Η κήρυξη της Επανάστασης στο Πήλιο

Συγγραφή –Επιμέλεια: Δρ Αννίτα Πρασσά, Προϊσταμένη Γενικών Αρχείων Κράτους Ν. Μαγνησίας

Το Πήλιο απολάμβανε ιδιαίτερο καθεστώς αυτοδιοίκησης και στα εικοσιτέσσερα περίφημα χωριά του την τελευταία περίοδο της τουρκοκρατίας είχε σημειωθεί σημαντική οικονομική και πνευματική ανάπτυξη προσφέροντας στους κατοίκους το αίσθημα της ασφάλειας και σταθερότητας. Ευημερία όμως που είχε αδρανοποιήσει τους συντηρητικούς προκρίτους, οι οποίοι δύσκολα θα διακινδύνευαν να απολέσουν τα προνόμιά τους.

Στις παραμονές της επανάστασης αρκετοί Πηλιορείτες ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία, μεταξύ των οποίων ο προοδευτικός λόγιος Άνθιμος Γαζής (1758-1828), ο οποίος τότε βρισκόταν στην πατρίδα του τις Μηλιές, όπου μαζί με το συμπατριώτη του Γρηγόριο Κωνσταντά (1758-1844) είχε ιδρύσει την εκεί περίφημη σχολή. Ο Γαζής είχε αναλάβει να υποκινήσει τη Θετταλομαγνησία και είχε μυήσει αρκετούς.

Μετά την έκρηξη της επανάστασης στη νότιο Ελλάδα, ο επαναστατικός πυρετός δυνάμωνε και ο Γαζής αναζητούσε την κατάλληλη ευκαιρία. Η επανάσταση του Πηλίου ξεκίνησε από τις Μηλιές. Εκεί την 1η Μαΐου σε γεύμα που δόθηκε στο σπίτι του Μηλιώτη Γιάννη Δήμου και όπου ήταν καλεσμένοι οι Φιλικοί, ο Γαζής διάβασε στους παρευρισκόμενους τις οδηγίες που του είχε στείλει η Φιλική Εταιρεία και ευχήθηκε την «ανάστασι του Γένους», γεγονός που θορύβησε τον μέχρι τότε διστακτικό και επιφυλακτικό για την επιτυχία του εγχειρήματος Κωνσταντά. Ο Γαζής στη συνέχεια πήγε στη Μακρινίτσα και στο Τρίκερι για να προετοιμάσει τους μυημένους κατοίκους. Η κήρυξη της επανάστασης ήταν πλέον θέμα ολίγων ημερών. Στις 5 Μαΐου μπήκε στον Παγασητικό κόλπο μικρός στόλος επτά πλοίων υπό τον Υδραίο Αναστάσιο Τσαμαδό: 2 υδραίικα, 2 σπετσιώτικα και 3 τρικεριώτικα πλοία, που κατόπιν συνεννόησης με τους Περραιβό, Γαζή, Κωνσταντά, Ήβο Ρήγα κ.ά. προξένησε ενθουσιασμό στους κατοίκους και μεγάλη ανησυχία στους Τούρκους (Ορλάνδος, σ.103). Η αποστολή τους (για την οποία βεβαίως ο Γαζής ήταν ενήμερος) ήταν να μεταφέρουν πολεμοφόδια και να βοηθήσουν στην πολιορκία του φρουρίου του Βόλου. Τα υδραίικα ήταν του Αναστάσιου Τσαμαδού και του Λάζαρου Παπαμανώλη, ενώ τα σπετσιώτικα του Ιωάννη Κούτση και του Ιωάννη Α. Κυριακού (Χατζη-Αναργύρου, σ.160, 196-197). Τα πλοία προσορμίστηκαν στα Λεχώνια και έστειλαν «δημαγωγικάς προκηρύξεις εις διάφορα χωρία χάσικα και βακούφικα δια να τους διεγείρομεν εις τα άρματα, και ξεχωριστά γράμματα προς τους προεστώτας με μίαν γραφήν του κυρίου Μπενάκη δια τον εις Μηλιαίς ελλόγιμον διδάσκαλον κύριον Άνθιμον Γαζήν» (ναυτικό ημερολόγιο Αν. Τσαμαδού, σ.15).

