Η Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου

Γράφει η Αντιπρόεδρος της Ενώσεως Ποντίων Ν. Μαγνησίας Κωνσταντίνα Ηλιάδου

Του Πόντου ήρωες…

Στον Α! Παγκόσμιο πόλεμο ( 1914-1918 ), κάπου 85.000 χιλιάδες Έλληνες από διάφορες περιοχές του Πόντου εγκαταλείπουν τις εστίες τους και κατευθύνονται προς τις περιοχές της Ρωσίας, τις περιοχές του γειτονικού Καυκάσου.Το ρεύμα μετοικεσίας εμφανίζεται ενισχυμένο τόσο στο Δυτικό, όσο και στον ανατολικό Πόντο και σχετίζεται άμεσα με την παρουσία ή απουσία του ρωσικού στρατού στην περιοχή : όπου οι ελληνικοί πληθυσμοί δεν προστατεύονται από τους ομόθρησκους Ρώσους, είναι επόμενο να μένουν εκτεθειμένοι στα τουρκικά αντίποινα και να παίρνουν το δρόμο της προσφυγιάς.
Μ΄ αυτό τον τρόπο δημιουργείται , ιδιαίτερα στις περιοχές του Βατούμ και του Σοχούμ, ένα τεράστιο και οξύτατο προσφυγικό πρόβλημα … ΄Ετσι ανοίγει η προδρομική φάση της τραγικής προσφυγιάς προς την Ελλάδα…

Το ΄22 με την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, ακολουθεί το δεύτερο μεγάλο κύμα, όταν σημαντικό μέρος του ελληνοποντιακού πληθυσμού καταφεύγει στις παράλιες πόλεις με σκοπό να επιβιβαστεί σε πλοία και να φτάσει στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω περιουσιακά στοιχεία αξίας 70.000.000 εκατομυρίων περίπου χρυσών λιρών Τουρκίας.
Παρόμοιο φαινόμενο εξαναγκασμένης από τα πράγματα πληθυσμιακής μετακίνησης, σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα, δεν έχει να παρουσιάσει η ελληνική ιστορία. Ο ξεριζωμός συνεχίζεται αμείωτος έως το 1924, όταν φεύγουν και οι τελευταίοι με τη συμφωνία για την ανταλλαγή πληθυσμών που προβλέπεται από την Συνθήκη της Λωζάνης .
Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα μεταμορφώνει κυριολεκτικά την όψη της χώρας. Ας σημειωθεί μόνο πως ο πληθυσμός της Αθήνας διπλασιάζεται μέσα σε μια νύχτα και η ανταλλαγή των πληθυσμών αποτελεί την μεγαλύτερη οικονομική ευκαιρία της χώρας.
Οι ίδιοι πάμφτωχοι, έχοντας αφήσει πίσω την περιουσία τους, μικρή ή μεγάλη, φτάνουν ταλαιπωρημένοι από τις διώξεις, με το φόβο ακόμη μέσα τους και εγκαθίστανται εδώ και κει στην Μητροπολιτική Ελλάδα. Σκορπίζουν στη Μακεδονία , την Θράκη , την Αττική, την Θεσσαλία, στα νησιά και μέσα από χιλιάδες εμπόδια και δυσκολίες κατορθώνουν με την εργατικότητά τους, την υπομονή και την επιμονή τους να επιβιώσουν, αλλά και να μπουν σε όλους τους χώρους: της βιομηχανίας, της γεωργίας, των επιχειρήσεων,του δημοσίου, των γραμμάτων, των επιστημών, των τεχνών, της πολιτικής και να διακριθούν συντελώντας στην ανύψωση του ελληνικού βιοτικού επιπέδου και στην πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου.

