Ενεργοί Πολίτες με Όραμα και Λογισμό! (47 χρ. Κατοχής)

Του Αδάμου Α. Μουζουρή

(Στους Μαθητές μου που Ονειρεύονται και δεν Βολεύονται).

«Ψηφίδες Ιστορίας, «κτήμα τε ες αιεί».
(31 Δεκεμβρίου 1973/4).

Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις Αγαπημένε μου Αναγνώστη! Και ίσως αναλογιστείς: «Τη γνώμη των δυνατών ποιος θα μπορέσει να τη γυρίσει; Ποιος θα μπορέσει να ακουστεί»; Γνωρίζεις, όμως, καλά ότι δεν έχουμε το δικαίωμα ούτε να σωπαίνουμε ούτε και να «ονειρευόμαστε χωριστά». Δεν μας αφήνουν το αγιόκλημα της Κερύνειας και το γιασεμί της Αμμόχωστος. Στο ένα μυρίζει η θύμηση, στο άλλο ο νόστος αγιάζει.

Αναπαμός θα υπάρξει όταν ζεσταθούμε ένα πρωινό, στη Δημοτική Αγορά Βαρωσίων με το σαλέπι του Τουρκοκύπριου Ισμέτ, δροσιστούμε το μεσημέρι στην παραλία της Αμμόχωστος με το αϊράνι του Κεμάλ και ψαρέψουμε το δειλινό στο Μπογάζι με τον Ισμαήλ.

Ναι με τον Ισμαήλ, το καρτάσι της παρέας. Της παρέας, του Νικόλα, του Κώστα, του Γιώργου και του Γιωργάκη, του μικρότερου και του ωραιότερου. Της παρέας εκείνης, που πρέπει να ζήσεις εκατό ζωές και να είσαι και τυχερός για να τους συναντήσεις.

Για τούτη την παρέα, θα κουβεντιάσουμε! Μια κουβέντα που μοιάζει με παραμύθι, … αλλά τι πειράζει. Έτσι κι αλλιώς εμείς.. ως απόγονοι του Ομήρου έχουμε την έφεση προς την παιδεία και μας αρέσει να μιλάμε και να διηγούμαστε. Να ιστορούμε και να παραμυθολογούμε! Ιστορίες αμαλγάματα του μύθου και του θρύλου!

«Αγαπάμε τα παραμύθια
γιατί είναι ποίηση.
Αγαπάμε την ποίηση
γιατί είναι φεγγάρι.
Αγαπάμε το φεγγάρι
γιατί είναι όνειρο.

Αγαπάμε το όνειρο
γιατί είναι Αμμόχωστος.
Αγαπάμε την Αμμόχωστο
γιατί είναι Όραμα.

Παλεύουμε για το Όραμα
Δίνουμε όραμα στη Ζωή
Ομορφαίνουμε τον Άνθρωπο.

Αγαπημένε μου Αναγνώστη, θα πάμε μια βόλτα στο Μπογάζι (Επαρχίας Αμμοχώστου), στη δική μας Ιθάκη, είκοσι εννέα (29) χρόνια πριν… Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1974. Στης κυρά Μαρίνας και του κυρ Βαγγέλη την ταβέρνα. Μόνοι αυτοί, δίχως παιδιά, για τούτο και ήταν όλοι παιδιά τους και εμείς, Στρατιώτες του 399 Τ.Π. (με έδρα το Μπογάζι). Στα κλεφτά εμείς, αφού τελέψαμε τις υπηρεσίες μας, μαζευτήκαμε όλοι να γιορτάσουμε τον ερχομό της Πρωτοχρονιάς του 1974.

