Eurobank: Koντά το τέλος της ύφεσης όχι όμως και η άνοδος του βιοτικου επιπέδου

Η συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά μόνο 0,2% το β’ τρίμηνο, τη μικρότερη από την έναρξη της κρίσης, σηματοδοτεί οτι ο αγώνας για την είσοδο της χώρας σε μονοπάτι ισχυρής ανάκαμψης έχει ξεκινήσει, σημειώνει η Eurobank στην τελευταία έκδοσή της «7 ημέρες οικονομία», με αφορμή την ανακοίνωση της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας για τις εκτιμήσεις των εθνικών λογαριασμών για το 2ο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.

Ωστόσο, τονίζει, οι αντιδράσεις για αυτή την «εν μέρει θετική είδηση» πρεπει να είναι πολύ συγκρατημένες, αφού, όπως προειδοποιεί, «το πιθανό τέλος της ελληνικής ‘Μεγάλης Ύφεσης’ δεν συνεπάγεται ότι το βιοτικό επίπεδο του μέσου Έλληνα ή της μέσης Ελληνίδας καλυτερεύει, απλώς σταματάει η χειροτέρευσή του».

Για αυτό χρειάζεται αναπτυξιακό σοκ τονίζει. Όπως αναφέρει «η ελληνική οικονομία θα πρέπει να μεγαθύνεται με ρυθμούς τουλάχιστον κατά 2 με 3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερους σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ-15 έτσι ώστε σε 10 χρόνια από τώρα να προσεγγίσει τα επίπεδα της πραγματικής σύγκλισης που ίσχυαν το 2009».

Κρούει δε τον κώδωνα του κινδύνου η ελληνική οικονομία να παγιδευτεί σε μια τροχιά μακροχρόνιας στασιμότητας ή ισχνής οικονομικής μεγέθυνσης.

«Η επίδοση της οικονομίας του Μεξικού τη δεκαετία του ’80 και της οικονομίας της Ιαπωνίας τη δεκαετία του ’90 αποτελούν τρανά παραδείγματα μακροχρόνιας στασιμότητας» σημειώνει.

Τέλος, βραχυπρόθεσμα «δε θα πρέπει να παραβλέψουμε την πιθανή επίπτωση που μπορεί να υπάρξει στο πραγματικό ΑΕΠ του τρίτου τριμήνου αλλά και στον ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ από την επιβολή αποκλεισμού εισαγωγών από τη Ρωσία σε αντίποινα των κυρώσεων που της επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τα πρόσφατα γεγονότα στην Ουκρανία».

Η ανάλυση της Eurobank

Eιδικότερα, σύμφωνα με την ανάλυση της Eurobank, ακριβώς δέκα χρόνια από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας δημοσιεύθηκαν οι εκτιμήσεις των εθνικών λογαριασμών για το 2ο τρίμηνο του τρέχοντος έτους που δείχνουν τη μικρότερη πτώση του ΑΕΠ από την έναρξη της κρίσης.

Στην περίπτωση, προσθέτει, που επαληθευόταν το αισιόδοξο σενάριο για θετικό πρόσημο στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης – για πρώτη φορά ύστερα από 23 συνεχόμενα τρίμηνα συρρίκνωσης της εγχώριας παραγωγής σε ετήσια βάση– το 2ο τρίμηνο του 2014 θα αποτελούσε την έναρξη της περιόδου ανάκαμψης για την ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με την σημερινή ανακοίνωση, το ελληνικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε σε σχέση με το 2ο τρίμηνο του 2013 κατά 0,2%.

Αξίζει να αναφέρουμε, λένε οι αναλυτές, πως ανεξάρτητα με τη σημερινή ανακοίνωση, αποτελεί κοινή πεποίθηση των περισσότερων ερευνητικών ιδρυμάτων και οργανισμών ότι στο τέλος του 2014 το ελληνικό πραγματικό ΑΕΠ θα έχει αυξηθεί σε σχέση με το 2013, δηλαδή η αξία της ετήσιας εγχώριας παραγωγής θα ξεπεράσει τα 160,981 δισ. ευρώ (σταθερές τιμές 2005, μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία).

Οι σταθεροποιητικές ενδείξεις της ελληνικής οικονομίας, ήτοι πρωτογενές πλεόνασμα, μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, έξοδος της χώρας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, ανάκαμψη της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, συνεπικουρούν προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο αγώνας για την είσοδο της χώρας μας σε ένα μονοπάτι ισχυρής ανάκαμψης έχει ξεκινήσει.

Ωστόσο, τονίζει η Eurobank, με βάση τη σημερινή, εν μέρει θετική είδηση, οι αντιδράσεις τόσο των καταναλωτών όσο και των επιχειρήσεων και πρωτίστως των ασκούντων την οικονομική πολιτική θα πρέπει να είναι πολύ συγκρατημένες.

Το πιθανό τέλος της ελληνικής «Μεγάλης Ύφεσης» δεν συνεπάγεται ότι το βιοτικό επίπεδο του μέσου Έλληνα ή της μέσης Ελληνίδας καλυτερεύει, απλώς σταματάει η χειροτέρευσή του. Δύο ή τρία συνεχόμενα τρίμηνα αύξησης του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΠΑΕΠ) δεν συνεπάγονται αυτομάτως και μια μελλοντική διαρκή πορεία ανάκαμψης.

