Του Θανάση Κ. Βογιατζή
προέδρου του παραρτήματος Βόλου της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ. συγγραφέα
Τόποι μαρτυριών και εκτελέσεων
«… Ο ίσκιος έπεσε βαρύς σε κάθε μας δρομάκι,
να τραγουδήσεις δεν μπορείς, σου πνίγουν το μεράκι.
Κλειστά τα σπίτια, σκοτεινά, κι οι τοίχοι ραγισμένοι,
μα η καρδιά που αγρυπνά, χωρίς χαρά δεν μένει…
Μαράθηκε το γιασεμί, εστέρεψε η βρύση,
πικρό για όλους το ψωμί κι ο ήλιος πάει να σβύσει…»
το τραγουδάκι αυτό ακούγεται την ταινία το Μπλόκο του Άδωνι Κυρου
Το σκηνικό.
Πλατεία Ελευθερίας, Φυλακές Αλεξάνδρας, Κίτρινη αποθήκη. Τρία σημεία στο κέντρο της πόλης, που σηματοδοτούν τις πιο άγριες και ματωμένες στιγμές του αντιφασιστικού αγώνα του ΕΑΜμικού αγώνα κατά την διάρκεια της Κατοχής και οι φωνές, οι οιμωγές από τα βασανιστήρια που υπέστησαν από τους ΕΑΣΑΔίτες και τους Γερμανούς ναζήδες οι αγωνιστές συμπατριώτες μας, φθάνουν ακόμη στα αυτιά των περαστικών. Η μνήμη συντηρείται από χιλιάδες μαρτυρίες ανδρών και γυναικών που είδαν και βίωσαν στο κορμί τους, την βία των κατοχικών εξουσιαστών στον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση.
Φυλακές Αλεξάνδρας: Το κολαστήριο που δημιούργησαν οι Ιταλοί από
τις πρώτες μέρες της Κατοχής κι απ’ όπου πέρασαν χιλιάδες Βολιώτες
ήταν οι φυλακές Αλεξάνδρας, οι οποίες λειτούργησαν μέχρι και το τέλος
του εμφύλιου πολέμου. Εκεί φυλακίστηκαν αυτοί που απελευθέρωσαν
τη χώρα, αγωνιστές του ΕΑΜ, μαχητές του ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝίτες και Κου-
Κουέδες.
Το κτήριο ήταν ιδιοκτησίας Χατζηκυριαζή, είχε υπόγειο και περιβάλλοντα χώρο, προστατευμένο από τοίχο ύψους τουλάχιστον δύο μέτρων.
Όταν οι Γερμανοί ανέλαβαν τη διοίκηση ύστερα από την ιταλική κατάρρευση, ήταν αρχές Σεπτέμβρη του ’43. Τότε βρήκαν τις φυλακές άδειες, αφού είχαν απελευθερωθεί οι κρατούμενοι από το ΅ΑΜΙκό κίνημα. Στις φυλακές της Αλεξάνδρας οι Γερμανοί εγκατέστησαν τμήμα των Ες-Ντε (Εθνική Αστυνομία), που υπαγόταν στην Γκεστάπο του Βόλου. Στον πάνω όροφο, το δεύτερο,
εγκαταστάθηκε η διοίκηση των φυλακών, που επικεφαλής ήταν κάποιος Βάλτερ.
Πάνω στον τοίχο που περιέβαλε τις φυλακές, οι Γερμανοί τοποθέτησαν αγκαθωτό σύρμα και γυαλιά ώστε να είναι αδύνατη η απόδραση, ενώ ενίσχυσαν περαιτέρω τα πυροβολεία που είχαν κατασκευάσει οι Ιταλοί.
Στο σύνολό τους ήταν τρία. Ένα προς την κλινική «Κοέν», το άλλο επί της οδού Ιωλκού και το τρίτο έβλεπε το στενό. Υπήρχαν δύο σκοπιές. Μία στην είσοδο των φυλακών επί της οδού Ιωλκού και άλλη μία σε σοφίτα.