Όλοι σε μια γωνιά και το μαγκάλι στη μέση. Να αφήνουμε την πραγματικότητα να κυλά ανέξοδα και εμείς να ζούμε το όνειρο. Να ψήνει στη φωτιά το αφεντικό, χαλούμια, λούντζες, λουκάνικα και η κυρά να κουβαλά τον «τταβάν», το κλέφτικο, και ο Γιωργάκης, ο Γανυμήδης της παρέας να κερνά κόκκινο γλυκό κρασί. Και ο Ισμαήλ (προστέθηκε και αυτός μαζί με ένα φίλο του στην παρέα), γλεντζές και γαλαντόμος, να τρώει με βουλιμία το λουκάνικο και εμείς να τον πειράζουμε πως έχει χοιρινό μέσα. Και εκείνος με το χαμόγελο, που μ’ όλο τον κόσμο δεν τ’ αλλάζω, να μας λέει «καλά ρε μπάσταρδοι και εγώ εξισλαμισμένος Έλληνας δεν είμαι….. και ας με λέει το αφεντικό τουρκόσπορο…». «Άνθρωπος είσαι, Ισμαήλ, σαν και μας… γεννήθηκες εδώ, πονάς τη γη, έχεις το δικό σου μερτικό σ’ αυτή τη γη. Είσαι τουρκοκύπριος, δεν είσαι ξένος, είσαι παιδί αυτής της κοινής πατρίδας. Ο Άνθρωπος είναι η καρδιά, η ψυχή… ο ίδιος αγέρας μας γεμίζει, τα ίδια πάθη και οι ίδιοι καημοί μας ενώνουν.

Ισμαήλ αγαπάς τη γη μας, το φίλο, το χορό, το τραγούδι. Είσαι ένα με μας… έτσι δεν είναι αφεντικό»; «Ναι δάσκαλε – έτσι έλεγε το αφεντικό το Νικόλα – αλλά…», «…εδώ γεννηθήκαμε, εδώ είναι ο τόπος μας, εδώ θα ζήσουμε. Στο λέω, Αφεντικό, η φιλία και η συνύπαρξη θα μας σώσουν….». «Θα μας αφήσουν»; «Τώρα μιλάς σωστά αφεντικό…» «Εσύ με γλυκαίνεις… ο λόγος σου ομορφαίνει τον Άνθρωπο… και την ομορφιά των αγαπάω πανάθεμά με». «Έλα μην είσαι κουμπωμένος… μη φοβάσαι. Αφεντικό, είσαι τρυφερός, γενναιόδωρος, έχεις τα πιο δυνατά όπλα. Μ’ αυτά θα κερδίσουμε τον Ισμαήλ και όχι με τη βία και το αίμα». «Ποιος είναι τόσο βλάκας, ώστε να διανοηθεί να διαφωνήσει μαζί σου»; «Ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία είναι οι βρυσομάνες της βλακείας…». «Κάτι ήξεραν οι Άγγλοι» μουρμουρίζει ο Κώστας. «Η ζωή, Αφεντικό, δεν είναι πάρε δώσε, είναι ψυχή και καρδιά, όραμα και πάλεμα. Όλα φεύγουν… μένει η ουσία, η αγάπη, η ανθρωπιά…» «Δάσκαλε, έχεις ιδέες που όλοι τις ερωτεύονται αλλά φοβάμαι ελάχιστοι τις παντρεύονται»! «Καρτάσι η καρδιά μου είναι μαζί σου, η σκέψη μου όμως, συμφωνεί με το αφεντικό. Συμμερίζομαι τους φόβους του… θα μας μοιράσουν». «Οι δικοί μας πριονίζουν την Κερκόπορτα και οι άλλοι καιροφυλακτούν», κλείνει την κουβέντα ο Γιώργος. (Αυτά τότε που ζούσαμε το όνειρο και αφήναμε να κυλά ανέξοδα η πραγματικότητα. Τώρα πληρώνουμε την πραγματικότητα και νοσταλγούμε το όνειρο…)

«Βάλε κρασί Γιωργάκη, πιάσε το βιολί Γιώργο και συ Κώστα το λαούτο και πάμε για τραγούδι Νικόλα». Επαναφορά στην τάξη από το πραγματικό αφεντικό την κυρά Μαρίνα.
Λένε πως πολλά πράγματα κρύβουν μέσα τους το παρόν και το μέλλον. Κάτι σαν προμήνυμα, λόγος προφητικός, ή και οιωνός…

«Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν…
Αμαρτία μου να ’χα κι εγώ μιαν αγάπη
Μακρινή Μητέρα. Ρόδο μου Αμάραντο…»

Τραγούδαγε ο Νικόλας. Δυο Έρωτες είχε! Τη χαρά της Ζωής και την Πατρίδα. Πατρίδα είναι ο Άνθρωπος. Στον πόλεμο το νιώσαμε και αυτό τον Άνθρωπο ερωτευτήκαμε. Αυτήν την Αμαρτία πλήρωσε ο Νικόλας. Έμεινε εκεί στα ριζά του Πενταδακτύλου αιώνια ερωτευμένος… και για τούτο αδικαίωτος…

