4)

Προς πραγματοποίησιν των ανωτέρω σκοπών η Πανεργατική Ένωσις θέλει προβή αναλόγως τω πόρων αυτής.

α) Εις ίδρυσιν νυκτερινών ειδικών σχολών διά τους εργάτας των δι’ αυτής συνδεομένων Συλλόγων και Σωματείων.

β) Εις διαλέξεις ειδικάς διά την πνευματικήν, πολιτικήν, κοινωνικήν και οικονομικήν των εργατών ανάπτυξιν.

γ) Εις ίδρυσιν Βιβλιοθήκης και αναγνωστηρίου καταλλήλου διά τους εργάτας. Και

δ) Εις σύστασιν διαρκούς επιτροπής προς επίβλεψιν της εφαρμογής των Εργατικών Νόμων.

Σημασία έχουν οι προτεραιότητες. Πρώτη η ίδρυση νυκτερινών σχολών, δεύτερη η οργάνωση διαλέξεων, τρίτη η βιβλιοθήκη και τελευταία η εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας.

Το καταστατικόν υπογράφουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ήτοι ο προϊστάμενος Ιωάν. Ζωΐδης, ο υφιστάμενος Βασ. Τζαμτζής, ο ταμίας Γ. Στάμου ή Κόρκμαν, ο γενικός γραμματέας Χρ. Καραμάνος, ο κοσμήτωρ Γ. Ναουμίδης, ο έφορος Αντ. Παπάς και τα μέλη Κ. Τηγανόπουλος, Δ. Καρακατσάνης, Δ. Δημητρακόπουλος, Β. Χαριάτης, Κ. Καλιανάς, Δ. Μαλαθούνης, Χρ. Κρομμύδας, Ζ. Ψαράς, Π. Παπαπολύζος, Ι. Μαρμαράς και Αν. Σταυρόσκης.

Στο έντυπο καταστατικό της Πανεργατικής που τυπώθηκε το 1915 μετά το διοικητικό συμβούλιο δεν αναφέρονται τα παραπάνω 11 μέλη, αλλά οι συμμετέχοντες σύλλογοι: Παγκαπνεργατικός, Μηχανοσιδηρουργών, Ξυλουργοργατών, Εργατών Λιμένος, Κτιστών Μαγνησίας, Λεμβούχων, Ασβεστοχριστών, Εργατών Τελωνείου Βόλου και Βαρελοποιών Εργατών.

Παράλληλα, το 1914, προβάλλει και το «Σοσιαλιστικό Κέντρο Βόλου», παρόμοια του οποίου ιδρύθηκαν και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και το 1915, έγιναν συνεννοήσεις μεταξύ τους για ίδρυση Σοσιαλιστικού Κόμματος. Αλλά η πρωτοβουλία δεν καρποφόρησε εξαιτίας της γενικής επιστράτευσης. Το Σοσιαλιστικό κέντρο Βόλου κλείνει και ιδρύεται ξανά τον Ιούνιο του 1916. Τότε ιδρύθηκε από σοσιαλιστές και το τμήμα επιστράτων, άσχετο με τους συλλόγους επιστράτων των βασιλοφρόνων.

Στην ίδια διετία (1915-16) η Πανεργατική Ένωσις Βόλου παρουσιάζει αξιόλογη δράση, όπως προκύπτει από δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής.

 

1915: Ακρίβεια και κερδοσκοπία

Στις 23 Ιανουαρίου 1915 δημοσιεύεται ψήφισμα «του λαού του Βόλου κατά της κερδοσκοπίας του άρτου», που το υπογράφουν ο προϊστάμενος της Πανεργατικής και πρόεδρος των ξυλεργατών Ι. Ζωΐδης, Βουρλογιάννης του Παγκαπνεργατικού, Καρακατσάνης των μηχανοσιδηρουργών, Οικονόμου των σιδηροδρομικών υπαλλήλων, Παπαπολύζος των ασβεστοχριστών, Ταμπακόπουλος των κτιστών, Γρηγορόπουλος των ξυλουργών και λεπτουργών, Φράγκος των βαρελοποιών, Ψαράς των βυρσοδεψεργατών, Μαγουλάκης των λεμβούχων, Κολέτσος των οινοπαντοπωλών, Θεοδοσιάδης των εμποροϋπαλλήλων, Τηγανόπουλος των εργατών λιμένος και Χαλέβας των υποδηματεργατών.