Η κυκλοφορία μέσω της οδού Αλεξάνδρας ήταν ελεύθερη όμως από τους περαστικούς κανείς δεν επέλεγε να περπατήσει από την πλευρά της αποθήκης, που παρέμενε κλειστή χρόνια τώρα. Σαν κάτι να φοβόταν. Αόρατος φόβος κυρίευε την ψυχή των περαστικών και όσοι γνώριζαν πολλά ή έστω και κάτι, άλλαζαν σκέψη. Κάτι σαν οιμωγές βασανισμένων ανθρώπων στο
εσωτερικό της αποθήκης, σαν ανάμνηση του παρελθόντος που έφτανε στο σήμερα, γέμιζε τη γύρω ατμόσφαιρα.
Οι βουβοί εσωτερικοί τοίχοι της αποθήκης είχαν αποκρυπτογραφήσει πάνω τους πρόσωπα ανθρώπων, το αίμα τους, τον πόνο τους, τα όνειρά τους, τις προσδοκίες τους που είχαν γίνει απελπισία, θάνατος. Αυτοί οι τοίχοι ήταν πλέον οι μοναδικοί μάρτυρες των βασανιστηρίων, των καθημερινών εκτελέσεων αγωνιστών που πάλεψαν για έναν καλύτερο και δίκαιο κόσμο. Οι ανθρώπινοι μάρτυρες, αυτοί που μπήκαν πρώτοι με την απελευθέρωση της πόλης μέσα σε αυτό το κτήριο και είδαν στους τοίχους κολλημένα μυαλά και στα δάπεδα ξερά αίματα αγωνιστών που μαρτύρησαν πολεμώντας ενάντια στον ξένο κατακτητή και τους ντόπιους συνεργάτες τους, έχουν αρχίσει σιγά σιγά να φεύγουν από τη ζωή. Η φυλακή λεγόταν και “Πράσινη φυλακή” λόγω του ότι τα κάγκελα των κρατητηρίων ήταν βαμμένα πράσινα.
Η φυλακή διέθετε και “Νεκροθάλαμο” όπου έμεναν αυτοί που ήταν προς εκτέλεση. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ο Παναγιώτης Ρουκάς που εκτελέσθηκε από τους Ιταλούς τον Οκτώβριο του 1942 και ο Πέτρος Μαλαβέτας που εκτελέσθηκε από το ελληνικό αστικό κράτος τον Αύγουστο του 1949. στις φυλακές Αλεξάνδρας κρατούνταν τον Απρίλιο του 1944 ο Γεώργιος Τζάνος όταν ήρθαν και τον πήραν και τον εκτέλεσαν τα ΕΑΣΑΔ μαζί με τον πατέρα Δονδολίνο και τους δυο γιούς του στη διασταύρωση των οδών Δημητριάδος με Ιωλκού.
Οι Γερμανοί αξιωματικοί των φυλακών Αλεξάνδρας έμεναν είτε στην κλινική «Κοέν» είτε στο οίκημα επί της οδού Αλεξάνδρας με Αντωνοπούλου. Η κυκλοφορία μέσω της οδού Αλεξάνδρας ήταν ελεύθερη, όμως σπανίως εκείνες τις μέρες οι Βολιώτες την επέλεγαν για να κινηθούν. Απαγορευόταν στους κρατούμενους να κοιτούν από τα παράθυρα που βρίσκονταν από την πλευρά της οδού Αλεξάνδρας. Στους περαστικούς, επίσης, απαγορευόταν να κοιτούν προς τα μέσα.
Κάθε πρωί, έξω από τις φυλακές της Αλεξάνδρας ερχόταν ένα αυτοκίνητο του δήμου όπου ανέβαιναν 10-15 κρατούμενοι και το οποίο είχε συνοδεία ένα στρατιωτικό όχημα γεμάτο στρατιώτες. Το αυτοκίνητο αυτό έκανε τη διαδρομή Βόλος-Λάρισα για να διαπιστώσει πόσο ασφαλής ήταν η μετακίνηση των γερμανικών αυτοκινήτων στην περιοχή, γιατί οι αντάρτες τοποθετούσαν κυρίως νάρκες. Οι 10-15 κρατούμενοι που ανέβαιναν στο αυτοκίνητο του δήμου ήταν αυτοί που θα εκτελούνταν, εάν χρειαζόταν, ως αντίποινα σε περίπτωση θανάτου κάποιου Γερμανού στρατιώτη.