Όσο οι πραγματικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΠΑΕΠ (Πραγματικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) παραμένουν στα σημερινά επίπεδα (13,87%), όσο η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών της παραγωγής παραμένει αισθητά χαμηλή, όσο καθυστερούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όσο δεν αυξάνεται το κεφάλαιο της αξιοπιστίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, η ελληνική οικονομία μπορεί μεν να μη συρρικνώνεται, ωστόσο δύναται να παγιδευτεί σε μια τροχιά μακροχρόνιας στασιμότητας ή ισχνής οικονομικής μεγέθυνσης.

Η επίδοση της οικονομίας του Μεξικού τη δεκαετία του ’80 και της οικονομίας της Ιαπωνίας τη δεκαετία του ’90 αποτελούν τρανά παραδείγματα μακροχρόνιας στασιμότητας.

Τέλος, βραχυπρόθεσμα δε θα πρέπει να παραβλέψουμε την πιθανή επίπτωση που μπορεί να υπάρξει στο πραγματικό ΑΕΠ του τρίτου τριμήνου αλλά και στον ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ από την επιβολή αποκλεισμού εισαγωγών από τη Ρωσία σε αντίποινα των κυρώσεων που της επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τα πρόσφατα γεγονότα στην Ουκρανία.

Αν και το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών αγαθών προ την Ρωσία είναι σχετικά χαμηλό είναι απαραίτητο να τονίσουμε εδώ πως η εξάρτηση από έναν μόνο αγοραστή για τις εξαγωγές – κυρίως αγροτικών προϊόντων – δείχνει και την ανάγκη στροφής του ελληνικού εξαγωγικού κλάδου προς ένα πιο διαφοροποιημένο και με ποιοτική ταυτότητα προϊόν. Παράλληλα, η συνέχιση της παρούσας κατάστασης στις σχέσεις με την Ρωσία μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο ελληνικό ΑΕΠ κυρίως εξαιτίας της, σε μεγάλο βαθμό, αναπόφευκτης εξάρτησης από το τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη συγκεκριμένη χώρα.

Απαιτείται διαρκής προσπάθεια

Πρέπει να γίνει αντιληπτό, τονίζουν οι αναλυτές της τράπεζας, ότι το μονοπάτι της ανάκαμψης δεν θα είναι ένας εύκολος και πόσο μάλλον σύντομος δρόμος.

Ο αγώνας για οικονομική μεγέθυνση και πραγματική σύγκλιση με άλλες αναπτυγμένες οικονομίες θα είναι διαρκής και η ελληνική οικονομία έχει μείνει αρκετά πίσω σε όρους κατά κεφαλήν εισοδήματος (χαρακτηριστικό μέτρο σύγκρισης του βιοτικού επιπέδου).

Πιο συγκεκριμένα ο λόγος του ελληνικού κατά κεφαλήν πραγματικού ΑΕΠ (ΚΚΠΑΕΠ) ως προς το αντίστοιχο μέγεθος των άλλων οικονομιών που ανήκουν στην ομάδα των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 (ΕΕ-15) έχει μειωθεί σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτά που ίσχυαν το 2001. Για παράδειγμα, σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-15, από το 2009 μέχρι το 2013 καταγράφηκε μείωση της τάξης των 17,53 ποσοστιαίων μονάδων (ΠΜ), από το 86,10% το 2009 στο 68,57% το 2013 (το 2001 το ίδιο μέγεθος ήταν 75,33%).

Τα προαναφερθέντα νούμερα αποτελούν ένα μέτρο της πραγματικής σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας προς τις υπόλοιπες οικονομίες των κρατών της ΕΕ-15. Δηλαδή, το 2009, έτος κατά το οποίο σημειώθηκε το υψηλότερο επίπεδο πραγματικής σύγκλισης με την πλειονότητα των κρατών της ΕΕ-15 (εξαίρεση αποτελούν οι οικονομίες της Ισπανίας, της Ολλανδίας και της Πορτογαλίας, εκεί το υψηλότερο επίπεδο καταγράφηκε το 2004), στον μέσο Έλληνα ή στη μέση Ελληνίδα αντιστοιχούσε το 86,10% της παραγωγής του μέσου πολίτη της ΕΕ-15.

Το 2013 το αντίστοιχο μέγεθος ήταν της τάξης του 68,57%. Ανάλογες μειώσεις στο σχετικό ελληνικό κατά κεφαλήν εισόδημα καταγράφηκαν και με τις επιμέρους οικονομίες των κρατών της ΕΕ-15.

Η ελληνική οικονομία θα πρέπει να μεγεθύνεται με ρυθμούς τουλάχιστον κατά 2 με 3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερους σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ-15 έτσι ώστε σε 10 χρόνια από τώρα να προσεγγίσει τα επίπεδα της πραγματικής σύγκλισης που ίσχυαν το 2009.

Εγγραφείτε στην ομάδα Magnesianews στο Viber για να λαμβάνετε ενημερώσεις.
Ακολουθήστε τη ροή Magnesianews στο Google News και μείνετε σε επαφή με ότι συμβαίνει.