 

Στις 7 Μαΐου στις Μηλιές, που αποτέλεσε το κέντρο της επανάστασης, έγινε συγκέντρωση και την ίδια μέρα ο Γιάννης Δήμου ύψωσε τη σημαία της επανάστασης και μίλησε ο Κωνσταντάς (που στο μεταξύ είχε ξεπεράσει τους ενδοιασμούς του)  καλώντας τους συμπατριώτες του να ξεσηκωθούν για την ελευθερία. Η σημαία, που είχε κεντήσει η αδελφή του  Δήμου,  ήταν λευκή, στη μέση είχε ένα μεγάλο κόκκινο σταυρό, στις γωνίες τέσσερις κόκκινους μικρούς σταυρούς και στο πάνω μέρος ένα ήλιο. Την ίδια μέρα συγκεντρώθηκαν οι οπλαρχηγοί των χωριών της Ζαγοράς στου Κυριάκου Μπασδέκη και ξεκίνησαν για το κάστρο του Βόλου. Προς εκεί κατευθύνονταν και οι Μηλιώτες.

Για τα γεγονότα εκείνων των ημερών ενδιαφέρουσες πληροφορίες αντλούνται από το ναυτικό ημερολόγιο του Υδραίου Αναστάσιου Τσαμαδού (σ.14-24). Οι αντιπρόσωποι των 24 χωριών και οι πλοίαρχοι του Τρικερίου δήλωσαν στους Υδραιοσπετσιώτες την απόφασή τους «να κάμωσιν την επανάστασιν», αλλά και τις σοβαρές ελλείψεις τους συγχρόνως ως προς την τροφοδοσία του στρατεύματος:

«ήλθαν εις το καράβι του καπιτάν Λαζάρου Παππαμανώλη 3 άρχοντες, εις πρέσβυς των προεστώτων όλων των 24 χωρίων, τα δε ονόματα των πρέσβεων είνε τα ακόλουθα: Ως πρέσβεις όλων των 24 χωρίων, οι Κύριοι Ιωάννης Ζουζιάνης, Τζελεπής Κωνστής Χατζηγιάννης της Μακρυνίτζας, Γιαννάκης Γουργιότης της Πορταριάς. Ήλθαν εν τω αυτώ μερικοί δημογέροντες και καπιταναίοι των Τρικέρων, οι μεν των 24 χωρίων πρέσβεις είπαν ότι απεφάσισαν μεν να κάμωσι την επανάστασιν, αλλ’ ευρίσκοντο ελιπείς από σιτάρι δια να οικονομήσουν το στράτευμα έως ου κυριεύσωσι το κάστρο του Βώλου, εις το οποίον ευρίσκονται πολλότατα» (Τσαμαδός, σ. 17).

Ο Τσαμαδός ζήτησε από τους Τρικεριώτες συνεισφορά, οι οποίοι «ύστερον από μερικάς προφάσεις εσυγκατένευσαν» (σ.17-18). Στις 7 Μαΐου (κατά τον Κορδάτο στις 9) όλοι συγκεντρώθηκαν στην περιοχή «Επτά Πλατάνια» του Βόλου, για να επιτεθούν στο κάστρο όπου είχαν κλειστεί οι Τούρκοι θορυβημένοι:

«Εβγήκαμεν εις τα πανιά δια τον Βώλον με μεγάλην μπουνάτσα, εφθάσαμεν τίρα κανονίου του κάστρου. Εβγήκαμεν οι τρεις καπιταναίοι εις την ξηράν και επήγαμεν εις το γενικό στρατόπεδο εις ένα κάμπο από πλατάνους, σχεδόν μισή τίρα κανονίου από του κάστρου, συμφώνως δε με τους εκεί ευρισκομένους άρχοντας και αρχηγούς του στρατεύματος επέμψαμεν γράμμα εις το κάστρο δια να παραδοθή» (Τσαμαδός, σ.19).

Μετά το τελεσίγραφο που έστειλαν οι επαναστάτες στον εχθρό, επιτέθηκαν με επικεφαλής τον Κυριάκο Μπασδέκη. Η επιχείρηση όμως δεν είχε επιτυχία λόγω έλλειψης πολεμικής εμπειρίας και παρά τα λιγοστά πολεμοφόδια των Τούρκων. Μάλιστα σε μία επίθεση τραυματίστηκε ο Μπασδέκης, ο οποίος μεταφέρθηκε στο πλοίο του Τσαμαδού και εν συνεχεία στο Τρίκερι για νοσηλεία και τον αντικατέστησε το πρωτοπαλίκαρό του, ο Κοντονίκος.