H πλατεία Ελευθερίας: Εκεί έγινε στις 8 Αυγούστου το μεγάλο μαζικό αντιβουλγαρικό συλλαλητήριο, εκεί που στήθηκαν κρεμάλες από τους δωσίλογους για την θανάτωση αγωνιστών, εκεί που συγκεντρώθηκαν οι Βολιώτες την πρώτη μέρα της Απελευθέρωση για να υποδεχθούν τους μαχητές του 54ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ που έδιωξαν τους ναζήδες Γερμανούς. Μια γειτονιά εκείνη τη μαύρη περίοδο της Κατοχής, η πλατεία Ελευθερίας, άκουσε, γεύτηκε και είδε πολλά συνταρακτικά γεγονότα των ημερών. Άνθρωποί της όλοι εκείνοι που στην καθημερινότητά τους στροβιλίζονταν γύρω από αυτή, αυτόπτες μάρτυρες της μνήμης της. Τις καθημερινές μεμονωμένες ή ομαδικές εκτελέσεις διαδέχτηκαν από την Κυριακή 21 Μάη 1944 οι κρεμάλες. Το άσχημο τοπίο της πλατείας των ημερών εκείνων, με τα σκουπίδια, τα λίγα καχεκτικά και απεριποίητα δέντρα, συμπλήρωναν πλέον και οι απαγχονισμένοι από τους Γερμανούς και τους ΕΑΣΑΔίτες, οι οποίοι κρέμονταν από το αγκαθωτό σύρμα που είχε μπει στο λαιμό τους.
Το Υδραγωγείο, εκεί περίπου που σήμερα βρίσκεται η Καφετέρια, είχε γίνει από παλιά το στέκι των εργατών και εργατριών της καπνοβιομηχανίας Ματσάγγου. Εκεί έκαναν το καθημερινό τους διάλειμμα για φαγητό.
Όμως εκείνες τις μαύρες μέρες της Κατοχής είχε μετατραπεί σε χώρο συνεύρεσης για ανταλλαγή απόψεων, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια και αυτιά στο χώρο εργασίας. Κι όταν κάποιος αρκουδιάρης περνούσε τραβώντας από το μακρύ σχοινί την αρκούδα, ξεκινούσε ένας βάναυσος χορός του ζώου, που έπρεπε να κινηθεί πάνω στους χτύπους από το νταούλι ή το ντέφι του αρκουδιάρη.
Αρκετοί από τους τότε ενοίκους της πλατείας θυμούνται κάτι από εκεί που έβλεπε στην οδό Τάκη Οικονομάκη.
Σπάνια, επίσης, οι Γερμανοί έβγαζαν τους κρατούμενους στον αυλόγυρο για να πάρουν λίγο αέρα. Όταν τους έβγαζαν, ο προαυλισμός τους δεν ξεπερνούσε τα 20 λεπτά της ώρας, ενώ γινόταν πάντοτε κάτω από το άγρυπνο βλέμμα τους και υπό τη σκιά των όπλων τους. Στο διάδρομο του κάτω ορόφου υπήρχε πάντα σκοπός και προς αυτόν απευθύνονταν οι κρατούμενοι για κάθε αίτημά τους ή για να πάνε για τη σωματική τους ανάγκη.
H πλατεία Ελευθερίας: Μια γειτονιά εκείνη τη μαύρη περίοδο της Κατοχής, η πλατεία Ελευθερίας, άκουσε, γεύτηκε και είδε πολλά συνταρακτικά γεγονότα των ημερών. Άνθρωποί της όλοι εκείνοι που στην καθημερινότητά τους στροβιλίζονταν γύρω από αυτή, αυτόπτες μάρτυρες της μνήμης της. Τις καθημερινές μεμονωμένες ή ομαδικές εκτελέσεις διαδέχτηκαν από την Κυριακή 21 Μάη 1944 οι κρεμάλες. Το άσχημο τοπίο της πλατείας των ημερών εκείνων, με τα σκουπίδια, τα λίγα καχεκτικά και απεριποίητα δέντρα, συμπλήρωναν πλέον και οι απαγχονισμένοι από τους Γερμανούς και τους ΕΑΣΑΔίτες, οι οποίοι κρέμονταν από το αγκαθωτό σύρμα που είχε μπει στο λαιμό τους.
