Από …40 κύματα πέρασε τα τελευταία δύο χρόνια ο Παγασητικός, μετά τις πλημμύρες των Daniel & Elias, με τα νεκρά ψάρια, που κατέληξαν στον κόλπο από την λίμνη Κάρλα, αλλά και με το φαινόμενο ρύπανσης, που καταγράφηκε φέτος στις αρχές του καλοκαιριού, λόγω των βυθοκορήσεων. Παρόλα αυτά, ο Παγασητικός, σύμφωνα με τον καθηγητή Γεωπονίας, Ιχθυολογίας και Υδάτινου Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με έδρα τον Βόλο, κ. Δημήτρη Κλαουδάτο έχει επανέλθει στην προτέρα κατάσταση, η οποία όμως, όπως σημείωσε μιλώντας στο Ράδιο ΕΝΑ και στον Δημήτρη Καρεκλίδη, δεν είναι και η ιδανική.
Η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον κ. Κλαουδάτο «ζει» ουσιαστικά στον Παγασητικό, γνωρίζοντας τι έχει μεταβληθεί εδώ και χρόνια. Σύμφωνα με τον Καθηγητή, ο Κόλπος δέχτηκε επιβάρυνση μετά τον Daniel, τον Elias, το ζήτημα με τα ψάρια, επιβάρυνση όμως την οποία είχαν δει και στο παρελθόν, καθώς το σύστημα του Παγασητικού είναι ημίκλειστο και είναι φυσικό να επιβαρύνεται από ανθρωπογενείς παρεμβάσεις.
«Τα νερά δεν ανανεώνονται με πολύ γρήγορο ρυθμό, χρειάζονται τρεις μήνες για να ανανεωθούν τα νερά από το Αιγαίο, οπότε είναι πιο ευάλωτο αυτό το σύστημα. Παρόλα αυτά υπάρχει μία μεγάλη δυνατότητα αυτοκαθαρισμού. Αυτά τα συστήματα εάν τα αφήσεις και δεν τα επιβαρύνεις, έχουν τη δυνατότητα σε ένα μεγάλο βαθμό να αυτοκαθαρίζονται», εξήγησε για την λειτουργία του Παγασητικού ο κ. Κλαουδάτος.
Ο ίδιος επεσήμανε ότι οι ερευνητές, μετά από όλα αυτά τα φαινόμενα είδαν ένα στρεσαρισμένο σύστημα, με μια μεγάλη επιβάρυνση. Ωστόσο, όπως υπογράμμισε, σε πολύ μεγάλο βαθμό ουσιαστικά έχει επανέλθει στην προτέρα κατάσταση ο Παγασητικός, η οποία όμως δεν ήταν και η ιδανική.
«Έχουμε ακόμη δουλειά να κάνουμε. Δηλαδή δεν είναι σώφρον να επαναπαυόμαστε και να λέμε ότι επανήλθαμε στην προτέρα κατάσταση και είμαστε καλά», σημείωσε. Για τον λόγο αυτό η ερευνητική ομάδα του Τμήματος έχει αναλάβει ένα πρόγραμμα, όπου θα εκτιμήσει την κατάσταση στον Παγασητικό.
Στο τέλος του Σεπτέμβρη ή στις αρχές Οκτώβρη, η ομάδα θα …βγει στον Παγασητικό, λαμβάνοντας άδεια από την Περιφέρεια Θεσσαλίας με μία μηχανότρατα, θα λάβει δείγματα, ώστε να δει σε ποια κατάσταση βρίσκονται τα αποθέματα, τα οικολογικά, φυσικοχημικά και ποιοτικά στοιχεία του νερού.
«Το λέω από τώρα ότι τα αποτελέσματα δεν θα είναι άσχημα, διότι όσο τα παρακολουθούμε, δεν έχουμε εντοπίσει κάτι. Λαμβάνουμε συνέχεια δείγματα, στο πλαίσιο των εργασιών και διατριβών των φοιτητών και έχουμε μία συνεχή εικόνα. Τώρα θα πάρουμε δείγματα από το κέντρο του Κόλπου», εξήγησε και ευχαρίστησε την Περιφέρεια και για την οικονομική συνδρομή της, καθώς πρόκειται για ένα κοστοβόρο project.