Έντονες οι ενέργειες της Πανεργατικής και καθημερινές σχεδόν οι ανακοινώσεις της για το θέμα του ψωμιού, για το οποίον έγινε και μετάβαση του προέδρου στην Αθήνα.

Στις 22 Φεβρουαρίου 1915 δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Κήρυξ» επιστολή με θέμα «Η απάντησις των εργατικών σωματείων εις τους συνηγόρους των αλευροβιομηχάνων». Την υπογράφει ο προϊστάμενος της Πανεργατικής Ι. Ζωΐδης. Τον Μάιο του 1915 έγιναν στην Πανεργατική αρχαιρεσίες και εκλέχθηκαν: Προϊστάμενος Γεώργ. Μελισσάκης σιδηροδρομικός, υφιστάμενος Ι. Ζωΐδης, ταμίας Γ. Στάμου ή Κόρκμαν, γενικός γραμματέας Χαρ. Αμουτζόπουλος, έφορος Νικ. Τζαβελόπουλος, και κοσμήτωρ Γ. Ναουμίδης («Κήρυξ» 22/5/1915).

Άγνωστο πόσο κράτησε η διοίκηση αυτή, αλλά στις 14 Δεκεμβρίου 1916 («Ταχυδρόμος») βλέπουμε να δημοσιεύεται πρόσκληση της Πανεργατικής Ενώσεως Βόλου με τις υπογραφές των Ν. Ματσάγγου ως προϊσταμένου και Γ. Θεοδοσιάδη ως εκπροσώπου των εμποροϋπαλλήλων. Με την πρόσκληση καλούνταν τα μέλη «να προσέλθουν την 3ην μ.μ., εν τη πλατεία Στρατώνων, φέροντες μεθ’ εαυτών λίθους διά το ανάθεμα του προδότου και λαοπλάνου Ε. Βενιζέλου». Αυτό «κατόπιν αποφάσεως της λαϊκής επιτροπής και εντολής των διοικητικών συμβουλίων των συλλόγων και σωματείων». Η γραμμή είχε περάσει σ’ όλους τους φορείς…

Τον Γενάρη του 1917 έγινε στο Βόλο λαϊκό συλλαλητήριο, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την απόκρυψη τροφίμων από αισχροκερδείς. Ακολούθησαν συλλήψεις μελών του Σοσιαλιστικού Κέντρου που κατηγορήθηκαν σαν «αρχηγοί στάσεως» και θα παραπέμπονταν σε Κακουργιοδικείο. Αποφυλακίστηκαν όμως οι κατηγορούμενοι, ύστερα από εξάμηνη προφυλάκιση, γιατί άλλαξε η πολιτική κατάσταση, έπεσαν οι βασιλικοί και ανέβηκαν οι βενιζελικοί.

 

1918: Η ίδρυση του ΣΕΚΕ

Τον Νοέμβρη του 1918 (4-10 με το παλιό ημερολόγιο, 17-23 με το καινούργιο), έγινε στον Πειραιά συνδιάσκεψη των σοσιαλιστικών κέντρων, στην οποία πήραν μέρος αντιπρόσωποι των κέντρων Αθήνας, Πειραιά, Θεσσαλονίκης, Βόλου, Καβάλας και Κέρκυρας. Το συνέδριο αυτό ήταν επίσης ιστορικό γιατί ήταν το ιδρυτικό του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος της Ελλάδας (ΣΕΚΕ) που αργότερα μετονομάσθηκε σε ΚΚΕ.

Από το Βόλο μετείχαν οι Π. Μπαλαμπανίδης και Λ. Χατζής.

Επίσης πήραν μέρος στο συνέδριο αντιπρόσωποι των νεολαίων Αθήνας, Πειραιά, Θεσσαλονίκης και Βόλου (ο Κ. Αναγνωστόπουλος).

 

Οι αγώνες συνεχίζονται

Η «Πανεργατική Ένωση» στάθηκε τα χρόνια εκείνα προ του ’30 η πραγματική κυψέλη των εργατών και ορμητήριο για νέες κατακτήσεις.

Με πρωτοστάτες τους καπνεργάτες έγιναν το 1918 και 1920 δύο μεγάλες απεργίες. Η πρώτη κράτησε οκτώ μέρες και η δεύτερη επτά. Και οι δύο είχαν επιτυχία. Οι καπνεργάτες με τους αγώνες τους κατάφεραν να αυξήσουν τις αποδοχές τους.

 

 

 

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.