Το Υδραγωγείο, εκεί περίπου που σήμερα βρίσκεται η Καφετέρια, είχε γίνει από παλιά το στέκι των εργατών και εργατριών της καπνοβιομηχανίας Ματσάγγου. Εκεί έκαναν το καθημερινό τους διάλειμμα για φαγητό.
Όμως εκείνες τις μαύρες μέρες της Κατοχής είχε μετατραπεί σε χώρο συνεύρεσης για ανταλλαγή απόψεων, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια και αυτιά στο χώρο εργασίας. Κι όταν κάποιος αρκουδιάρης περνούσε τραβώντας από το μακρύ σχοινί την αρκούδα, ξεκινούσε ένας βάναυσος χορός του ζώου, που έπρεπε να κινηθεί πάνω στους χτύπους από το νταούλι ή το ντέφι του αρκουδιάρη.
Αρκετοί από τους τότε ενοίκους της πλατείας θυμούνται κάτι από εκείνες τις άγριες μέρες των απαγχονισμών των πατριωτών, από το πέταμα δολοφονημένων αγωνιστών στο χωματόδρομο της Ιωλκού, τροφοδοτώντας τη συλλογική μνήμη των νεότερων. «Θυμάμαι», μας λέει η Βάσια
Καρκαγιάννη που έμενε απέναντι στην πλατεία, «πώς ένιωσα όταν είδα ένα νεκρό τις μέρες εκείνες. Ήταν ένα νεαρό παλικάρι με σγουρά μαλλιά».
Λίγο παραπέρα, πολλοί ήταν αυτοί που μαζί με κάποιο δικό τους ανέβαιναν το Γολγοθά του θανάτου, όπως μας λέει η ίδια:
«Ούτε μπορούσα να ξεχάσω τον 20χρονο ξάδερφό μου, που πέθανε μέσα στις φυλακές των ΕΑΣΑΔ (Σ. Σπυρίδη με Αλεξάνδρας) και όταν μας τον παρέδωσαν για να τον θάψουμε, μαζί μας παρέδωσαν το μισοφάγωτο φαΐ του, που δεν πρόλαβε να τελειώσει, αφού τον εκτέλεσαν επειδή ήταν
ΕΠΟΝίτης και μαχόταν για τη λευτεριά αυτού του τόπου.».
Στη γωνία Ιωλκού με Γαζή ήταν το αρχοντικό Τσούκα. Πηγαίνοντας πιο «μέσα», έβλεπες τα σπίτια της οικογένειας Καρκαγιάννη που μπαινόβγαινε στις φυλακές. Κάπως στο βάθος ήταν το σπίτι της εβραϊκής οικογένειας του Αμπαστάδου, που είχε δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Πιο δίπλα ήταν το σπίτι του μετέπειτα δημάρχου Βόλου την περίοδο του εμφύλιου πολέμου, Ζήση Ζησάκη, με την ψευδή ομιλία, την αυστριακή γυναίκα και το απαραίτητο σκυλάκι της, αφού τους έλειπαν τα παιδιά. Και επί της Αντωνοπούλου, μεταξύ Γαλλίας και Γαζή, ήταν η οικογένεια με ένα αγόρι που αναστάτωνε τους δρόμους με τα πατίνια ρόλερ που φορούσε συνεχώς.
Υπήρχε, ακόμη, η δεξαμενή για μπάνιο, στη διασταύρωση Αντωνοπούλου με Γαζή και λίγο πιο πάνω το γκαράζ του Καγκελάρη, στελέχους μετέπειτα των Χιτών.