Μέρος των Ποντίων στα χρόνια του 1922 από τον Ιστορικό Πόντο και του 1935 – 1939 κυρίως, από τα μέρη της Νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου, φτάνουν στο λιμάνι του Βόλου και κουρνιάζουν προσωρινά στο Δημοτικό Θέατρο, σε καπναποθήκες, σε πρόχειρα καταλύματα για να εγκατασταθούν αργότερα οι περισσότεροι στην περιοχή * Κουφόβουνο * της Νέας Ιωνίας, πάνω από την σιδηροδρομική γραμμή , στον τότε προσφυγικό συνοικισμό του Βόλου, σε πλίθινα και πέτρινα σπίτια που κτίζουν μόνοι τους, βοηθώντας ο ένας τον άλλο, αυτοί που ξεκίνησαν από την γη της Κολχίδας, αυτοί που ήρθαν από τον Καύκασο του Προμηθέα Δεσμώτη ,για να ριζώσουν εδώ δημιουργώντας γνώση, παράδοση, παρελθόν και μέλλον.
Και αγαπούν τη νέα γη . Ξέρουν πως το παλιό φέρνει το καινούργιο και πως μέσα στο καινούργιο ζει το παλιό. Γι΄ αυτούς υπέρτατη αξία αποτελεί ο σεβασμός των νέων προς τους μεγαλύτερους.
Τιμούν τους γονείς τους και τις αξίες τους και ο προγονικός λόγος , άγραφος, παραμένει σχεδόν αναλλοίωτος.
Τα αγαθά είναι περιορισμένα, δουλεύουν σκληρά από το πρωί έως αργά το βράδυ, μικροί και μεγάλοι, μα έχουν πάντα χρόνο να τραγουδούν, να γλεντούν, να νανουρίζουν τα παιδιά , να διηγούνται παραμύθια …
Και μέσα από την μικρή , δική τους κοινότητα, έχοντας μόνο υποχρεώσεις απέναντι στο κράτος και κανένα δικαίωμα, στηρίζονται στις δυνάμεις τους, διατηρούν τη γλώσσα τους, την παράδοση, την πίστη, την τιμή και την αξιοπρέπειά τους με υπομονή και σκληρή δουλειά, στο περιθώριο της πόλης του Βόλου. Χτίζουν μόνοι τους, πέτρα πέτρα, τη Στέγη του Συλλόγου και δημιουργούν θεατρική και χορευτική ομάδα. Οι χορεύτριες, οι “αμαζόνες της Νέας Ιωνίας”, γίνονται διάσημες στο εσωτερικό και εξωτερικό και οι επόμενες γενιές που θάρθουν, κάνουν πιο πλούσια την Ένωση Ποντίων Νομού Μαγνησίας σε έμψυχο και πολιτιστικό υλικό. Όλοι εργάζονται με αγάπη και μεράκι με το ακορντεόν, την λύρα, το νταούλι και το τραγούδι συντροφιά…
Τα τεράστια προβλήματα μικραίνουν με την αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα και η ζωή μέρα με τη μέρα αλλάζει, όπως αποδεικνύεται και από την παρακάτω ιστορία-ντοκουμέντο της προσφυγοπούλας Νάτας Ανδρονικίδου, που έφτασε από την Νότια Ρωσία στο λιμάνι του Βόλου με την οικογένειά της το 1939 :

ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΨΥΧΗΣ
( Από το αρχείο της Ντίνας Ηλιάδου )