Σύμφωνα με τον κ. Κλαουδάτο, για τα επόμενα χρόνια οι δειγματοληψίες θα είναι πιο συχνές προκειμένου να διαφανεί ολιστικά η κατάσταση του Παγασητικού, των αλιέων και γενικότερα του οικοσυστήματος, για να προταθούν και πιθανές λύσεις, με τον ίδιο να υπογραμμίζει ότι είναι πολλοί οι φορείς και οι δράσεις που εμπλέκονται σε αυτό το σύστημα, που λέγεται Παγασητικός, όπως η ναυτιλία, ο τουρισμός, οι μεταφορές, η βιομηχανία.
Εάν η βυθοκόρηση γίνεται με σωστούς όρους δεν θα υπάρχει επιβάρυνση
Ο κ. Κλαουδάτος όμως μίλησε και για το φαινόμενο ρύπανσης που καταγράφηκε τον Μάιο στο λιμάνι του Βόλου και αποδόθηκε κατά κύριο λόγο στις εργασίες βυθοκόρησης.
«Αυτό που θεωρητικά πιστεύω ότι γίνεται, γιατί δεν έχω ενημερωθεί και δεν έχουμε εμπλακεί ως ΠΘ ή ως Τμήμα, είναι ότι ουσιαστικά αφαιρούνται οι ρυπογόνοι παράγοντες από αυτή την ύλη και η υπόλοιπη, η οποία είναι αδρανής, τοποθετείται στο κέντρο του Παγασητικού. Εάν αυτό γίνεται με σωστούς όρους κανονικά δεν θα πρέπει να υπάρχει επιβάρυνση του κόλπου», σημείωσε και επεσήμανε ότι το φαινόμενο της ρύπανσης σημειώθηκε γιατί ίσως δεν είχαν τοποθετηθεί τα φράγματα από την αρχή.
« Δεν θέλω να πιστεύω ότι γίνονται πρόχειρες δουλειές και δεν θεωρώ ότι υφίσταται πρόβλημα», σχολίασε.
Πρωτοποριακή έρευνα για τον εντοπισμό τοξικών ψαριών στον Παγασητικό
Στο μεταξύ, ο κ. Κλαουδάτος αναφέρθηκε και σε μία πρωτοποριακή έρευνα που έγινε στο πλαίσιο διδακτορικής διατριβής φοιτήτριας του Τμήματος Ιχθυολογίας, για τον εντοπισμό τοξικών ψαριών στον Παγασητικό.
Τα αποτελέσματα δείχνουν, σύμφωνα με τον Καθηγητή, ότι δεν θα έχουμε άμεσα τουλάχιστον πρόβλημα από δύο είδη, τον λαγοκέφαλο και το λεοντόψαρο, αν και αυτά τα είδη έχουν βρεθεί μέσα στον Κόλπο.
Οι ερευνητές με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης δημιούργησαν ένα μοντέλο που προβλέπει την εγκατάσταση αυτών των ειδών και εφαρμόστηκε και στον Παγασητικό με ορίζοντα δεκαετίας.
«Αυτό που ουσιαστικά φαίνεται ότι ναι μεν αυτά τα είδη έχουν εισέλθει στον Παγασητικό αν και δεν υπάρχουν επίσημες καταγραφές, αλλά από προσωπικές μου επαφές και με ψαράδες και με ανθρώπους που δραστηριοποιούνται στον κόλπο, γνωρίζω ότι έχουν εισέλθει, όμως η κατάσταση η περιβαλλοντική δεν είναι κατάλληλη ώστε να εγκατασταθούν. Δηλαδή μπαίνουν μέσα, περνούν και φεύγουν. Δεν είναι ακόμη φιλικό το περιβάλλον γι’ αυτά τα είδη για να κάνουν μεγάλους πληθυσμούς ή να εγκατασταθούν και να δημιουργήσουν μεγάλο πρόβλημα», εξήγησε ο κ. Κλαουδάτος.
Σημειώνεται ότι παρουσία του λαγοκέφαλου και του λεοντόψαρου δεν είναι απλά ένα βιολογικό φαινόμενο. Είναι ένα πολύπλευρο κοινωνικό και οικονομικό ζήτημα, καθώς ο λαγοκέφαλος είναι εξαιρετικά τοξικός, θέτοντας σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, ενώ και τα δύο είδη μπορούν να προκαλέσουν καταστροφές στα ιχθυοαποθέματα, πλήττοντας την αλιεία και την τοπική οικονομία. Ως ιδιαίτερα επιθετικά είδη, απειλούν τη βιοποικιλότητα της Μεσογείου, εκτοπίζοντας ντόπια είδη.
Απόδοση ραδιοφωνικής συνέντευξης: Δήμητρα Παλαιοδημοπούλου






