Kίτρινη Αποθήκη: Ήταν ένα ξεθωριασμένο κτήριο, ένα βουβό και εγκαταλελειμμένο στέκι στην οδό Άνθιμου Γαζή με Κρίτσκη. Πρωτολειτούργησε από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’20, σαν αποθήκη επεξεργασίας καπνού από την αμερικάνικη εταιρεία. Οι χώροι της φιλοξένησαν εκείνα τα χρόνια τον ιδρώτα της εργασίας χιλιάδων καπνεργατών και καπνεργατριών, που πέρασαν ώρες ατελείωτες πουλώντας όλη την ικμάδα της δύναμής τους για ένα μεροκάματο καθημερινής ζωής. Οι ίδιοι χώροι έγιναν μάρτυρες των εργατικών συγκρούσεων με τα αφεντικά και τη Χωροφυλακή κατά τη διάρκεια των μεγάλων αγώνων την περίοδο της οικονομικής κρίσης, των προσδοκιών τους για ένα καλύτερο κόσμο
χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, των αιτημάτων τους για καλύτερη ζωή.
Τώρα, σοβάδες είχαν αρχίσει να πέφτουν στα γύρω πεζοδρόμια και όταν έπεφτε το βράδυ σε αυτή τη γειτονιά των Επτά Πλατανίων, κανείς από τους περαστικούς δεν επέλεγε να περπατήσει από την πλευρά της αποθήκης, που παρέμενε κλειστή χρόνια τώρα. Σαν κάτι να φοβόταν. Αόρατος φόβος κυρίευε την ψυχή των περαστικών και όσοι γνώριζαν πολλά ή έστω και κάτι, άλλαζαν σκέψη. Κάτι σαν οιμωγές βασανισμένων ανθρώπων στο εσωτερικό της αποθήκης, σαν ανάμνηση του παρελθόντος που έφτανε στο σήμερα, γέμιζε τη γύρω ατμόσφαιρα.
Οι βουβοί εσωτερικοί τοίχοι της αποθήκης είχαν αποκρυπτογραφήσει πάνω τους πρόσωπα ανθρώπων, το αίμα τους, τον πόνο τους, τα όνειρά τους, τις προσδοκίες τους που είχαν γίνει απελπισία, θάνατος. Αυτοί οι τοίχοι ήταν πλέον οι μοναδικοί μάρτυρες των βασανιστηρίων, των καθημερινών εκτελέσεων αγωνιστών που πάλεψαν για έναν καλύτερο και δίκαιο κόσμο. Οι ανθρώπινοι μάρτυρες, αυτοί που μπήκαν πρώτοι με την απελευθέρωση της πόλης μέσα σε αυτό το κτήριο και είδαν στους τοίχους κολλημένα μυαλά και στα δάπεδα ξερά αίματα αγωνιστών που μαρτύρησαν πολεμώντας ενάντια στον ξένο κατακτητή και τους ντόπιους συνεργάτες τους, έχουν αρχίσει σιγά σιγά να φεύγουν από τη ζωή.
Όμως ας δούμε πως βίωσε ένας Βολιώτης την σύλληψή του κι την μεταφορά στην Κίτρινη αποθήκη μετά από μπλόκο Γερμανών και ΕΑΣΑΔιτων.
«Τα χαράματα της 27ης Απριλίου 1944, κατά τις 4 η ώρα το πρωί ακούω πυροβολισμούς. Δεν άργησα να καταλάβω ότι γίνεται μπλόκο. Έμεινα στο σπίτι. Όταν έφθασαν οι Γερμανοί στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, άρχισαν να κάνουν έρευνες στα σπίτια. Μαζί τους ήταν και ο αρχηγός των ΕΑΣΑΔ Μακεδόνας και ένας άλλος Εασαδίτης με στολή τσολιά. Ένας Γερμανός στρατιώτης, αφού έκανε έρευνα στην αυλή μπήκε στο σπίτι και με τράβηξε έξω. Βλέπω τον Μακεδόνα να περιμένει. Από το σπίτι μας οδήγησαν στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου και αφού μας φόρτωσαν σε φορτηγά αυτοκίνητα, μας μετέφεραν στην Κίτρινη αποθήκη. Ο Μακεδόνας πρωτοστατούσε. Όταν είδε έναν Εβραίο ανάμεσά μας του είπε: “Το βράδυ θα σε καθαρίσω και σένα”. Και τον καθάρισε πράγματι.»