Αφηγείται
η Αναστασία (Νάτα) Ανδρονικίδου –Σπυρίδου

Την οικογένειά μου τη πατρική αποτελούσαν οι γονείς μου Γαβριήλ και Ελπίδα και η μικρή μου αδελφή Μαρία.
Μικρό κοριτσάκι ήμουν και ο πατέρας απ΄ ότι θυμάμαι διηγιόταν τις τραγικές στιγμές της προσφυγιάς μας:
”….Όταν φύγαμε από τον Πόντο αφήσαμε όλο το νοικοκυριό μας. Ήμασταν αγροτική οικογένεια. Πήραμε την ψυχή μας γυμνή και πονεμένοι φύγαμε , αφού δεν μπορούσαμε να πάρουμε τίποτε, από την πατρίδα μας , το Κάρς. Από την δική μου οικογένεια , η οποία μέσα σε μια εβδομάδα αφανίστηκε από επιδημία χολέρας, από τα 11 άτομα που ήμασταν, έμεινα μόνο εγώ μόνος στη Ρωσία με τους θείους μου , την οικογένεια Πολυχρονίδη. Με πήραν μαζί τους και με φρόντισαν, με μεγάλωσαν…. Όταν έγινα παλικάρι και παντρεύτηκα στη Ρωσία , αρχίσαμε πάλι από την αρχή και οι δουλειές
που κάναμε με τον θείο μου ήταν οικοδομικές. Είχαμε μια φτωχική οικογένεια αλλά πολύ ευτυχισμένη.
….Μέχρι όμως να πούμε *φτάσαμε*, γίναμε πάλι πρόσφυγες και ήρθαμε στην Ελλάδα το ΄39, στο Βόλο. Το καράβι που μας έφερε από την Ρωσία ήταν πολύ καλό και λεγόταν * ΣΒΑΝΕΤΙΑ *. Μας βάλανε στο Δημοτικό Θέατρο και από εκεί σε μια καπναποθήκη, την λεγόμενη Ρώσικη Αποθήκη. Εκεί στοιβαχτήκαμε περίπου 50 οικογένειες. Η κάθε οικογένεια μπορούσε να φράξει ένα δωμάτιο 4Χ4, να το κλείσει με κουβέρτες και αυτό ήταν όλο κι όλο το σπίτι μας! Το κτίριο είχε τέσσερα πατώματα και κάτω , έξω στην αυλή του, δύο κοινόχρηστες τουαλέτες.
Δεν προλάβαμε να εγκλιματιστούμε και αρχίζει ο πόλεμος. Εγώ είμαι επτά ( 7 ) ετών και η αδελφή μου Μαρία τέσσερα ( 4 ).
Δουλειές δεν υπήρχαν και έπρεπε να επιβιώσουμε. Η ποντιακή ράτσα όμως είναι πολύ εργατική… Οι πολλοί βρήκαν ένα τρόπο να βγαίνει το καθημερινό , για να μην πεινάσουμε. Παίρνανε σιτάρι από την Λάρισα , 20 κιλά περίπου και με μεγάλη ταλαιπωρία το έφερναν και πήγαιναν στο Πήλιο, στον ΄Αγιο Λαυρέντιο , άφηναν το σιτάρι και έπαιρναν λάδι.
Μια μέρα , μου έλεγε ο πατέρας , μήναμε νύχτα στη Λάρισα, αφού δεν βρήκαμε να δώσουμε το λάδι, χειμώνας , κρύο πολύ και κανείς δεν μας βάζει μέσα, έστω και στο σταύλο του. Απελπισμένοι , ρωτήσαμε μήπως υπάρχουν Πόντιοι στην περιοχή και μας είπανε πως έξω από την Λάρισα υπάρχει μια ποντιακή οικογένεια, ονομάζεται Πολυχρόνη. Αφού περπατήσαμε ώρες μέσα στο κρύο και την λάσπη, βρήκαμε το σπίτι. Μας πήραν μέσα με χαρά μεγάλη, μας έκαναν σούπα ( σουρβάν ) και μείναμε εκεί το βράδυ εκείνο. Μετά γίναμε φίλοι και ερχόταν και αυτοί στο Βόλο.
Μια μέρα, ενώ ήμουν τότε 10 χρονών, με πήρε η μάμα να μαζέψω και γω ξύλα , λίγο έξω από το Βόλο. Αφού μαζέψαμε αρκετά, τα φορτωθήκαμε, πήρα και εγώ λίγα στη πλάτη μου , και ξεκινήσαμε το δρόμο του γυρισμού. Στο δρόμο βρήκαμε χελώνα και με χαρά μεγάλη τη βάλαμε στο σακούλι για φαγητό. Συναντήσαμε και ένα γείτονα , τον Χάλο, που έψαχνε και αυτός καμιά χελώνα για φαγητό.
– Μην λες τίποτα που βρήκαμε εδώ , λέει η μάμα σε μένα.
– Εδώ δεν βρήκαμε τίποτε, ψάξε αλλού , λέει στο Χάλο.
Και ξεκινήσαμε για το σπίτι . Στο ένα χέρι κρατώ την χελώνα και τρία ξύλα έχω στη πλάτη μου. Πλησιάζοντας στο Βόλο μας βλέπει ένας περαστικός και μου λέει : – Κοίτα μην σου πάρει τα ξύλα κανένα λελέκι ! Και τότε κατάλαβα πως με κορόιδεψε, επειδή τα ξύλα μου ήταν λίγα!
Γεννηθήκαμε στο Ορζενικίτσι στον Καύκασο. Σχολείο πήγα για πρώτη φορά στην Ελλάδα , πήγαινα χωρίς να ξέρω Ελληνικά, μέσα στην Αποθήκη. Αρχίσαμε σιγά – σιγά να προσαρμοζόμαστε και στη αποθήκη η ζωή συνεχιζόταν με γλέντια από τα εικοσάχρονα παιδιά. Όλοι ήταν με γονείς από Πανεπιστήμια και τα κορίτσια φορούσαν μπερέδες. Εμείς τους καμαρώναμε, αλλά οι ντόπιοι είχαν διαφορετική άποψη :