«Παίξε μου έναν Αραπιέ να χορέψω την καντήλα» (είναι χορός που χορεύεται μ’ ένα ποτήρι ή και περισσότερα, αναποδογυρισμένο πάνω στο κεφάλι του χορευτή. Για να συγκρατείται το νερό βάζει από κάτω από το ποτήρι, πάνω στο κεφάλι του ένα μαντήλι διπλωμένο).

«Τον τοίχον, τον παλιότοιχον, εν να τον ασπρογιάσω,
τζιαι την αγάπην την παλιάν, εν να την πολογιάσω.
Όφφου, όφφου, ρα Μουζουρού του Μόρφου,
τζι έκαμές με τζιαί πέλλανα για δκυο βυζιά του κόρφου».

Στητός κι ολόρθος ο Γιώργος, σαν να είχε τα ποτήρια στο κεφάλι, αστραπόφωτος έφυγε ένα δειλινό κάπου εκεί στον κόρφο του Μόρφου και δε ματαγύρισε… μην και του πέσουν τα ποτήρια!

Ρέει το παραμύθι, αν είναι παραμύθι, όπως ρέει και το γλυκό κρασί από τα χέρια του Γανυμήδη, του Γιωργάκη που όλο τραγουδά και παραποιεί στίχους, τόνο, μέτρο…

«Είστε μικροί και δεν χωράτε
τον αναστεναγμό μου..».

Εκεί την ώρα του πικρού καιρού… μας έφυγε… που πήγε δεν τον είδαμε… έτσι κι αλλιώς ελεύθερος κι ωραίος ήταν… σε κάποια γειτονιά Άγγελος με τους Αγγέλους θα είναι και ….
«είστε μικροί και δεν χωράτε τον αναστεναγμό μου…».
… θα τραγουδά την κατάντια των αερητζήδων που πουλάνε φούμαρα για ιδέες και αγοραίες εκφράσεις, για αρχές…

«Ελάτε πάρτε μπουρέκια και δάκτυλα», προστάζει η χρυσο-δάκτυλη κυρά Μαρίνα, και σεκοντάρει τον «Δάσκαλο» που τραγουδά….
«Μήτε αδελφός αγόρι μου
δεν νοιάστηκε για μένα…»

Σίγουρα Αδερφέ, γιατί αντί ν’ ανάψουμε το καντήλι σου και να θυμιατίσουμε το μνήμα σου εκεί στο κύμα το πικρό της Κερύνειας, το απεμπολούμε θυμιατίζοντας το σχέδιο Ανάν!

Αγαπημένε Αναγνώστη, μέρες χαράς και αγάπης που είναι, να ηχούν τα τραγούδια σου και να αντηχούν από την Κατεχόμενη Γη μας του Ισμαήλ. «Σας αγαπούμε γιατί είστε ωραίοι » που άρεσε στην κυρά Μαρίνα και τον «Καϊκτσή» του Αφεντικού (άγιο το χώμα που τους σκεπάζει), και πώς να μην το ομολογήσεις:

«Είμαι Μεγάλος για να ξεχάσω και Μικρός για να συγχωρήσω».
«Είμαι Μεγάλος για να ματαιοδοξώ και Μικρός για να συμβιβαστώ».

Χρόνια Καλά, Ανθρώπινα και Δημιουργικά! Και Λευτεριά στην Κατεχόμενη Γη μας, με Λύση, Δίκαιη, Βιώσιμη και Λειτουργική, χωρίς τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής και τους έποικους, για το καλό όλων μας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Επιμύθιο: Ψηφίδες Ανθρώπων που διάβηκαν το διάσελο της Ιστορίας, ακούμπησαν τον θρύλο και ρέπουν προς τον μύθο! Το Δοκίμιο – «Ψηφίδες Ιστορίας» δημοσιεύτηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2002. Το ανακάλεσε ο Αντίλαλός Τους!

*Φιλόλογος – Ιστορικός
Πρόεδρος της Ένωσης
Κυπρίων Ν. Μαγνησίας


Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.