Συγκέντρωσαν όλους τους συλληφθέντες στου Πανταζόπουλου, τους ανέβασαν σε αυτοκίνητα και πριν καλά-καλά βγει ο ήλιος τους μετέφεραν όλους στην Κίτρινη Αποθήκη. Και μόνο στη θέα της φυλακής τους διαπερνούσε ένα ρίγος φόβου, μια και σε πολλούς ήταν γνωστή. Οι συλληφθέντες σπρώχτηκαν με άγριο ξύλο από Γερμανούς στρατιώτες και ΕΑΣΑ-Δίτες στο εσωτερικό της αποθήκης. Ανέβασαν στο τρίτο πάτωμα περίπου 200 άτομα. Όλοι βρίσκονταν σε μία μεγάλη σκοτεινή αίθουσα, αφού όλα τα παντζούρια ήταν θεόκλειστα. Μέσα στην αίθουσα παρέμεναν πέντε με έξι Γερμανοί στρατιώτες και οι ΕΑΣΑΔίτες. «Είσαστε κομμουνιστές και θα πεθάνετε όλοι σας…», έσκουζαν οι ΕΑΣΑΔίτες και χτυπούσαν με τους υποκόπανους των όπλων τους όποιον έβρισκαν μπροστά τους.
Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, αποπνικτική. Η αναπνοή γινόταν με δυσκολία. Γύρω στο απόγευμα μπήκε στη μεγάλη αίθουσα ένας Γερμανός αξιωματικός μαζί με τους στρατιώτες και τους ΕΑΣΑΔίτες. Μπροστά στην πόρτα της μεγάλης αίθουσας δύο Γερμανοί στρατιώτες έβαλαν ένα
τραπέζι και ζήτησαν από τους συλληφθέντες να περνά ένας-ένας από εκεί.
Δίπλα στο τραπέζι βρισκόταν ένας Έλληνας, ντυμένος με πολιτικά, φορώντας μία μαύρη κουκούλα με μαύρη μάσκα.
Δίπλα στο τραπέζι βρισκόταν η «Μούμια». Ήταν ένας μεταμφιεσμένος Έλληνας με μαύρα ρούχα σαν παπάς, με μάσκα και μαύρα γυαλιά στο πρόσωπο. Ήταν θρονιασμένος στη μέση της αίθουσας και περιστοιχιζόταν από Γερμανούς αξιωματικούς. Μπροστά του περνούσαν ένας-ένας οι κρατούμενοι και ο «δικαστής» που δήθεν τους γνώριζε όλους, έβγαζε την απόφαση και την γνωστοποιούσε στους Γερμανούς αξιωματικούς με ένα νεύμα του κεφαλιού του. Από αυτό καταλάβαιναν οι Γερμανοί αξιωματικοί εάν κάποιος θα έπρεπε να καταταγεί στους υπό εκτέλεση ή όχι.
Τρεις φορές τους πέρασαν μπροστά από τη «Μούμια» και στο μεταξύ τα ματσούκια έσπαζαν στις πλάτες των κρατούμενων. Ακολουθούσε άγριος ξυλοδαρμός και κακοποίηση. Την ώρα που οι εκτελεστές επιδίδονταν στο φρικτό τους έργο, έξω έβρεχε πάρα πολύ, με αστραπές.
Αυτούς που έδειχνε ο μασκοφορεμένος, οι Γερμανοί στρατιώτες τους έσπρωχναν προς το διπλανό δωμάτιο. Οι άλλοι πήγαιναν σε μία μεγαλύτερη διπλανή αίθουσα. Συνολικά ο μασκοφορεμένος έδειξε πενήντα άτομα, τους οποίους οι Γερμανοί στρατιώτες και οι ΕΑΣΑΔίτες με βρισίδια,
χτυπήματα σε όλο τους το σώμα, τους διέταζαν να παραμείνουν σε στάση προσοχής.