“Αυτά τα κορίτσια δεν θα τα παντρευτεί κανένας, γιατί δεν έχουν προίκα ! “
Όμως η μάμα έλεγε : “τρυπημένη χάντρα δεν μένει στη γη…” Όλες παντρευτήκαμε … και τα αγόρια και τα κορίτσια… ήταν όλα όμορφα…
Περνούσαν τα χρόνια σκληρά , αλλά νομίζω πως θα μας ζήλευε και ο πιο πλούσιος άνθρωπος γιατί μητέρα μας Ελπίδα, μια πολύ έξυπνη γυναίκα και ο πάπα μας ο Γαβριήλ μας λάτρευαν. Όλο γέλια και αγάπη ήμασταν και ας ήταν ένα δωμάτιο με τσουβάλια το σπίτι μας. Χωρούσε η ευτυχία του κόσμου όλου.
Μετά από χρόνια, όσοι δούλευαν σκληρά σε ότι δουλειά κι αν έβρισκαν, αγόραζαν από ένα μικρό οικόπεδο . Έτσι πήραμε και εμείς, πάνω από το Κουφόβουνο , στη Νέα Ιωνία. Οι γονείς μας κουβαλούσαν με καρότσι υλικά και μόνοι τους , με τα χέρια τους κάνανε το δικό μας σπίτι. Η χαρά ήταν μεγάλη. Ένα δωμάτιο στην αρχή, πρώτα την πόρτα, και μετά κτίσαμε τα άλλα. Θυμάμαι μια ζωή να κτίζουμε αυτό το σπίτι, ένα δωμάτιο και κουζίνα όλο.
Τα έπιπλα μπαίνανε σιγά – σιγά κι αυτά. Δύο σιδερένια κρεβάτια, ένα τραπέζι, τέσσερις καρέκλες. Μετά βάλαμε στο τοίχο πιατοθήκη και πήραμε και τρίφτη …είχαμε χαρά για να μαγειρεύουμε…
Πολλές φορές όταν ήμασταν μικρές, τον χειμώνα κάναμε παρακάθ και ο πατέρας μας έλεγε πόσο δύσκολη ήταν η διαδρομή από το Καρς στη Ρωσία … “…Πέσαν αρρώστιες, έλεγε, και ξεκληρίζονταν ολόκληρες οικογένειες . Στη διαδρομή γυναίκες με μωρά στη αγκαλιά που πέθαιναν από τις κακουχίες, τα άφηναν με σπαραγμό ψυχής και συνέχιζαν όσες και όσοι άντεχαν το δύσκολο ταξίδι μέχρι την Ρωσία . Στο Καρς ζούσαμε καλά . Είχαμε τα πάντα. Ζούσαμε τα αδέλφια όλα μαζί, παντρεμένα και όχι. Η γυναίκα του πιο μικρού αδελφού έπρεπε να πλένει τα πόδια του παππού και να περιμένει τους άντρες να τους περιποιηθεί, να στρώσει τα κρεβάτια, να μαζέψει τα ρούχα τους … Η νύφη έπρεπε να σέβεται τα πεθερικά της , να μην μιλά ”, έλεγε πάντα ο πάπα…
Εγώ αρχίζω να πηγαίνω σχολείο και η Μαρία μοδιστράκι, οι γονείς τρέχανε καθημερινά για το μεροκάματο. ΄Ισα ίσα τα φέρναμε βόλτα.
Η ζωή μας όμως ήταν ωραία, πολύ ωραία. Την Πρωτομαγιά πηγαίναμε παρέες παρέες με τα πόδια τραγουδώντας στο ρέμα στον ΄Ανω Βόλο και μας φαινόταν πως όλος ο κόσμος είναι δικός μας !
Στο Κουφόβουνο μαζευτήκαμε στην αρχή περίπου είκοσι οικογένειες. Ήμασταν όλοι δεμένοι και ο ένας βοηθούσε τον άλλο . Είχαμε πολύ αγάπη. Νοιώθαμε ο ένας ότι ήταν κομμάτι του άλλου, μαζί γλεντούσαμε και μαζί πονούσαμε. Πέρασαν πολλά χρόνια, άλλαξαν τα πάντα. Σπίτια καλά, οικονομικά καλλίτερα. Αλλά η μεγάλη αγάπη έκανε φτερά και πέταξε…
Η φτώχεια σε δένει… το χρήμα χορταίνει το στομάχι μα σκληραίνει την καρδιά…
Κρατώ φιλίες, παλιές , παιδικές, αλλά σκορπίσαμε στα πέρατα, Αθήνα και αλλού..Αλλά υπάρχει μαγιά. Εμείς ανταμώνουμε όταν μπορούμε και μιλάμε στο τηλέφωνο και χαιρόμαστε. Οι πιο πολλές παντρεύτηκαν και έφυγαν από το Βόλο. Τα καλοκαίρια όμως ανταμώνουμε. Εγώ πήρα τον Θόδωρο Σπυρίδη και κάναμε δύο γιούς : τον Στέλιο και τον Γαβρήλο .
Αυτές τις αναμνήσεις τις κρατώ σαν διαμάντια και συγκινούμαι κάθε φορά που τις θυμάμαι. Και θα τις κρατώ σ΄όλη μου τη ζωή.
Αυτά τα έγραψα για να τα διαβάσουν κάποια στιγμή και τα παιδιά μου και οι αγαπημένες μου εγγονές Ελπίδα και Ευγενία, να δουν τα δύσκολα χρόνια που περάσαμε και την αμέτρητη αγάπη που είχαμε στις δυσκολίες της ζωής.