Για την αποτυχία της πολιορκίας στο ημερολόγιο του Τσαμαδού σημειώνεται η απειρία του επαναστατικού σώματος: δεν ήταν «προγεγυμνασμένον δια να τελεσφορήση το ασάλτον και ότι δεν ημπορεί, καθώς ήλπιζον και υπέσχοντο ­εις ολίγας ώρας να παρθή το κάστρον, ούτε εις ολίγας ημέρας» (σ.23). Επίσης επισημαίνεται ότι οι πολιορκητές είχαν από την αρχή υποτιμήσει την όλη προσπάθεια θεωρώντας την πολύ εύκολη υπόθεση: «αυτοί μας εβεβαίωσαν ότι δια να ήνε πολλά ολίγοι οι Τούρκοι εις το κάστρο, και αυτοί αποφασισμένοι να κάμουν ασάλτο, δια τούτο πέρνεται ευθύς, και ότι την συνδρομήν μας περισσότερον ζητούσι μόνον δια κάποιαν περισσοτέραν εμψύχωσιν του λαού και τρόμον των Τούρκων» (σ.18).

Συνεπώς δικαιώθηκε ο Κωνσταντάς για τις αρχικές επιφυλάξεις που διατηρούσε ως προς την ετοιμότητα των Πηλιορειτών.

Η ελληνική πλευρά διαπιστώνοντας την αδυναμία συνέχισης της πολιορκίας του κάστρου, αποφάσισε να στραφεί προς το Βελεστίνο μέχρι την άφιξη ενισχύσεων. Το επαναστατικό σώμα με επικεφαλής τον Κοντονίκο κατέλαβε το λόφο Πιλάφ-τεπέ μεταξύ Πηλίου και Αλμυρού, με σκοπό να αποκοπεί η επικοινωνία Βόλου-Βελεστίνου-Αλμυρού. Στη συνέχεια στρατοπέδευσαν στον Άγιο Γεώργιο (κοντά στο Βελεστίνο), απ’ όπου εισήλθαν στο Βελεστίνο χωρίς να βρουν αντίσταση, αφού οι Τούρκοι έντρομοι είχαν κλειστεί στους τέσσερις πύργους του χωριού. Οι απειροπόλεμοι και συγχρόνως απείθαρχοι επαναστάτες άρχισαν τις λεηλασίες των άδειων σπιτιών, αντί να φροντίσουν για την εξουδετέρωση του εχθρού. Ο Κοντονίκος με ελάχιστους άνδρες του προσπάθησε να επιτεθεί στους πύργους, αλλά τραυματίστηκε και αντικαταστάθηκε από τον Παναγή Μπασδέκη, αδελφό του Κυριάκου. Ούτε ο νέος αρχηγός μπόρεσε να επιβάλει την τάξη και οι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι αυτή την αδυναμία βρήκαν ευκαιρία να ειδοποιήσουν τους Τούρκους της Λάρισας, όπου ήταν η έδρα του διοικητή της Θεσσαλίας.

Στις 11 Μαΐου οι αντιπρόσωποι των 24 χωριών του Πηλίου έκαναν συνέλευση στο Βελεστίνο, που ονομάστηκε «Βουλή της Θετταλομαγνησίας». Πρόεδρος ορίστηκε ο Άνθιμος Γαζής και γραμματεύς ο Ζαγοριανός Φίλιππος Ιωάννου (1796-1880). Η «Βουλή» αυτή εξέδωσε επαναστατική προκήρυξη με την οποία καλούσε τους υπόδουλους χριστιανούς να ξεσηκωθούν εναντίον των Τούρκων. Εκεί χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η σφραγίδα που είχε ήδη φτιάξει ο Γαζής. Επίσης στάλθηκαν στα Ψαρά οι Γρ. Κωνσταντάς και Παρίσης Χρυσοχός για να ζητήσουν βοήθεια: «επειδή είμεθα στερεμμένοι πολεμικών υλών οίον παρουτίου και μολύβδου από των οποίων μας ζητούν και από τα πλησιόχωρα γειτονικά μέρη […] παρακαλούμεν όλους τους ομογενείς μας αδελφούς Έλληνας […] να βοηθήσωσιν […] κατά το απαραίτητον χρέος της αδελφότητος».