Τρεις ώρες αυτοί παρέμειναν σε στάση προσοχής. Δεν κουνιόταν, δε μιλούσε κανένας. Τα πόδια πονούσαν, η καρδιά ήταν σφιγμένη. Τότε οι ΕΑΣΑΔίτες τους διέταζαν να πέσουν πρηνηδόν και μαζί και οι Γερμανοί στρατιώτες, έχοντας στα χέρια τους όλοι από έναν βούρδουλα, άρχιζαν να
τους χτυπούν, όπου έβρισκαν, στο πρόσωπο, στο κορμί, στα πόδια, στην πλάτη, στα χέρια. Ο πόνος ήταν σκληρός και άγριος, έβγαινε από τα σώμα- τα των βασανισμένων και ουρλιαχτά γέμιζαν τη μεγάλη αίθουσα, μαζί με τα γέλια και τις βρισιές των ΕΑΣΑΔιτών. Αυτό το βασανιστήριο κράτησε
περίπου τρεις ώρες και οι περισσότεροι από τους βασανισμένους είχαν λυγίσει και παρέμεναν ξαπλωμένοι στο πάτωμα, σχεδόν αναίσθητοι. Όμως οι ΕΑΣΑΔίτες δεν έμειναν αδρανείς, αλλά σήκωσαν όσους ήταν πεσμένοι στο πάτωμα και τους έσυραν μέχρι τους τοίχους. Ζητούσαν απ’ όλους να βάλουν τα χέρια στο κεφάλι και να είναι γυρισμένοι προς τον τοίχο.
Ξαναμπήκαν στην αίθουσα ο Γερμανός αξιωματικός και έξι περίπου στρατιώτες με παρατεταμένα τα όπλα τους. Πήραν έξι από τους πενήντα και τους πήγαν σε μία γωνία. Ακούστηκε μία διαταγή και μετά μία ομοβροντία. Οι σφαίρες από τα όπλα των Γερμανών στρατιωτών στην κυριολεξία διέλυσαν τα κεφάλια των έξι και τα μυαλά τους κόλλησαν στον τοίχο. Δεν έφτασε όμως αυτό, αφού ο Γερμανός αξιωματικός πέρασε πάνω από τον καθένα και έριξε και από μία χαριστική βολή.
Η ανάσα κόπηκε από τους ζωντανούς, βλέποντας αυτά. Ένιωσαν ότι από στιγμή σε στιγμή θα ερχόταν και η δική τους σειρά. Το αίσθημα όμως της αυτοσυντήρησης πάντα υπάρχει.
«Μέσα σε αυτή την τρομερή ατμόσφαιρα που επικρατούσε και στην ψυχολογική κατάσταση που βρισκόμουν, το μυαλό μου δούλεψε. Έκανα την σκέψη για να ξεφύγω. Πώς όμως; Αυτό ήταν τελείως αδύνατο γιατί ήμασταν κλεισμένοι μέσα σε μία αίθουσα, στο τρίτο πάτωμα της Κίτρινης
Αποθήκης, κρατούμενοι των Γερμανών και των ΕΑΣΑΔιτών, που μας άρπαζαν έξι-έξι και μας εκτελούσαν. Φαίνεται όμως ότι είχα τύχη μεγάλη. Μπροστά μου, όπως ήμουν γυρισμένος προς τον τοίχο, διέκρινα το παράθυρο. Άπλωσα σιγά-σιγά το χέρι μου και το άνοιξα. Υπήρχαν και τα
κλειστά παντζούρια. Βρήκα το πόμολο. Το γύρισα και αυτό και έσπρωξα τα παντζούρια προς τα έξω. Δε με αντιλήφθηκαν ευτυχώς. Έξω το σκοτάδι ήταν πυκνό και έβρεχε. Εντελώς αυθόρμητα, χωρίς ο ίδιος να το καταλάβω, σκαρφάλωσα στο παράθυρο και έβγαλα πρώτα τα πόδια μου έξω.