Στην Νέα Ιωνία χαίρομαι που όλοι είναι οργανωμένοι στο Ποντιακό Σύλλογο. Πολλά χρωστάμε στον Ανέστη Παναγιωτίδη, τον Δάσκαλο χορευτή, αφού ανέλαβε και έβγαλε πολλά παιδιά στο ποντιακό συγκρότημα της Νέας Ιωνίας και σήμερα υπάρχουν τόσες γενιές χορευτών που καμαρώνουμε όλοι ! Νέα παιδιά που τόσο ωραία χορεύουν…
Και χίλια εύγε στα παιδιά που μορφώθηκαν και δουλεύουν με όρεξη για αυτό τον ιερό σκοπό που λέγεται ποντιακή ιδέα και σε όλους όσους συνεχίζουν να αγωνίζονται για αυτή !
Οι Πόντιοι είναι σκορπισμένοι σε όλα τα μέρη της γης. ΄Οπου κι αν ρίζωσαν έκαμαν προκοπή. Είναι μια βασανισμένη ράτσα , έτσι είναι το ριζικό της……Όμως ποτέ οι Πόντιοι δεν φοβήθηκαν τη ζωή, έγιναν πιο δυνατοί, οι τωρινές γενιές μορφώθηκαν , έγιναν όλοι πρωταθλητές στο στίβο της ζωής !

Με πολύ αγάπη αφηγήθηκα αυτά τα πολύ λίγα για τη ράτσα μου που τόσο λατρεύω !

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.