Η επανάσταση όμως της Θεσσαλομαγνησίας δεν μπορούσε να πετύχει μεμονωμένη και χωρίς ενισχύσεις και σταδιακά οδηγείτο προς το τέλος. Από τη Λάρισα έφθασαν ισχυρές δυνάμεις υπό τον Μαχμούτ πασά Δράμαλη που έτρεψαν σε φυγή τους επαναστάτες που βρίσκονταν στο Βελεστίνο, αλλά και τους πολιορκητές του κάστρου του Βόλου, οι οποίοι διέφυγαν προς το Τρίκερι και στα πίσω χωριά της Ζαγοράς. Οι Τούρκοι έκαψαν τα χωριά Κάπουρνα και Κανάλια και κατευθύνθηκαν στη Μακρινίτσα, όπου λεηλάτησαν τα σπίτια των Φιλικών. Μόνο οι Μηλιές πρόβαλαν αντίσταση, αλλά αντέδρασαν σθεναρά οι πρόκριτοι. Ο δε Δράμαλης επέβαλε στους κατοίκους υπέρογκες αποζημιώσεις για τα έξοδα της εκστρατείας του.

Οι Γαζής, Κωνσταντάς και Φίλ. Ιωάννου μετά την υποταγή της πατρίδας τους πήγαν αρχικά στη Σκιάθο και στη Σκόπελο, όπου είχαν καταφύγει πολλοί πρόσφυγες Θεσσαλοί, και αργότερα κατέληξαν στα νησιά των Κυκλάδων, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στο επαναστατημένο κράτος και κυρίως στο χώρο της εκπαίδευσης. Ο δε Γαζής θα εκλεγεί μέλος του Αρείου Πάγου, θα συμμετάσχει στις τρεις επαναστατικές Εθνοσυνελεύσεις Επιδαύρου, Άστρους και Τροιζήνας και το 1824 θα αξιοποιηθεί ως μέλος επιτροπών που αφορούσαν την επεξεργασία σχεδίου εκπαίδευσης και την εκλογή των μελών του Ανώτατου Κριτηρίου (δηλαδή Δικαστηρίου). Τα άλλα μέλη ήταν οι Σπυρίδων Τρικούπης, Πανούτσος Νοταράς, Αναστάσιος Λόντος κ.ά. Ο Κωνσταντάς, επίσης, θα συμμετάσχει στις δύο πρώτες εθνοσυνελεύσεις και στον Άρειο Πάγο, ενώ το 1824 θα διοριστεί γενικός έφορος της παιδείας, θα περιοδεύσει για να αποτυπώσει την επικρατούσα εκπαιδευτική κατάσταση και το 1825 θα υποβάλει σχέδιο με συγκεκριμένες προτάσεις για την οργάνωση σχολείων. Επί Καποδίστρια θα αναλάβει τη διεύθυνση του Ορφανοτροφείου στην Αίγινα, ενώ στην οθωνική περίοδο θα επιστρέψει στη γενέτειρα διδάσκοντας στη Μηλιώτικη σχολή. Όσο για το Φίλιππο Ιωάννου στην επαναστατική περίοδο θα διδάξει στο «Ελληνικό» (δευτεροβάθμιο) σχολείο της Ερμούπολης και αργότερα θα διοριστεί γραμματέας του ναύαρχου Ανδρέα Μιαούλη στη ναυαρχίδα του «Ελλάς». Το 1829 θα μεταβεί στο Μόναχο για σπουδές, συνοδεύοντας παράλληλα τους δύο μικρότερους γιους του Μιαούλη, οι οποίοι ως υπότροφοι του βασιλιά Λουδοβίκου φοίτησαν στο «Στρατιωτικόν Σχολείον».  Επιστρέφοντας ο Ιωάννου θα διοριστεί καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Παρά την αποτυχία της επανάστασης στο Πήλιο η επαναστατική φλόγα δεν επρόκειτο να σβήσει και αργότερα ξεσηκώθηκαν τα χωριά του νοτίου Πηλίου Αργαλαστή, Λαύκος και Προμύρι, όπου έδρασε ο Γεώργιος Δάμτσας-Ζορμπάς, και η Παλαιά Μιτζέλα του βορειοανατολικού Πηλίου υπό τους Δημ. Καλαμίδα και Γριζάνο, συμμετέχοντας έκτοτε σε διάφορες επιχειρήσεις εντός και εκτός Πηλίου. Στην αντίσταση δε της Παλαιάς Μιτζέλας, που το 1828 κάηκε από τους Τούρκους, συμμετείχαν και γυναίκες, που αξίζει στο αφιέρωμα αυτό να μνημονευτούν ιδιαίτερα: η Καμπέραινα, η Αρχόντω Καβούκαινα, η Σκεντέραινα, η Μαριγώ Πάφλαινα και η Λενιώ Καμένου, που η φήμη τους σύντομα διαδόθηκε (Κορδάτος, σ.813).