Άφησα σιγά-σιγά το σώμα μου να πέσει ενώ με τα χέρια μου κρατούσα τη σιδεριά του παραθύρου. Έμεινα για ένα-δύο λεπτά στο κενό. Τελικά όμως αφέθηκα στο κενό. Έκλεισα τα μάτια και σε εκείνα τα δύο-τρία δευτερόλεπτα, όσο διήρκεσε η πτώση, σκέφτηκα ότι είναι προτιμότερο να σκοτωθώ έτσι, από την φοβερή εκτέλεση των Γερμανών. Πέφτοντας στο έδαφος αισθάνθηκα ότι χτύπησα πολύ και ένιωσα πόνους σε όλο μου το σώμα. Το δεξί μου χέρι εξαρθρώθηκε, το κεφάλι μου είχε πληγωθεί όμως ελαφρά, το πόδι μου πονούσε. Ήμουν σε κακά χάλια, αλλά ευχαριστούσα το Θεό γιατί δεν σκοτώθηκα. Είχα πηδήσει από ύψος περίπου 12 μέτρων και είχα ζήσει. Γύρισα και κοίταξα για κάποια στιγμή προς τα πάνω και μ’ έπιασε κρύος ιδρώτας. Στο μεταξύ καινούργιοι πυροβολισμοί ακούστηκαν από τον τρίτο όροφο. Ήταν η εκτέλεση της τέταρτης εξάδας. Στο βάθος του σκοταδιού διέκρινα έναν Γερμανό στρατιώτη, μάλλον σκοπό. Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά δεν μπορούσα στην αρχή, όμως σηκώθηκα στην συνέχεια επιστρατεύοντας όσες δυνάμεις είχαν απομείνει. Εκείνη τη στιγμή βγήκε ο στρατιώτης από την σκοπιά του. Κόπηκε η ανάσα μου… Όμως τότε άρχισε να βροντά και να αστράφτει ο ουρανός και η βροχή να πέφτει ακόμη δυνατότερη. Έτσι ο σκοπός ξαναμπήκε στην σκοπιά του. Ξεθαρρεμένος ξεκίνησα πάλι την προσπάθεια για να φύγω. Όμως κάποιο θόρυβο θα πρέπει να έκανα και ο σκοπός παρά την βροχή ξαναβγήκε από την σκοπιά του για να δει τι συμβαίνει. Κρύφθηκα κάτω από ένα στρατιωτικό
αυτοκίνητο που ήταν σταματημένο εκεί. Ο αύλειος χώρος της Κίτρινης Αποθήκης ήταν γεμάτος από τέτοια. Ο σκοπός, αφού έκανε μερικά βήματα και πέρασε από μπροστά μου, ξαναμπήκε στην σκοπιά του. Σηκώθηκα, πήδηξα το χαμηλό ενός μέτρου ντουβαράκι και το συρματόπλεγμα που
έφραζε την αυλή του σπιτιού του αρτοποιού Δημ. Βλασταρίδη που ήταν επιταγμένο από τους Γερμανούς, ενώ μερικά μέτρα πιο εκεί ήταν η οδός Κρίτσκη. Μέσα στην αυλή του σπιτιού, που ήταν γεμάτη τριανταφυλλιές, σταμάτησα για λίγο γιατί άκουσα φωνές. Η βροχή είχε σταματήσει, οι
φωνές πλησίαζαν και άκουσα βήματα. Ήταν Γερμανοί. Τρύπωσα πίσω από μία τριανταφυλλιά και περίμενα. Οι στρατιώτες ήταν δύο και μάλλον επέστρεφαν από τις σκοπιές τους. Άνοιξαν την πόρτα της αυλής και προχώρησαν προς την σκάλα του σπιτιού. Όμως από ένα θόρυβο που έκανα,
οι Γερμανοί σταματούν και με παρατεταμένα τα όπλα τους πλησιάζουν προς το μέρος μου. Κρύβομαι πίσω από μία τριανταφυλλιά και δεν βγάζω ούτε αναπνοή. Η καρδιά πάει να σπάσει από τους δυνατούς χτύπους της.
Σταματούν λίγο μπροστά μου και σχεδόν νιώθω τις κάνες των όπλων τους. Κοιτούν, δεν με βλέπουν, ο ένας λέει “Νιξ” και απομακρύνονται και οι δύο. Βγαίνω στην οδό Κρίτσκη, δεν υπάρχει κανείς. Σέρνομαι και φτάνω στην οδό Κουντουριώτου κοντά στον φούρνο του Ζωίδη. Μπαίνω μέσα και τα χαράματα φεύγω και πάω στο Καπακλί…»



