Η όχι ιδιαίτερα γνωστή αυτή γυναικεία συμμετοχή που μνημονεύεται και από τον Πουκβίλ, αποδεικνύει ότι ο απελευθερωτικός Αγώνας δεν ήταν αποκλειστικά ανδρική υπόθεση και παράλληλα εντάσσει τις Πηλιορείτισσες αυτές στο πάνθεο των Ηρωίδων του Αγώνα.

Οι επαναστατικές αναζητήσεις των υπόδουλων Θεσσαλών συνεχίστηκαν με τη συμμετοχή τους στις αποτυχημένες επαναστάσεις του 1854 και 1878. Η εθνική ολοκλήρωση θα είναι μακρά και διαρκέσει 60 χρόνια μέχρι την ενσωμάτωση της θεσσαλικής περιφέρειας (εκτός της Ελασσόνας) και της Άρτας στο ελεύθερο ελληνικό κράτος το 1881.

 

 

ΕΝΔΕΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ιστορικά Ημερολόγια των ελληνικών ναυμαχιών του 1821 εκ των ημερολογίων του ναυμάχου Αν. Τσαμαδού, Αθήναι 1886 (έκδ. Νικ. Πάτρας).

Αν. Ορλάνδος, Ναυτικά, τ.Α΄, 1869.

Γούδας, Αναστάσιος Ν. (1869). Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών. Α΄ Κλήρος, Αθήναι (Εθνικόν Τυπογραφείον).

Ανάργυρος Ανδρέου Χατζη-Αναργύρου, Τα Σπετσιωτικά, Πειραεύς 1926, τ.Γ.

Γιάνης Κορδάτος, Η Επανάσταση της Θεσσαλομαγνησίας το 1821, Αθήνα 1930.

―, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, Αθήνα 1960.

Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, έκδ.6η, τ.Α΄, σ.304-311.

Ιωάννα Διαμαντούρου, «Εξάπλωση της Επανάστασης στη Νοτιοανατολική Θεσσαλία», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, σ.110-112.

Γιώργος Θωμάς, Ο Πηλιορίτης Οπλαρχηγός Γιώργης Ζορμπάς (1788-1856), Βόλος 1983.

Κώστας Λιάπης, «Ο Μιτζελιώτης αγωνιστής του 1821 και 1854 Γιώργης Γριζάνος», Αχαιοφθιωτικά (Αλμυρός), τ.Α΄ (1993), σ.313-333.

Αν. Κορδατζή-Πρασσά, εκπαίδευση στις Κυκλάδες κατά την καποδιστριακή περίοδο (1828-1832), Διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΕΚΠΑ, Αθήνα 1996 (https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/7433#page/1/mode/2up ).

Κων. Αδαμοπούλου και Αννίτα Πρασσά, Ανδρέας Μιαούλης (1796-1835). Από την υπόδουλη ως την ελεύθερη Ελλάδα, έκδ. Ιδρύματος «Αικατερίνη Λασκαρίδη», Αθήνα (Εστία) 2003.

Αννίτα Πρασσά και Δημήτρης Τζούμας (επιμ.), 130 χρόνια από την απελευθέρωση Θεσσαλίας – Άρτας (1881-2011). Σάτιρα και πολιτική. Συλλογή Δημήτρη Τσούμα, Δήμος Βόλου 2012.

Η κ. Αννίτα Πρασσά, Προϊσταμένη Γενικών Αρχείων Κράτους Ν.
Μαγνησίας

*Tο άρθρο, έχει δημοσιευθεί στην ειδική έκδοση του «Ομίλου Καρεκλίδη», με τον τίτλο «200 χρόνια Η Μαγνησία το 1821- Πτυχές της τοπικής επανάστασης πρόσωπα και άγνωστες ιστορίες της Θεσσαλίας» που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2021, σε δημοσιογραφική επιμέλεια Ηλία Κουτσερή

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.